Ευρωπαϊκή Μεσαιωνική Λογοτεχνία-Αναλυτική παρουσίαση από 5ο – 13ο αι. (μέρος 2ο: Πέτρος Αβελάρδος-Θωμάς Ακινάτης)

Ευρωπαϊκή Μεσαιωνική Λογοτεχνία-Αναλυτική παρουσίαση από 5ο – 13ο αι. (μέρος 2ο από 5)

Πέτρος Αβελάρδος (Pierre Abe’lard, 1079-1142) (ως επί το πλείστον βιογραφικές πληροφορίες):

Ο Αβελάρδος ως Φιλόσοφος                                                            

Ο Αβελάρδος υπήρξε ένας κορυφαίος διανοητής με ρομαντική ζωή. Στην σταδιοδρομία του γνώρισε τόσο την αναγνώριση όσο και τους διωγμούς. Γεννημένος στη κωμόπολη Παλλέ, κοντά στη Νάντη και γόνος μεσαίας αριστοκρατικής οικογένειας. Αρνήθηκε τη στρατιωτική σταδιοδρομία για να αφιερωθεί στις σπουδές. Παρά την επιτυχία του στον τομέα της φιλοσοφίας αποφασίζει να την εγκαταλείψει για να ασχοληθεί με τη θεολογία. Ερμηνεύει τη βίβλο με χαρισματικό τρόπο υπό το πρίσμα της διαλεκτικής. Ωστόσο, δεν ήρθε σε ρήξη με τη σχολαστική φιλοσοφία, αντίθετα της άνοιξε νέες δυνατότητες. Αν και η μεθοδολογία του άσκησε τεράστια επίδραση, η θεωρία του δεν βρήκε άμεσους συνεχιστές.

Ο Αβελάρδος & η Ελοϊζα                                            

ΑΒΕΛΑΡΔΟΣ κ ΕΛΟΪΖΑ  του Jean Vig
ΑΒΕΛΑΡΔΟΣ κ ΕΛΟΪΖΑ του Jean Vig

Το 1118 ερωτεύεται την Ελοΐζα και την παντρεύεται κρυφά. Όμως ο θείος της θεωρώντας πως ατίμασε την ανιψιά του ζητά τον ευνουχισμό του. Από εκεί και πέρα οι δύο εραστές κλείνονται σε μοναστήρι. Από την πλευρά του Αβελάρδου εκδηλώνεται μια μεταστροφή, το σαρκικό πάθος μεταμορφώνεται σε χριστιανική στοργή και φροντίδα και προσπαθεί να την οδηγήσει στο δρόμο της πίστης και της ελπίδας. Αντίθετα η Ελοΐζα ότι κάνει είναι για χάρη του συζύγου της, βιώνει μια μοναστική ζωή σκληρή και άψογη, ενώ παραμένει επαναστατημένη ενάντια στο Θεό. Τα γράμματα που αντάλλαξαν μεταξύ τους είναι τραγικά και έξοχα, σ’ αυτά η Ελοΐζα διατυπώνει πως ανήκει περισσότερο στον Αβελάρδο παρά στο Θεό

 

Ερώτημα: Πως μπορεί να αποκλειστεί με βεβαιότητα πως η μεταστροφή του Αβελάρδου δεν αποτελεί προϊόν μιας – ασυνείδητης έστω – κτητικότητας, η οποία αδυνατώντας πλέον, λόγω του ευνουχισμού του, να εκδηλωθεί σαρκικά μετουσιώνεται σε απόλυτη θρησκευτική πίστη; Πόσο πιθανό είναι, ο αμετάκλητα αποκλεισμένος σωματικός πόθος και η οδύνη ή μειονεξία που προκαλεί να βρίσκει ανακούφιση αλλά και μονοπάτι επαφής μέσω της πνευματικότητας, εκτρέποντας την αρχικά ερωτική σχέση, σε μια επαφή όπου καθετί σαρκικό μπαίνει στο περιθώριο καθώς θεωρείται εξ ορισμού αμαρτωλό.

Ο Αβελάρδος & η Εκκλησία

Οι σχέσεις του Αβελάρδου με την εκκλησία διαταράσσονται λόγω της αδιαλλαξίας του και της έντονης κριτικής του. Αναγκάζεται να εγκαταλείψει το μοναστήρι του Σαιν Ντενί και ασκεί την ιδιότητα του διανοητή και δασκάλου. Όμως η αξιοπρόσεκτη επιτυχία του ανάμεσα στους φοιτητές του στο Παρίσι, ενοχλούν τους θεολόγους που καταφέρνουν να πετύχουν μια πρώτη καταδίκη του από τον Άγιο Βερνάρδο του Κλαιρβώ στη Σύνοδο του Σαν και στη συνέχεια του ίδιου του Πάπα (1140). Ακολουθεί η λογοκρισία, το κάψιμο των βιβλίων του και η αναγκαστική σιωπή. Δεν του απομένει παρά να ζητήσει άσυλο από τον αββά Πέτρο της μονής του Κλυνύ. Αυτός καταφέρνει να τον συμφιλιώσει με τον Άγιο Βερνάρδο και τον Πάπα. Ωστόσο ο κάποτε ανυποχώρητος καθηγητής διακατέχεται πλέον από ταπεινοσύνη. Πεθαίνει το 1142 και η Ελοΐζα τον θάβει και ζητά να ταφεί κι εκείνη κοντά του.

Άγιος Θωμάς ο Ακινάτης

(περ. 1224-1274)

Η Λατινικότητα στον 13ο αιώνα

Ο Θωμάς ο Ακινάτης γεννήθηκε κοντά στο Ακόντο (Ιταλία), ήταν δομινικανός και καθηγητής θεολογίας σε μια εποχή, τον 13ο αιώνα, που ήταν εστιασμένη στην αρχαία κληρονομιά και την ελληνική επιστήμη παρά στην καλλιέργεια της ωραίας γλώσσας.

Εκτός της τεράστιας φιλοσοφικής και θεολογικής παραγωγής, ο Ακινάτης υπήρξε και ποιητής που έγραφε στην λατινική γλώσσα. Ανύψωσε την έμμετρη και ρυθμική φόρμα, και εμφανώς κατείχε την ποιητική τεχνική και την ευαισθησία στη γοητεία των λέξεων. Βέβαια, κάτω από τη γνώση της στιχουργίας διαφαίνεται το έντονο συναίσθημα της θείας Παρουσίας στην Ευχαριστία, που εκφράζεται με εκφράσεις πλήρεις, μελετημένες, μετρημένες και διαυγείς.

Η Πανεπιστημιακή γραφή                                               

ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ
ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ

Ο Θωμάς ο Ακινάτης έχει διατυπώσει μια σειρά σχολίων, αφενός πάνω στη βίβλο και αφετέρου πάνω σε θεολογικά και φιλοσοφικά έργα, ιδίως στον Αριστοτέλη. Επιδίωξή του ήταν να τα κάνει εύληπτα στους Λατίνος και αφομοιώσιμα στους χριστιανούς.

Ο ίδιος, εμπνευσμένος από την διαλεκτική μέθοδο του Αριστοτέλη, ξεκινάει αντιπαραθέτοντας απόψεις έγκυρες αλλά αντίθετες για να θέσει σε κίνηση την έρευνα μέσα από μια μεθοδική αμφιβολία προερχόμενη από την αντιπαράθεση.

Στην εποχή του, το προφορικό κονταροχτύπημα που είναι η κυριότερη παιδαγωγική μέθοδος και η μαγιά της πνευματικής ζωής των πανεπιστημίων. Το φαινόμενο είναι σχολικό όσο και στρατιωτικό αλλά βρίσκει απήχηση και στη λογοτεχνία έτσι ώστε μπορούμε να το θεωρήσουμε ένα γεγονός πολιτιστικό. Το μεγαλύτερο μέρος των έργων του Ακινάτη είναι δομημένο με αυτήν τη διάταξη.

Το διασημότερο έργο του Θωμά είναι η Summa theologiae (Σύνοψις της θεολογίας, περ. 1266-1273), στο οποίο χρησιμοποιεί την ίδια μέθοδο αλλά δεν προέρχεται από την πανεπιστημιακή του διδασκαλία. Τα διάφορα σημεία της θεωρίας του κατανέμονται σε ζητήματα (ύπαρξη του Θεού,τελειότητα του Θεού κ.λ.π), που διαιρούνται σε άρθρα:

1ο βήμα: Το κάθε ζήτημα εισάγεται με διαλεκτική ερώτηση, τα διαζευκτικά μέρη της οποίας υποστηρίζονται με αρχές. Πρώτες παραθέτονται όσες αντιτίθενται στη θέση που υποστηρίζει ο Θωμάς.

2ο βήμα: αντίκρουση θέσεων και εκκίνηση συζήτησης, η οποία ξεκινάει με ριζική επαναφορά του προβλήματος και καταλήγει στο προσωπικό συμπέρασμα του συγγραφέα.

3ο βήμα: Η συζήτηση τελειώνει με μια απάντηση σε κάθε μια από τις αρχικές ενστάσεις, που είτε τις αναιρεί είτε προτείνει μια συμφιλίωση.

Οι καθαρές φόρμες του έργου του Θωμά είναι ριζωμένες στο μεσαιωνικό πολιτισμό, συγγενικές με εκείνες των καθεδρικών γοτθικών ναών (που οι αρχιτεκτονικές γραμμές τους με τον έντονο ρυθμό συνιστούν την αυτο-ερμηνεία της δομής τους), αλλά και με εκείνες της λογοτεχνίας του καιρού του, διότι και εδώ παρατηρούνται οι ίδιες απαιτήσεις για επαρκή απαρίθμηση, διάκριση και συντονισμό.

Από την Αισθητική στην Μεταφυσική

Τα τρία κριτήρια με τα οποία ο Θωμάς ορίζει το ωραίο: αρτιότητα, αρμονία, διαύγεια.

Το καλλιτεχνικό και το αισθητό κάλλος δεν είναι παρά μια ιδιαίτερη έκφανση του νοητού κάλλους, που ακτινοβολεί στο στερέωμα και μυστικά το ζωντανεύει.

Το κάλλος λοιπόν είναι αυτό το φως που εκπορεύεται από τη μορφή ή γενικότερα από την ολοκλήρωση της πράξης, που δίνει σε κάθε πράγμα τη διάστασή του, τον αριθμό και το βάρος του, σύμφωνα με τη ρήση της Βίβλου.

Για τον Θωμά το σύνολο της δημιουργίας είναι μια ενότητα που καταλήγει στην αρχή από την οποία εκπορεύεται.

Στον Θεό όλα βρίσκονται στο ανώτατο όριο τελείωσης.

Τα πράγματα στα οποία παρέχει το δώρο να υπάρχουν τού μοιάζουν αναλογικά, δηλαδή τον μιμούνται μερικώς, το καθένα με τον τρόπο του.

Ποιητική & Κουλτούρα

Διάσπαρτα συναντάμε δογματικά στοιχεία επηρεασμού από την ποιητική του Θωμά (Δάντης, Τζόυς). Ωστόσο είναι προτιμότερο να αναζητήσουμε σ’ αυτόν μια φιλοσοφία της τέχνης κι όχι ένα λογοτεχνικό δόγμα.

Η μεταφυσική του, κατευθυντήρια αρχή της οποίας είναι η πράξη, το ον που υπάρχει και δρα, παρέχει βέβαια τα κατάλληλα εφόδια για να σκεφτούμε την τέχνη, ως «ποιητική», δηλαδή ως παραγωγή, ως «πράττειν» (και όχι ως γνώση ή μίμηση).

Είναι φανερό ότι [ ο Θωμάς] μεταφέρει ιδέες που ανήκουν στο ρεύμα του «μοντερνισμού» του 13ου αιώνα, το οποίο επιδιώκει να εγκλιματίσει στη χριστιανοσύνη όλη την ελληνο-αραβική γνώση, η οποία εισβάλλει και απειλεί παλιές βεβαιότητες.

Ο Θωμάς Ακινάτης, ενδιαφέρεται για μια φύση που κατέχει μια δική της υπόσταση, τη γονιμότητά της, τους νόμους της, την ευκρίνειά της.

Ο Θωμάς Ακινάτης στοχάζεται πάνω σε έναν κόσμο εντελώς προσδιορισμένο ως προς τη δομή του και τις κινήσεις του, γνωστό ως προς τις αιτίες του από μια λογική που είναι δέσποινα της σκέψης και της ζωής.

Σύνοψη

Σταδιακά κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, η ευρωπαϊκή ήπειρος διαμορφώνεται σε έναν πολύγλωσσο χριστιανικό κόσμο. Κύριοι τομείς πολιτισμικής δραστηριότητας, κυρίως μετά τον 9ο αιώνα – που επηρεάζουν τη λογοτεχνία είναι οι εξής:

Εκκλησιαστική παιδεία και διαδικασίες εκχριστιανισμού, όπου σημαντικό ρόλο παίζουν οι λόγιες γλώσσες των λατινικών και των ελληνικών, καθώς και το γραπτό ιδίωμα της παλαιάς σλαβικής.

Φύλαξη, αναπαραγωγή και επιλεκτική μελέτη των γραπτών της προχριστιανικής αρχαιότητας.

Ανάπτυξη ιδιαίτερων μορφών παιδείας και νέων τρόπων μελέτης της εκκλησιαστικής και της προχριστιανικής παράδοσης, κυρίως προς το τέλος του ύστερου Μεσαίωνα. Χαρακτηριστική είναι η επικράτηση του σχολαστικισμού στους πανεπιστημιακούς κύκλους της Δύσης τον 12 αι.

Παράλληλη ανάπτυξη δημωδών γλωσσών, οι οποίες βαθμιαία γραπτές αποκτούν εκφράσεις.

Η πολιτισμική απόσταση Βυζαντίου και Δύσης εκδηλώνεται με διαφορές σε όλα τα παραπάνω επίπεδα και παίρνει τη μορφή του επίσημου εκκλησιαστικού σχίσματος τον 11ο αι. Η 4η σταυροφορία έχει αντιφατικές συνέπειες καθώς από τη μία οι σχέσεις τους οξύνονται, από την άλλη έρχονται εγγύτερα.

Οι σλαβόφωνοι πληθυσμοί της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης συνδέονται άλλοι με τη καθολική κι άλλοι με την ορθόδοξη θρησκευτική παράδοση.

Συστατικό στοιχείο του ευρωπαϊκού πολιτισμού της εποχής είναι η αραβική και η εβραϊκή παρουσία στην Ιβηρική χερσόνησο, όπου κατά τον ύστερο Μεσαίωνα εμφανίζονται θεσμοί λογιοσύνης και παιδείας με μεγάλη επίδραση.

Βασικά χαρακτηριστικά που ορίζουν τη θέση του γραπτού κειμένου:

Βαθμιαία επέκταση της γραφής και της ανάγνωσης, αλλά και διατήρηση στοιχείων προφορικού πολιτισμού.

Απουσία θεσμών που συνδέονται με το νεότερο θεσμό της λογοτεχνίας: κύρος του συγγραφέα, αξία πρωτότυπου λογοτεχνικού έργου.

Κυριαρχία του έμμετρου λόγου, ο οποίος στηρίζεται σε μετρικές συνιστώσες διαφορετικές από εκείνες της αρχαιότητας, κατά συνέπεια εμφανίζονται νέες στιχουργικές μορφές.

Χειρόγραφη γραφή παλαιών και νεότερων κειμένων και αλλαγές της τεχνικής της αντιγραφής και της φύλαξης των χειρογράφων.

Συμβολή της μετάφρασης ως μέσου αναπαραγωγής αλλά και καλλιέργειας του γραπτού λόγου.

Μελέτη των λόγιων κειμένων υπό το πρίσμα της γραμματικής, λογικής και ρητορικής τους διάστασης, δίχως ιδιαίτερη προσοχή στα ζητήματα ιδιαιτερότητας της ποίησης ή της λογοτεχνίας.

Διαλεκτική μέθοδος ανάγνωσης των λόγιων κειμένων, κυρίως στο πλαίσιο του δυτικού σχολαστικισμού, καθώς και η γενικευμένη πρακτική του σχολιασμού τους.

Καλλιέργεια της αλληγορικής μεθόδου ερμηνείας των κειμένων.

Τέλος 2ου μέρους, συνεχίζεται

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: ΙΜΜΑΝΟΥΕΛ ΚΑΝΤ: Η ΚΟΡΥΦΩΣΗ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΟΝ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟ κ Ο ΥΠΕΡΒΑΤΟΛΟΓΙΚΟΣ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΣ

 ΙΜΜΑΝΟΥΕΛ ΚΑΝΤ: Η ΚΟΡΥΦΩΣΗ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΟΝ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟ κ Ο ΥΠΕΡΒΑΤΟΛΟΓΙΚΟΣ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΣ

ΙΜΜΑΝΟΥΕΛ ΚΑΝΤ: κατά πολλούς, ο άντρας που οδήγησε τη Φιλοσοφική σκέψη του Διαφωτισμού στην κορύφωσή της.
ΙΜΜΑΝΟΥΕΛ ΚΑΝΤ: κατά πολλούς, ο άντρας που οδήγησε τη Φιλοσοφική σκέψη του Διαφωτισμού στην κορύφωσή της.

Η καντιανή φιλοσοφία έχει αναγνωριστεί ως το αποκορύφωμα της σκέψης του Διαφωτισμού, καθώς το έργο του φιλοσόφου έχει θεωρηθεί από μόνο του σχεδόν αυτόνομος φιλοσοφικός κλάδος.

Επιδίωξη του Καντ αποτέλεσε η προσπάθεια σύνθεσης και ενιαίας συγκρότησης των θετικών στοιχείων από διαμετρικά αντίθετες φιλοσοφικές θεωρίες.

Συνάμα, ο Καντ θεωρείται πως βρίσκεται στο μεταίχμιο της μετάβασης στη φιλοσοφία του 19ου αιώνα, μιας και τα φιλοσοφικά ρεύματα της συγκεκριμένης εποχής συνδιαλέγονται με τον Καντ και τις ερμηνείες της σκέψης του.

ΚΑΝΤ: ΜΕΤΑΞΥ ΛΑΜΠΝΙΤΣ & ΧΙΟΥΜ

Βασική επιδίωξη του Καντ αποτέλεσε η προσπάθεια μεταφυσικής θεμελίωσης της αντικειμενικής γνώσης του εμπειρικού κόσμου, εν προκειμένω του νευτώνειου σύμπαντος.

Για την επίτευξη του στόχου επιχείρησε τη σύνθεση του εμπειρισμού του Χιούμ με το ρασιοναλισμό του Λάιμπνιτς, υπό την προϋπόθεση της αποβολής των αρνητικών πτυχών των δύο φιλοσοφικών θεωρήσεων.

Για τον Καντ «η εμπειρία χωρίς λόγο είναι τυφλή και ο λόγος χωρίς εμπειρία είναι μορφή χωρίς περιεχόμενο».

Θεμελιώδης προβληματισμός του Καντ αποτέλεσε η ύπαρξη της δυνατότητας και ο βαθμός αυτής που δύναται να προσφέρει αντικειμενική γνώση του κόσμου.

Για τον Λάιμπνιτς, είναι δυνατή η αντικειμενική γνώση του κόσμου ανεξάρτητα από την οπτική γωνία του κάθε παρατηρητή, αλλά ο πραγματικός κόσμος απέχει απ’ αυτόν που βλέπουμε γύρω μας.

Για τον Χιουμ, ο μοναδικός πραγματικός κόσμος είναι αυτός που αντιλαμβανόμαστε μέσω των αισθήσεων, πάραυτα δεν μπορούμε να κατακτήσουμε την αντικειμενική γνώση του.

Ο Καντ, επιδιώκοντας να γεφυρώσει το χάσμα επιβεβαίωσε την ύπαρξη του κόσμου που αντιλαμβανόμαστε και συνιστά αντικείμενο της επιστήμης, δίχως να είναι προϊόν ενός αφηρημένου και απρόσιτου κόσμου.

Η ουσία [δεν βρίσκεται στις άυλες & αδιαίρετες μονάδες του Λάιμπνιτς] εμπεριέχεται στα τοποθετημένα στο χρόνο και το χώρο αντικείμενα που μελετά ο Νεύτωνας.

Γι’ αυτό το λόγο επιδιώκει οι αποδείξεις του να είναι συμβατές με τους νευτώνειους νόμους περί παρατηρήσιμων φυσικών αντικειμένων.

Η πεποίθηση του αγγλικού εμπειρισμού για την προέλευση κάθε γνώσης από την εμπειρία, στην πραγματικότητα είχε υποσκάψει τη δυνατότητα κατάκτησης της αντικειμενικής γνώσης.

Ωστόσο, για τον Καντ η εμπειρία δεν είναι αρκετή από μόνη της για την κατάκτηση της γνώσης.

Δηλαδή, η εμπειρία μπορεί να μας εξηγήσει τι υπάρχει, αλλά αδυνατεί να απαντήσει στο γιατί υπάρχει αυτό που υπάρχει, όπως και γιατί υπάρχει με συγκεκριμένο τρόπο και όχι διαφορετικά. Η αδυναμία της προέρχεται από την έλλειψη της έννοιας της αναγκαιότητας. Μπορεί η γνώση να αρχίζει χρονικά από την εμπειρία αλλά δεν εκπορεύεται από αυτήν.

Αντίθετα, ο ρασιοναλισμός, έχοντας ως αφετηρία την υπόθεση ότι στην επαφή μας με τα αισθητηριακά δεδομένα είναι αναπόφευκτη η χρήση θεμελιωδών αρχών, επεξεργάστηκε θεμελιώδεις νοητικές αρχές μέχρι του βαθμού αφαίρεσης που υπερβαίνουν κάθε δυνατή εμπειρία και περιπλέκουν τη μεταφυσική σε ατέρμονες διενέξεις.

Ο Καντ προσπαθώντας να θεμελιώσει μεταφυσικά τη νευτώνεια μηχανική, επιχείρησε αφενός να αναιρέσει το σκεπτικισμό του Χιουμ και, αφετέρου να οριοθετήσει τη γνώση στα αντικείμενα κάθε δυνατής εμπειρίας απέναντι στην δυσπιστία του Λάιμπνιτςοι θεμελιώδεις αρχές του καθαρού νου έχουν μόνο εμπειρική και ποτέ υπερβατ[ολογ]ική χρήση και ότι είναι αδύνατον, πέρα από το πεδίο δυνατής εμπειρίας δεν μπορούν να υπάρχουν συνθετικές a priori αρχές»)

Κατά των θέσεων του Χιουμ, βασικό στόχο του Καντ αποτέλεσαν οι απόψεις του περί αιτιότητας, καθώς συνδέονται άμεσα με τη δυνατότητα αντικειμενικής γνώσης του κόσμου.

Ενώ αντικρούοντας τον Λάιμπνιτς, εκφράζει την πεποίθηση πως ο καθαρός λόγος αδυνατεί να δώσει περιεχόμενο στη γνώση δίχως την προσφυγή στην εμπειρία.

Η θεωρία του Καντ, γνωστή ως υπερβατολογικός ιδεαλισμός, αποτελεί είδος εμπειρικού ρεαλισμού, εφόσον αποδέχεται την πραγματική ύπαρξη των εμπειρικών αντικειμένων.

Σε αντίθεση με τους προηγούμενους φιλόσοφους που εκλάμβαναν τη φύση ως πρωταρχική αναζητώντας τις γνωστικές δυνάμεις ώστε να την κατανοήσουν, ο Καντ εκλαμβάνει ως πρωταρχικές τις δυνάμεις ώστε να συλλάβει τα  a priori όρια της φύσης. Ωστόσο, δεν καταπιάνεται με τα αντικείμενα αλλά «με τον τρόπο της γνώσης των αντικειμένων στο βαθμό που είναι πιθανός αυτός ο τρόπος της γνώσης τους a priori. Το ερώτημα για τον Καντ δεν είναι η προέλευση της εμπειρίας αλλά τι υπάρχει σ’ αυτή. Γι’ αυτό και η ίδια η γνωστική ικανότητα γίνεται αντικείμενο της κριτικής έρευνας, χωρίς να υιοθετεί μια ψυχολογική ενδοσκοπική μέθοδο όπως οι Άγγλοι εμπειριστές».

Η έλλειψη αντικειμένων τα οποία δύναται να καταστούν αντιληπτά από τις ανθρώπινες γνωστικές δυνάμεις, συνεπάγεται την έλλειψη νοήματος σε κάθε σχετική πρόταση για αυτά.

Προτάσεις δίχως νόημα, αποτελούν όσες αναφέρονται στο Θεό, την αθανασία της ψυχής κ..λ.π.

Ο Καντ προχωρά στη διάκριση μεταξύ φαινομένου και πράγματος καθαυτού, υποστηρίζοντας τη δυνατότητα γνώσης μόνο του φαινομένου, αλλά παράλληλα θεωρεί πως μπορούμε να σκεφτόμαστε ότι δεν ενέχει λογικές αντιφάσεις ανεξάρτητα από το αν γνωρίζουμε την ύπαρξή του.

 Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΕΜΠΕΙΡΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΝΟΗΤΙΚΕΣ ΜΑΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ

Για τον Ντεκάρτ η λειτουργία της βούλησης έγκειται στο να θέτει σε λειτουργία το λόγο, ο οποίος είναι αδρανής και ο ρόλος του διαπιστωτικός. Ωστόσο, επειδή η βούληση είναι παρορμητική ενέργεια προβαίνει συχνά σε διαπιστώσεις πριν αποφανθεί ο λόγος, οπότε έχουμε να κάνουμε με σφάλμα που επισημαίνει ο λόγος. Κατά συνέπεια, για τον Ντεκάρτ ο ρόλος της βούλησης είναι επικουρικός και συρρικνωμένος.

Ο Καντ αναβαθμίζει το ρόλο της βούλησης, καθώς την ανάγει σε κεντρικό στοιχείο της ηθικής του θεωρίας και της προσομοίωσης με το Θεό.

Επίσης, ο Καντ προβαίνει σε διάκριση μεταξύ εμπειρικής και καθαρής βούλησης.

Η εμπειρική βούληση καθορίζεται από κάποιον εξωγενή προς αυτήν παράγοντα (θέλω να πιω κρασί)

Αντίθετα, η καθαρή βούληση αναλαμβάνει την ικανοποίηση των δικών της στόχων (θέλω να είμαι φιλάνθρωπος), δίχως να επηρεάζεται από εξωτερικές προς αυτήν σκοπιμότητες.

Για τον Καντ προϋπόθεση της ηθικής συμπεριφοράς αποτελεί η ελευθερία, και γι’ αυτό ο λόγος αδυνατεί να καταστεί κριτήριο ηθικότητας [ηθικής συμπεριφοράς], καθότι δεν λειτουργεί ελεύθερα στη διαδικασία παραγωγής της γνώσης.

Για τον Καντ, η καθαρή βούληση αποτελεί τον πρακτικό λόγο, ο οποίος διαφέρει και από το θεωρητικό λόγο και από την εμπειρική βούληση.

Χαρακτηριστικό του πρακτικού λόγου είναι η επιλογή όποιας αρχής θέλουμε υπό την προϋπόθεση πως θα την ακολουθούμε με συνέπεια «πράττε έτσι, ώστε η ρυθμιστική αρχή της βούλησής σου να μπορεί, συγχρόνως, να καταστεί καθολικός νόμος».

Για τον Καντ το ύψιστο αγαθό περικλείει [εμπεριέχει] τόσο την αρετή όσο και την ευτυχία.

Προϋπόθεση της κατάκτησης της ευτυχίας αποτελεί η ικανοποίηση των ανθρώπινων επιθυμιών, κάτι όμως που θεωρεί αδύνατο καθώς ο άνθρωπος δεν είναι δημιουργός του κόσμου ώστε να έχει τη δυνατότητα διευθέτησης των πραγμάτων κατά τρόπο που να προκύπτει αντιστοιχία μεταξύ βούλησης και πραγματικότητας.

Συνεπώς κρίνεται απαραίτητη η ύπαρξη του Θεού, ως αίτημα του πρακτικού λόγου.

Από αυτήν την άποψη, η εκτέλεση μιας ηθικής πράξης με κριτήρια ωφέλειας ή αισθήματος ικανοποίησης δε συνάδει με την καντιανή αντίληψη της ηθικότητας.

Η ηθική πράξη οφείλει να συνοδεύεται από την αντίστοιχη συνείδηση του πράττοντα αναφορικά με την επιτέλεση του χρέους που αναλογεί στην πράξη, δίχως την αναφορά σε μια ενδεχόμενη ικανοποίηση που δύναται να συνυπάρχει.

Αντίθετα, η εμφάνιση κάποιου αρνητικού συναισθήματος όπως η δυσαρέσκεια, κατά την εκτέλεση της ηθικής πράξης, αποτελεί εχέγγυο ευθυκρισίας.

Όπως γίνεται αντιληπτό, για τον Καντ υπάρχει κάθετος διαχωρισμός ανάμεσα στην χρέος και κάθε ψυχοσωματική ευαρέσκεια, προϊόν επιρροής του προτεσταντικού ευσεβισμού.

Ο καθαρμός  της ηθικής σκέψης από τις φυσικές έξεις και τον διαχωρισμό του ηθικά ορθού από την έννοια της ωφέλειας, έχει ως αποτέλεσμα την ανάδειξη του «καθαρού τύπου της ηθικότητας», όπως αυτή ορίζεται ως προϊόν μόνο της λογικής συνείδησης και αφορά κάθε εξορισμού έλλογο ον.

Έτσι, η ωφελιμιστική ηθική ορίζεται ως ετερόνομη μιας και «κατανοεί τη συνείδηση ως υποταγμένη στη φυσική αιτιοκρατία». Αντίθετα, η «δεοντοκρατική προσέγγιση εξασφαλίζει την αυτονομία της ηθικής συνείδησης», καθώς εκπορεύεται από την εσωτερική της αυτογνωσία.

Επιπλέον, ο άκρατος ωφελιμισμός δύναται να καταλύσει κάθε έννοια ηθικότητας, καθώς το ευμετάβλητο της ωφέλειας σε συνδυασμό με τον χρόνο τέλεσης κάποιας πράξης είναι πιθανό να δικαιολογήσει κάποια πράξη ανάλογα με τις περιστάσεις. Εδώ ελλοχεύει και ο κίνδυνος δικαιολόγησης ακόμα και εγκλημάτων στην περίπτωση που εξάγεται κάποιου είδους όφελος απ’ αυτά.

Για τον Καντ, η χρησιμοθηρία παράγει αδικία αντί δίκαιο, όπως αποδεικνύει μια ιστορική αναδρομή. Η επαγωγική εξαγωγή ηθικών κανόνων, δηλαδή η μελέτη των κανονικοτήτων των ανθρώπινων εμεπειρικών πράξεων, δικαιολογεί την ανηθικότητα (π.χ. έτσι είναι το σωστό αφού «έτσι κάνουν όλοι».

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗΣ

ΠΗΓΕΣ

1.      Μολυβάς Γ, Φιλοσοφία στην Ευρώπη, τα Β, σ. 33, Εκδ ΕΑΠ, Πάτρα 2000

2.     Γουδέλη Κ, Κείμενα νεώτερης και σύγχρονης φιλοσοφίας, Εκδ ΕΑΠ, Πάτρα 2008

3.    Π. Κιτρομηλίδης, Πολιτικοί Στοχαστές των Νεότερων Χρόνων, Πορεία, Αθήνα, 1999

ΕΥΡΩΠΗ: ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ: Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ-ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ/ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ- ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ κ ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΑ-ΗΘΙΚΗ-ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ: Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ-ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ/ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ-  ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ κ ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΑ-ΗΘΙΚΗ-ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

 

ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ,
ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ. Ο ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ

  Θωμάς Ακινάτης: πίστευε  πως μπορούσε να λύσει το πρόβλημα στη σχέση πίστης & λόγου με τον καθορισμό ορθής σχέσης μεταξύ εθνικής παιδείας & χριστιανικής θεολογίας. Αριστοτέλεια φιλοσοφία & χριστιανική θεολογία αν και μεθοδολογικά διακριτές αποτελούν συμβατούς δρόμους για την αλήθεια. Η 1η χρησιμοποιεί τις ανθρώπινες δυνάμεις της αίσθησης και της λογικής, ενώ η 2η της εξ αποκαλύψεως αλήθεια. Η θεολογία είναι ως προς τη φιλοσοφία ότι το πλήρες προς το ημιτελές, αλλά η δεύτερη μπορεί να προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες στην πρώτη. Κάθε μια έχει τη δική της σφαίρα αρμοδιοτήτων. Ενώ δεν μπορεί να υπάρξει αληθινή σύγκρουση μεταξύ τους. Αιωνιότητα & Δημιουργία δεν είναι έννοιες αντιφατικές μεταξύ τους. Η ψυχή αποτελεί μορφή ειδικού τύπου, ικανή να υπάρχει ανεξάρτητα από το σώμα και συνεπώς άφθαρτη. Ο Θωμάς αφενός εκχριστιάνισε τον Αριστοτέλη, αφετέρου εξαριστοτέλησε τον χριστιανισμό, αυτό μακροπρόθεσμα υιοθετήθηκε από την καθολική εκκλησία

Υπήρξε φιλόσοφος και θεολόγος .  η σύνδεση που επιχείρησε μεταξύ της αριστοτελικής επιστήμης και της χριστιανικής Αποκάλυψης είχε μεγάλη επίδραση σε ολόκληρη την Δυτική σκέψη.

Ο Θωμάς πίστευε ότι το θέμα της αιωνιότητας του κόσμου αφορά  και τον ορθολογισμό αλλά και την αιτιακή σχέση του κόσμου με τον Δημιουργό.

Με τη διδασκαλία του οδήγησε τους θεολόγους στη μελέτη των έργων του Αριστοτέλη ώστε  μέσα από την παρατήρηση και τον Λόγο να μάθουν να χρησιμοποιούν αυστηρές επιστημονικές μεθόδους για να εξηγήσουν τα μυστήρια της Αποκάλυψης όπου ο πιστός έχει πρόσβαση μόνο με τη βοήθεια της Θείας Φώτισης. Άρα, η Χάρη δεν καταστρέφει τη Φύση αλλά την τελειοποιεί.

Βασική θέση του Θωμισμού είναι  η διάκριση μεταξύ ουσίας και ύπαρξης. Σε κάθε πεπερασμένο ον δίνεται η δυνατότητα να κινηθεί από την ύπαρξη και να δράσει, περιορίζοντας ταυτόχρονα την ύπαρξη. Ο Θεός είναι το μόνο αυθύπαρκτο Ον χωρίς διάκριση ανάμεσα στην ουσία και την ύπαρξή Του.

Η αγαθότητα του Θεού και των ανθρώπων, κατά τον Θωμά μπορεί να βεβαιωθεί με την  αρχή της αναλογίας και να γίνει γνώσιμη στο επίπεδο της αναλογίας.

ΑΠΟΨΕΙΣ ΓΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ & ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

Μεθοδολογικά, η φιλοσοφία βασίζεται στους λογικούς κανόνες σκέψης.              

ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ-Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ
ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ-Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ

             

Ενώ η θεολογία στην αποκάλυψη & το δόγμα.

Αντικείμενο φιλοσοφίας: Άνθρωπος & κόσμος.

Αντικείμενο θεολογίας: ο Θεός.

2 είδη θεολογίας: α) Φυσική θεολογία με εργαλείο περισσότερο τη λογική και λιγότερο την αποκάλυψη, β) Δογματική με εργαλείο το δόγμα.

Το κοινό πεδίο φιλοσοφίας & θεολογίας αποτελεί η θεωρητική ενασχόληση με το Θεό, σε περιπτώσεις όπως η θεμελίωση αποδείξεων περί υπάρξεώς Του. Συνεπώς, οι 2 δραστηριότητες συναντιούνται μόνο στο χώρο της Φυσικής θεολογίας.

Κατά τ’ άλλα, οι 2 πνευματικές δραστηριότητες καθίστανται ασύμβατες.

Ωστόσο, υπάρχει δυνατότητα συνεργασίας, με τη θεολογία να καλύπτει κενά (όπως το δόγμα της Τριάδας) της φιλοσοφίας, σε πεδία που η δεύτερη δε δύναται να αποδείξει. Επιπλέον, λόγω της διαφορετικότητάς τους, η φιλοσοφία δε δύναται να υποκαταστήσει τη θεολογία και την αυθεντία της.

Όμως, αποτελεί ηθική υποχρέωση του φιλοσόφου η ενασχόλησή του με τη θεολογία, για την περάτωση της ένωσης με το Θεό, η οποία αποτελεί βασική ανθρώπινη προδιάθεση.

Για τον Ακινάτη, οι άθεοι, άπιστοι ή ειδωλολάτρες φιλόσοφοι είναι σε θέση να γνωρίζουν την αλήθεια σχετικά με την ύπαρξη του Θεού, όμως οι θεωρίες τους θα παραμένουν «ατελείς & ανολοκλήρωτες». Κατά τη συλλογιστική του, η έλλειψη τελειότητας και ολοκλήρωσης της φιλοσοφίας δεν ταυτίζονται αναγκαστικά με την πλάνη, αλλά όπου εκείνη διαφωνεί με τη θεολογία, η τελευταία πρέπει να υπερτερεί.

 Σε αντίθεση με τον Μποεναβεντούρα, ο Ακινάτης πιστεύει πως οι άπιστοι φιλόσοφοι μπορούν να εξάγουν σωστές κρίσεις αναφορικά με τον άνθρωπο, τον κόσμο ή τον Θεό.

Ο Ακινάτης προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στον σεβασμό του προς την πνευματική προσφορά του Αβερρόη  & την ανάγκη ανάδειξης της υπεροχής της λατινικής θεολογίας. Έτσι, εισάγει μιαν σχολαστική εκδοχή του (αβεροϊκού) δόγματος περί διπλής αλήθειας.

     ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΑΚΙΝΑΤΗ: Η ΥΛΟΜΟΡΦΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

Για τον Ακινάτη υπάρχει πλουραλισμός ουσιών & υποστάσεων

Το ανθρώπινο μυαλό γνωρίζει – πρώτα τα υλικά πράγματα-  μέσω των αισθήσεων. Βέβαια, βάσει του στοχασμού προβαίνει σε διακρίσεις ανάμεσα στις α) ουσιαστικές (πραγματικές) αλλαγές και β) στις φαινομενικές.

Αποδέχεται την «αριστοτελική διάκριση μεταξύ ουσιωδών & επουσιωδών χαρακτηριστικών & δέχεται τη θεωρία των αριστοτελικών κατηγοριών».

Επίσης, υιοθετεί τον αριστοτελικό υλομορφισμό και ορίζει:

Α) Άμορφη Ύλη ως καθαρή δυνατότητα – Β)  Μορφή ως πρώτη πράξη ενός φυσικού σώματος.

Και 2 μπορούν να υπάρξουν μόνο σε ταυτόχρονη συνύπαρξη

Για τον Ακινάτη, μπορούν να υπάρξουν μόνο συγκεκριμένες υπάρξεις (συνθέσεις μορφής & ύλης) & ΟΧΙ γενικές έννοιες (χρόνος, ύλη, ενέργεια) αυτονομημένες από συγκεκριμένες περιστάσεις.

Αρχή εξατομίκευσης της μορφής αποτελεί η ύλη, που προσδιορίζεται ποσοτικά χάρη στην ένωσή της με τη μορφή.

Οι αλλαγές γίνονται για κάποιο σκοπό, και κάθε αλλαγή βαίνει προς τον τελικό σκοπό (τελεολογία)

Οι αλλαγές ενυπάρχουν είτε στο δρών υποκείμενο, είτε εν δυνάμει στο αντικείμενο

Για τον Ακινάτη, ο υλομορφισμός δύναται να υπάρξει μόνο στον ορατό & σωματικό κόσμο.

Εξάλλου, η μορφή (1η πράξη) δεν ενυπάρχει στην πρώτη ύλη (δυνατότητα), αλλά η αλλαγή συνίσταται στην έλλειψη. Δηλαδή, η απουσία μιας νέας μορφής δημιουργεί συνάμα την ανάγκη της ύπαρξής της, χάρη στην επενέργεια ενός εξωτερικού παράγοντα πάνω στην πρώτη ύλη.

Αρχική μορφή: καθοριστική (προσδιοριστική της κατηγορίας & της ουσίας) κάθε πράγματος.

Υπόλοιπες μορφές: Προσωρινές.

Οντολογική ιεραρχία μορφών:

  1. Ανόργανες ουσίες
  2. μορφές φυτών
  3. μορφές μη λογικών, αλλά ικανών προς αίσθηση ζώων
  4. μορφή λογικής ψυχής του ανθρώπου
  5.     Άγγελοι (δίχως ύλη): καλύπτουν το κενό μεταξύ πεπερασμένου ανθρώπου & άπειρου Θεού
  6. Άπειρη καθαρή ενέργεια άυλου θεού.

        ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΙΙ: ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΟΥΣΙΑΣ & ΥΠΑΡΞΗΣ

Ο μη ορατός κόσμος δεν έχει υλομορφική υπόσταση

Αριστοτελική διάκριση: Δύναμης (δυνατότητας για αλλαγή) – Ενέργειας (πραγματοποίηση της δυνατότητας), εφαρμόσιμη σε ορατό & αόρατο κόσμο

Προϋποθέσεις: α) Ον εν δυνάμει μεταβλητό, β) επίδραση εξωγενούς υποκειμένου

Σε Ορατά σώματα: δυνατότητα αλλαγής στην ύλη

Σε Αγγέλους: Στο νου & θέληση, δίχως δυνατότητα απόκτησης ύλης (αλλαγής της ουσίας τους

ΚΤΙΣΤΑ-ΑΚΤΙΣΤΑ

Υλικά σώματα: Ουσία συνίσταται στη σύνθεση μορφής & ύλης

Άυλα σώματα: Ουσία, μόνο στη μορφή.

Οντολογική δυνατότητα όλων για ύπαρξη

Ύπαρξη: πραγμάτωση της δυνατότητας.

Δυνατότητα & Ενέργεια: Σε όλα τα Κτιστά

Α) Από τη στιγμή της δημιουργίας τους

Β) Ανεξάρτητα από την υλική ή μη φύση τους

Γ) Αλλαγές προκύπτουν χάρη συνδυασμού δυνάμει χαρακτηριστικών & εν ενεργεία πραγματοποιημένων.

Θεός: μόνος Άκτιστος, με μόνο ενέργεια & πλήρως πραγματοποιημένη δυνατότητα

Σε κτιστά όντα: δύναται να υπάρξει διαχωρισμός μεταξύ Ουσίας (δυνατότητας ύπαρξης) & Ύπαρξης (πραγματοποιημένης δυνατότητας)

Σε Άκτιστο Θεό: Ουσία & Ύπαρξη ταυτίζονται

Ο Ακινάτης δέχτηκε ότι κάθε πεπερασμένη ουσία μπορεί να νοηθεί χωρίς το χαρακτηριστικό της ύπαρξης. Όμως η ουσία δεν μπορεί να διαχωριστεί από την ύπαρξη του όντος που την κατέχει. 

Έμφαση στην έννοια της ύπαρξης εις βάρος της ουσιολογίας. Επηρέασε τον υπαρξισμό: η ύπαρξη καθορίζει την ουσία.

    ΟΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΘΕΟΥ.

Η επιχειρηματολογία του Ακινάτη περί ύπαρξης Θεού, στοχεύει στην αντιμετώπιση των κύριων αντιπάλων του, οι οποίοι δεν είναι άθεοι αλλά αλλόπιστοι, καθώς δεν ασπάζονταν την έννοια του Θεού όπως την έθετε η ρωμαιοκαθολική εκκλησία.

Οι 5 αποδείξεις της θεϊκής ύπαρξης έχουν σαφείς επιρροές από τους φιλοσόφους: Αλβέρτο, Άνσελμο, Αβικέννα &

ΑΝΣΕΛΜΟΣ
ΑΝΣΕΛΜΟΣ

Μαϊμονίδη.

1η Απόδειξη: ΚΙΝΗΣΗ: Αναγωγή της εν δυνάμει ενέργειας σε Ενέργεια. Όμως, προϋπόθεση της κίνησης συνιστά η παρουσία εξωγενούς παράγοντα. Βεβαία, η ύπαρξη άπειρης αλληλουχίας εξωγενών παραγόντων που επενεργούν διαδοχικά στο εν κινήσει σώμα, οδηγεί στο συμπέρασμα ύπαρξης εξωγενών παραγόντων δίχως αρχή, κάτι που αποτελεί άτοπο. Συνεπώς, το μοναδικό ον που είναι σε θέση να επιτελέσει την αρχική κίνηση είναι μόνο ο Θεός, ο οποίος αποτελεί «όλο ενέργεια» και οντολογικά δεν έχει κίνηση ο ίδιος. [Πρώτο Κινούν].

2η Απόδειξη: ΥΠΑΡΞΗ: των όντων οφείλεται σε εξωτερικό παράγοντα, διότι αν ήταν αυθύπαρκτη, θα εμφανίζονταν το λογικό άτοπο της ύπαρξης [του όντος] πριν την ύπαρξη. Συνεπώς, η αρχική αιτία της ύπαρξης είναι εξωτερική και μπορεί να είναι μόνο ο Θεός.

3η Απόδειξη: ΤΥΧΑΙΟΤΗΤΑ ΥΠΑΡΞΗΣ & ΟΧΙ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ:  Διότι στην περίπτωση της αναγκαιότητας της ύπαρξης των αισθητών όντων, αυτά δε θα άλλαζαν και θα είχαν αιώνια υπόσταση. Ωστόσο, η ύπαρξη των όντων, τουλάχιστον αναφορικά με την πρώτη τους μορφή, είναι μεταβλητή & παροδική, κάτι που καταδεικνύει την τυχαιότητα. Οπότε, οφείλουν την ύπαρξή τους σε κάποιον άλλον παράγοντα που είναι ο Θεός, καθότι είναι και το μόνο αναγκαίο ον.

4η Απόδειξη:                                                                                                                                                                                                                                      

5η Απόδειξη: ΤΕΛΕΟΛΟΓΙΚΗ: Όλα τα ανόργανα όντα αν και δίχως γνώση, συχνά αν και όχι πάντα, κινούνται προς κάποιον σκοπό. Συνεπώς, υπάρχει έλλειμμα γνώσης που να τα οδηγεί στην ικανοποίηση κάποιου σκοπού. Ο καλύτερος δυνατός σκοπός παρέχεται εξωτερικά από κάποιο σκεπτόμενο ον, δηλαδή τον ίδιο το Θεό, χάρη στην παντογνωσία Του.

Για τον Ακινάτη, η πιο σπουδαία απόδειξη είναι η πρώτη, καθότι πιο ξεκάθαρη για την κατανόηση της ύπαρξης του Θεού.

Οι τρεις πρώτες αποδείξεις, εδράζονται στην ερμηνεία των αποδείξεων της καθημερινής ζωής και χρησιμοποιούν την ίδια κατεύθυνση απόδειξης του Θεού ως αρχής των πάντων.

Η τέταρτη απόδειξη συνιστά παραλλαγή των τριών πρώτων, με έμφαση στο γλωσσικό & λογικό επίπεδο.

Η Πέμπτη απόδειξη συνιστά βασική θέση των ρωμαιο-καθολικών φιλόσοφων μέχρι και τις μέρες μας.

Λόγω της πεποίθησης των σχολαστικών της εποχής του Ακινάτη, ότι ο ανθρώπινος νους αδυνατεί να συλλάβει και να κατανοήσει την ύπαρξη του Θεού, δίχως τη χρήση των εμπειρικών δεδομένων, στις απαντήσεις δίνεται έμφαση σε αισθητηριακές και παρατηρησιακές παραμέτρους.

    ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ & ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΑ Ή ΓΝΩΣΙΟΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΑΚΙΝΑΤΗ

Για τον Ακινάτη, ο άνθρωπος αποτελεί σύνθεση Ψυχής & Σώματος (υλομορφισμός). Η λογική Ψυχή αποτελεί

ΑΒΙΚΕΝΝΑΣ.
ΑΒΙΚΕΝΝΑΣ.

συγκεκριμένη υποστατική μορφή και ενώνεται με την πρώτη ύλη δημιουργώντας το ανθρώπινο σώμα.

Η υποστατική μορφή είναι μία, και ο άνθρωπος αποτελεί ένωση ψυχής & σώματος κι όχι κάθε ιδιότητα ξεχωριστά.

Ανθρώπινη ψυχή & υποστατική μορφή δίνουν στον κάθε άνθρωπο τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του: αισθαντικές, αναπτυξιακές & λογικές λειτουργίες του σώματός του.

Ο Ακινάτης αναβαθμίζει τη λειτουργία του σώματος, το οποίο δεν αποτελεί φυλακή της ψυχής όπως στην πλατωνική θεωρία, αλλά απαραίτητο συστατικό για την μέγιστη δυνατή αξιοποίηση των λειτουργιών και των ικανοτήτων της ψυχής. Μόνο χάρη στο σώμα μπορεί η ψυχή να έρθει σε επαφή με τον κόσμο και να ενεργοποιηθούν οι αισθαντικές της δυνατότητες. Συνεπώς, ο λόγος ύπαρξης του σώματος είναι η ενεργοποίηση της υποστατικής μορφής σε συμφωνία με τη φύση.

Αυτές οι ικανότητες διακρίνονται σε αισθαντικές, αναπτυξιακές & λογικές ή νοητικές δυνάμεις.

Οι αισθαντικές ικανότητες χρειάζονται το σώμα για να πραγματοποιηθούν και συνεπώς, μετά θάνατον, εμπίπτουν σε μια λανθάνουσα κατάσταση, αναμένοντας την επαναδραστηριοποίησή τους κατά την τελική ανάσταση.

Στις λογικές ικανότητες, η λειτουργία τους παραμένει αναλλοίωτη και μετά θάνατον.

Βοηθητικές δυνάμεις για τη λειτουργία των τριών βασικών αποτελούν κάποιες δευτερεύουσες, όπως: της κίνησης (πηγαίνουμε προς κάποιο επιθυμητό αντικείμενο), της επιθυμίας (μετατροπή ενός αντικειμένου σε αυτοσκοπό και όχι σε μέσο προς επίτευξη άλλου σκοπού).

Η εσωτερική ζωή του ανθρώπου συνιστά μια διαρκή αλληλεπίδραση των τριών βασικών επιπέδων της ψυχής: αναπτυξιακού (δυνάμεις τροφής, ανάπτυξης, αναπαραγωγής), αισθαντικού (εξωτερικές & εσωτερικές αισθήσεις, δυνάμεις κίνησης & επιθυμίας), λογικού ή νοητικού (παθητικός & ενεργητικός νους, βούληση).

Η ιεράρχηση & κατηγοριοποίηση των δυνάμεων αναφορικά με το αντικείμενο ενεργοποίησής τους εξηγούν τις ανθρώπινες πράξεις στην ανθρωπολογία & την ψυχολογία του Ακινάτη.

ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ

Η θεωρία του καλού μας κατευθύνει στη ζωή και η επιθυμία καθορίζεται από το καλό που θέλει να αποκτήσει ο άνθρωπος.

Καθοριστικής σημασίας για την κατεύθυνση προς το καλό, είναι η ανθρώπινη βούληση που διακρίνεται σε ελεύθερη (ελεύθερη επιλογή των μέσων) και μη ελεύθερη (έλλειψη ελευθερίας ως προς την επιλογή των μέσων).

Η ελευθερία βούλησης εξαρτάται από την επιλογή των μέσων, και συνεπώς συνδέεται άμεσα με την λογική ικανότητα της ανθρώπινης ψυχής

Η ελεύθερη επιλογή των μέσων για την επίτευξη του καλού, προϋποθέτει την αξιοποίηση της δυνατότητας για ελεύθερη βούληση.

Στις περιπτώσεις που άνθρωπος δεν μπορεί να επιλέξει ελεύθερα τα μέσα, όπως υπό την επήρεια μέθης, φαρμακευτικών ουσιών ή εξαρτητικών τρόπων συμπεριφοράς, η ελευθερία επιλογής προκύπτει από την πρώτη φορά που επέλεξε στο παρελθόν τη χρήση τέτοιων μέσων.

Για τον Ακινάτη υπάρχει διάκριση μεταξύ εφικτής ελευθερίας της βούλησης και ανέφικτης ελευθερίας επιλογής των σκοπών.

Αν και υπάρχει στην ανθρώπινη βούληση ροπή προς την κατεύθυνση του γενικού καλού, δεν υπάρχει λογική ή άλλη αναγκαιότητα στη σύνδεση των μέσων για την επίτευξη κάποιου σκοπού.

Συνεπώς, η ελευθερία συνίσταται στην επιλογή των μέσων και όχι της επιλογής του σκοπού.

Ο πάγιος σκοπός της βούλησης είναι μόνο το καλό.

Οπότε ο σκοπός του κακού προκύπτει από την έλλειψη συνειδητοποίησης ότι αυτό δεν αποτελεί το καλό. (Ακούσια επιλογή του κακού-Σωκράτης).

Πάγια επιδίωξη των ανθρώπων αποτελεί η Ευδαιμονία, η οποία πραγματώνεται μόνο κοντά στο Θεό

Ωστόσο, η αδυναμία διάκρισης μεταξύ των πράξεων που ως μέσα οδηγούν στον σκοπό της  ευδαιμονίας και η αδυναμία προσανατολισμού στην προσπάθεια προσέγγισης του θεού, αποτελούν τους λόγους της αμαρτίας με συνέπεια τη δυστυχία, καθότι δε χρησιμοποιούμε ορθά την ελευθερία βούλησης.

ΣΧΕΣΗ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ & ΠΑΘΗΤΙΚΟΥ ΝΟΥ.

Για τον Ακινάτη, σε διαφωνία με τον Αβερρόη, ο ανθρώπινος νους αποτελεί «μέρος» (τμήμα) της ψυχής και οι δυο τους δεν έχουν διαφορετική υπόσταση.

Έτσι ο Ακινάτης απορρίπτει τις εξής θέσεις του Αβερρόη:

Α) ο νους αποτελεί ξεχωριστή υπόσταση ή ουσία σε ιδιαίτερη σύνδεση ή σχέση με την ψυχή.

Β) Ο νους είναι ίδιος για όλους τους ανθρώπους.

Γ) Ο νους επιζεί μετά το θάνατο.

Διότι, αν τις δεχτούμε σημαίνει πως απορρίπτουμε το δόγμα περί προσωπικής ψυχής & αθανασίας της.

ΘΕΣΕΙΣ ΑΚΙΝΑΤΗ ΠΕΡΙ ΑΘΑΝΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ:

Α) η ψυχή ως μορφή του σώματος πολλαπλασιάζεται όπως το ίδιο συμβαίνει και με τα σώματα

Β) δεν υπάρχει κοινή ψυχή (μονοψυχισμός) για όλους τους ανθρώπους

Γ)υπάρχει ξεχωριστή & αθάνατη ψυχή για κάθε άνθρωπο, και όλες δημιουργούνται από το Θεό.

Συνέπεια της αθανασίας της προσωπικής ψυχής, αποτελεί η διαφορά των μερών της ψυχής ανάμεσα σε διαφορετικούς ανθρώπους. Απόδειξη του προηγούμενου αποτελεί για τον Ακινάτη, η διαφορετικότητα του τρόπου σκέψης μεταξύ των ανθρώπων.

ΑΒΕΡΡΟΗΣ.
ΑΒΕΡΡΟΗΣ. ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΡΑΒΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΑΙΩΝΑ

Τα επιχειρήματα του Ακινάτη ενάντια στη θεωρία του μονοψυχισμού του Αβερρόη έχουν ως εξής:

Α) Η αποδοχή της θέσης, ότι η ψυχή ή τμήματά της είναι κοινά σε όλους τους ανθρώπους, ακυρώνει κάθε έννοια μετά θάνατον ανταμοιβής της ψυχής, καθότι η αθανασία ενός κοινού νου δεν επιτρέπει τον επιμερισμό των πράξεων των ξεχωριστών ανθρώπων, ώστε να ανταμειφθούν ή να τιμωρηθούν γι’ αυτές.

Β) Η αποδοχή της θέσης για κοινή κτήση του ενεργητικού νου απ’ όλους τους ανθρώπους, επιβάλει την εγκατάλειψη της (περιορισμένης) ελευθερίας βούλησης της θεωρίας του Ακινάτη.

Γ) Η αποδοχή της θέσης ότι ο παθητικός νους είναι κοινός σε όλους τους ανθρώπους, προϋποθέτει την εγκατάλειψη της αριστοτελικής θέσης, ότι η ψυχή αποτελεί τη μορφή του σώματος (κοινός παθητικός νους-κοινό σώμα)

Δ) Η αποδοχή της θέσης πως ενεργητικός & παθητικός νους αποτελούν ξεχωριστές ουσίες ή υποστάσεις ή ξεχωριστά και ανεξάρτητα μέρη της ψυχής, έχει ως προέκταση ότι τα αισθητηριακά δεδομένα είναι περιττά. Εφόσον έτσι, ο ενεργητικός νους θα συνέθετε αενάως και ο παθητικός θα δέχονταν για όλους τους ανθρώπους, δίχως την ανάγκη της ανθρώπινης επικοινωνίας με το περιβάλλον.

Η έμφαση του Ακινάτη δίνεται στη συστηματικότητα μιας θεωρίας του ανθρώπου & στην επιστημολογική σημασία των άμεσων δεδομένων των αισθήσεων..

Για τον Ακινάτη, η ψυχή αποτελεί  tabula rasa. Τα δεδομένα του νου δημιουργούνται εκ του μηδενός χάρη στην αισθητηριακή εμπειρία

Ο Ακινάτης αποφεύγει τόσο τον ιδεαλισμό, όσο και τον αφελή ρεαλισμό στην επιστημολογία του, χάρη στην ακόλουθη θεωρία του για την καθημερινή αντίληψη του κόσμου:

Α) Τα υλικά σώματα επενεργούν στις ανθρώπινες αισθήσεις

Β)Οι αισθήσεις αντιλαμβάνονται μόνο συγκεκριμένα δεδομένα του κόσμου & επιμέρους έννοιες.

Γ) Στη φαντασία δημιουργείται ένα φάντασμα ή εικόνα, το οποίο αναπαριστά το συγκεκριμένο υλικό σώμα που εκλαμβάνουν οι αισθήσεις.

Δ) Ο ενεργητικός νους επιδρά αφαιρετικά πάνω στο φάντασμα και το αναλύει με την αρωγή κατηγοριοποιημένων γενικών & καθολικών εννοιών.

Ε) Ο ενεργητικός νους επιδρά ακολούθως στον παθητικό νου και «τυπώνει» σ’ αυτόν γενικές ιδέες που δημιούργησε από τα αισθητηριακά δεδομένα

Στ) Ο παθητικός νους αντιδρά στην επίδραση του ενεργητικού νου, καθώς μορφοποιεί την πλήρη γενική ή καθολική έννοια.

Για τον Ακινάτη, οι αισθήσεις αντιλαμβάνονται συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του αντικειμένου τους, ενώ ο νους την ουσία του.

Οι καθολικές ή οι συγκεκριμένες έννοιες και τα χαρακτηριστικά των δεδομένων των αισθήσεων, αποτελούν απλά μέσα της νόησης και όχι τη νόηση καθαυτή.

Ο ανθρώπινος νους έχει ως αντικείμενα τις καθολικές έννοιες που δημιούργησε ο ενεργητικός νους, αλλά δεν εξαντλείται υποστατικά στη δημιουργία τους. Επιπλέον, δύναται να ανάγει τις πλήρεις καθολικές έννοιες ως αντικείμενα.

Ο Ακινάτης πρώτος μελέτησε & κατέγραψε συστηματικά τη ζωή της ανθρώπινης συνείδησης ορίζοντας ως κύριο χαρακτηριστικό την ιδιότητα της αναφορικότητας ή προσθετικότητας (intentinalitas). Δηλαδή, η συνείδηση μπορεί να θέτει ως αντικείμενά της εκτός από τα δεδομένα των αισθήσεων και τις έννοιες τις οποίες χειρίζεται στη νόηση της πραγματικότητας.

       Η ΗΘΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΑΚΙΝΑΤΗ 

Σκοπός της ζωής και επίτευξη της ανθρώπινης ολοκλήρωσης, κατά την ηθική του Ακινάτη, συνιστά η ευδαιμονία, η οποία επιτυγχάνεται μέσω των ηθικών πράξεων.

Τόσο η ολοκλήρωση, όσο και ο σκοπός της ζωής, δύναται να κατορθωθούν μέσω των ηθικών ανθρώπινων πράξεων που κινούνται προς το Θεό.

Η τελεολογική & ευδαιμονική ηθική του Ακινάτη βρίσκεται σε συμφωνία με εκείνη του Αριστοτέλη, αλλά διαφέρουν ως προς τον ορισμό της έννοιας της ευδαιμονίας. Για τον Αριστοτέλη σήμαινε τη γνώση του τρόπου λειτουργίας του κόσμου, ενώ για τον Ακινάτη τη θέαση του Θεού, του Απόλυτου Αγαθού.

Για τον Ακινάτη η ευδαιμονία χωρίζεται σε 2 είδη:

Α) την εν ζωή που συναρτάται με τις ελεύθερες πράξεις προς την κατεύθυνση της φυσικής γνώσης του Θεού (Φυσική Θεολογία) και τα έργα αγάπης προς το Θεό (ατελής ευδαιμονία)

Β) τη μετά θάνατον, χάρη στη θέαση του ίδιου του Θεού (τέλεια ευδαιμονία)

Ανάμεσα στα 2 είδη ευδαιμονίας  υπάρχει συσχέτιση & αλληλεξάρτηση, καθώς η τέλεια ευδαιμονία αποτελεί φυσική συνέχεια & αποτέλεσμα της ατελούς.

Επιπλέον, ο άνθρωπος επιδιώκει τον τελικό σκοπό της ευδαιμονίας, λόγω της φύσης του. Η ανθρώπινη βούληση αποτελεί μια κίνηση προς την επίτευξη του γενικού αγαθού.

Ωστόσο, η ατελής ευδαιμονία επιτυγχάνεται φυσικά, χάρη στις δυνάμεις του ανθρώπου, η κατάκτηση της τέλειας ευδαιμονίας προϋποθέτει την θεϊκή παρέμβαση και χάρη.

Στο ηθικό σύστημα του Ακινάτη, οι ανθρώπινες πράξεις που ενέχουν πρόθεση διακρίνονται σε ηθικές (αγαθές) & ανήθικές (κακές). Επιπλέον, όσες πράξεις ενέχουν πρόθεση και είναι λογικά σχεδιασμένες και κατορθωμένες για την επίτευξη του τελικού σκοπού της ευδαιμονίας είναι καλές, ενώ οι υπόλοιπες είναι κακές.

Οι ακούσιες πράξεις, δεν εμπίπτουν στον άξονα της ηθικής.

Συνάμα, ο άνθρωπος έχει την ευθύνη όλων των εκούσιων πράξεών του (εμπρόθετων), ακόμα κι αν αυτές οφείλονται σε βαθιά ριζωμένες συνήθειες, τις οποίες δύσκολα μπορεί να ελέγξει.

Σε συμφωνία με τον Αριστοτέλη, ο Ακινάτης θεωρεί πως οι συνήθειες του ανθρώπου, για τις οποίες φέρει και την

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

ολοκληρωτική ευθύνη, αποτελούν τις ανθρώπινες αρετές (και τις κακίες).

Έτσι, το ηθικά καλό βρίσκεται σε σύνδεση με το Θεό και χαρακτηρίζεται ως θετικό & πλήρες ως προς την ύπαρξή του.

Ωστόσο, δεν συμβαίνει το ίδιο και με το κακό, το οποίο δεν είναι αυτοτελές και αποτελεί  την έλλειψη καλού.

Συνεπώς, το κακό δεν κατέχει ξεχωριστή οντότητα και γι’ αυτό η τέλεσή του γίνεται λόγω άγνοιας και όχι από βούληση.

Πάλι σε ταύτιση με τις αριστοτελικές αρχές, ο Ακινάτης θεωρεί πως η ουσία της ηθικής ζωής εμπεριέχεται στο ρόλο της μεστότητας, σχετικά με τα ανθρώπινα πάθη. Έτσι, αμετροεπής χρήση της λογικής ή η έλλειψή της οδηγεί στην κακία, ενώ στη μέση λύση εδράζεται ο ενάρετος βίος.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η θεωρία του Ακινάτη δεν εξοβελίζει τα πάθη και αναγνωρίζει τη σχόλη, αποφεύγοντας στατικές αντιλήψεις, χάρη στο ρόλο που κατέχει η λογική στον ανθρώπινο βίο.

Η φυσιοκρατία του Ακινάτη, επίσης ακολουθεί τις αρχές του Αριστοτέλη, θεωρώντας πως με τη χρήση της λογικής, ο άνθρωπος οφείλει να βρει το μέσο για την κατάκτηση της αρετής & της ευδαιμονίας.

Έτσι, η λογική πράξη δεν είναι ενάντια στη φύση, διότι ακριβώς η ανθρώπινη φύση είναι αυτή που επιδιώκει την ηθική ζωή και την ευδαιμονία.

Θεμέλιο και προϋπόθεση δηλαδή του ηθικού νόμου, αποτελεί ο φυσικός νόμος και οδηγός στην εξεύρεσή του αποτελεί χρήση της λογικής.

Η συνεχόμενη αλληλεξάρτηση και η αλληλεπίδραση, στις οποίες βρίσκονται ηθικός & φυσικός νόμος αποτελεί εχέγγυο για την αποφυγή υπερβολικής χρήσης της λογικής.

Βολταίρος
Βολταίρος

Ωστόσο επειδή ακριβώς ο φυσικός νόμος είναι ένας για όλες τις εποχές, έτσι ακριβώς οφείλει να είναι και ο ηθικός.

Η μόνη αλλαγή που γίνεται δεκτή είναι εκείνη των περιστάσεων που εφαρμόζονται οι κανόνες ηθικής, στις διαφορετικές εποχές ή μεταξύ ξεχωριστών πολιτισμών. Επουδενί όμως η εφαρμογή των ηθικών κανόνων πρέπει να είναι αντίθετη με το πνεύμα και τη λογική του ηθικού νόμου που τους επιβάλλει.

Ειδικότερα, ο νόμος που δεν επιδέχεται καμία αλλαγή («ακόμα και στις συγκεκριμένες περιστάσεις εφαρμογής του») είναι ο θεϊκός ή υπερβατικός νόμος

Ο θεϊκός ή υπερβατικός νόμος αποτελεί τον οδηγό, αφενός για τον φυσικό νόμο (ο Θεός γνωρίζει απόλυτα την ανθρώπινη φύση, λόγω δημιουργίας), αφετέρου για τον ηθικό νόμο (ο Θεός είναι απόλυτος γνώστης των γενικών & συγκεκριμένων συνθηκών των ηθικών πράξεών μας).

Επιπλέον, ο θεϊκός νόμος αρχικά δόθηκε στον άνθρωπο, κατά την περίοδο της Παλαιάς Διαθήκης, ώστε να οδηγήσει τον άνθρωπο στο φυσικό νόμο, αλλά τη μετά Χριστό εποχή έχει το ρόλο της καθοδήγησης του ανθρώπου στην υπερβατική πορεία του και στην «εκδήλωση της αληθινά φυσικής επιθυμίας του για την ένωση με το Θεό.

Οπότε, στο ηθικό σύστημα του Ακινάτη, ο θεϊκός νόμος διασφαλίζει από αποκλίσεις και τριβές μεταξύ φυσικού & ηθικού νόμου.

Ο θεϊκός κατέχει ανώτερη και  πρωτεύουσα θέση συγκριτικά με τους άλλους δύο, και αποτελεί αρωγό και οδηγό στην επίτευξη του τελικού σκοπού που αποτελεί η τέλεια ευδαιμονία στη θέαση του ίδιου του Θεού.

   Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΑΚΙΝΑΤΗ

Οι 2 κυρίαρχες πολιτικές αντιλήψεις την εποχή του Ακινάτη ήταν:

Α) η αριστοτελική, που προωθούσε το διαχωρισμό της κοσμικής εξουσίας από την εκκλησία

Β) Αυγουστίνειος νεοπλατωνισμός, που πρέσβευε την υποταγή της κοσμικής εξουσίας στις θελήσεις της εκκλησίας.

Ανάμεσα στις 2 παραπάνω αντιλήψεις, υπήρχε η μειοψηφική και εξισορροπητική βασισμένη στην παράδοση των Δύο Σπαθιών. Η συγκεκριμένη παράδοση ευνοούσε την ιδέα της ισότιμης συνύπαρξης των 2 εξουσιών για το κοινωνικό καλό. Μειονέκτημά της αποτελούσε η αδυναμία άρθρωσης συγκεκριμένης συνεκτικής πολιτικής πρότασης

Για τον Ακινάτη, η κοσμική εξουσία κατέχει το ρόλο ενός φυσικού θεσμού όπως η οικογένεια.

Εδράζεται στην αντίληψη περί ανθρώπινης φύσης και κοινωνικής & πολιτικής προδιάθεσης του ανθρώπου.

Για τον Ακινάτη, ο άνθρωπος αποτελεί τόσο κοινωνικό όσο και πολιτικό ον, που στηρίζεται στην κοινωνική του οργάνωση για την προστασία του, την κάλυψη των βιοτικών του αναγκών και την επίτευξη της ευδαιμονίας.

Η ανθρώπινη ικανότητα προς κοινωνικά και πολιτικά επιτεύγματα καταδεικνύεται από την έφεση του ανθρώπου στην επικοινωνία και στο χάρισμά του να εκφράζεται λογικά.

Ωστόσο, η φυσική τάση για πολιτική συγκρότηση, συνοδεύεται και από το φυσικό θεσμό της διακυβέρνησης, ώστε χάρη στην καθοδήγηση της να αποφεύγεται η ροπή της ανθρώπινης πολιτικής προδιάθεσης προς αυτοκαταστροφική συμπεριφορά.

Στην πολιτική θεωρία του Ακινάτη, βασικός σκοπός του κράτους οφείλει να είναι το κοινό καλό των πολιτών. Για την επιτυχία αυτού του στόχου προϋποθέσεις αποτελούν:

Α) Ύπαρξη κλίματος ειρήνης εντός των ορίων του κράτους

Β)Οι δραστηριότητες των πολιτών να κατευθύνονται προς το κοινό όφελος

Γ) να διασφαλίζονται τα απαραίτητα υλικά αγαθά που καθιστούν άνετη την επιβίωση των πολιτών

Για την επίτευξη των παραπάνω, η κοσμική εξουσία έχει ως όπλα τον στρατό & την δικαστική εξουσία

Τη θεωρία του Ακινάτη προφυλάσει από τον απολυταρχισμό, η ανάπτυξη των θέσεών του κυρίως για τις σχέσεις α) πολιτικής & εκκλησιαστικής εξουσίας και β) πολιτικής & δικαστικής εξουσίας.

Για τον Ακινάτη η εκκλησιαστική εξουσία είναι ανώτερη της πολιτικής, λόγω της διαφορετικότητάς της και του ανώτερου σκοπού της. Αυτό όμως δε σημαίνει πως οι 2 είναι αντίθετες μεταξύ τους.

Η κρατική εξουσία αποσκοπεί: στο καλό των πολιτών και στην επίτευξη της ατελούς ευδαιμονίας.

Η εκκλησιαστική εξουσία αποσκοπεί στην τέλεια ευδαιμονία, μετά θάνατον.

Γι’ αυτό είναι ανώτερη και οφείλει να καθοδηγεί εμμέσως (με τη δημιουργία ηθικών προδιαθέσεων) την κρατική, ώστε η τελευταία να μην γίνεται καταπιεστική και τυραννική

Για τον Ακινάτη υπάρχουν 4 είδη νόμου:

  1. Αιώνιος νόμος
  2. Φυσικός νόμος
  3. Θεϊκός θετός νόμος
  4. Ανθρώπινος θετός νόμος

Τα 2 πρώτα είδη είναι θεϊκά δημιουργήματα και ως τέτοια μόνο ο Θεός τα γνωρίζει απόλυτα

ΤΖ. ΛΟΚ
ΤΖ. ΛΟΚ

Ο 3ος νόμος είναι αυτός που αποκάλυψε ο Θεός στους ανθρώπους 9ατελώς στην Παλαιά & τέλεια στην Καινή Διαθήκη).

Ο 4ος νόμος δημιουργείται από τους άρχοντες της πολιτικής & δικαστικής εξουσίας. Στόχο του αποτελεί η εφαρμογή του φυσικού νόμου σε συγκεκριμένες περιστάσεις και η εγγύηση της τήρησής του (με απαγορεύσεις και τιμωρίες).

Έτσι αν ένας ανθρώπινος νόμος αντιβαίνει το θεϊκό θετό ή τον φυσικό νόμο είναι διεστραμμένος, και ο υπήκοος δύναται να μην τον ακολουθήσει.

Κατά συνέπεια, ο πολιτικός άρχοντας οφείλει να σέβεται το θεϊκό & φυσικό νόμο και να δημιουργεί τον κατάλληλο θετό νόμο, για να μην οδηγεί τους πολίτες σε εξέγερση.

Η θεωρία επέδρασε στην ενίσχυση του αισθήματος δικαίου κατά τον ύστερο Μεσαίωνα και ώθησε στη δημιουργία σχολής πολιτικής θεωρίας για τη δίκαιη χρήση της πολιτικής εξουσίας.

ΡΟΥΣΣΩ
ΡΟΥΣΣΩ

      Επηρέασε: Λοκ, Βολταίρο, Ρουσσώ, θεωρητικούς της Γαλλικής Επανάστασης

   Αν και με τελεολογική & ωφελιμιστική έμπνευση, έθεσε νομικούς & ηθικούς φραγμούς στην πολιτική εξουσία και την έκανε να σεβαστεί την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την ελευθερία του υπήκοου-πολίτη.

ΠΗΓΕΣ

1.      Αθανασόπουλος Κ, Η φιλοσοφία στην Ευρώπη από τον 6ο έως τον 16ο αιώνα, Εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 22008

                                                      2.      Ασημακόπουλος Μ.- Τσιαντούλας Α., Οι Επιστήμες της φύσης και του ανθρώπου στην Ευρώπη τ.Α, Εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 2001.

3.      Lindberg D., Οι απαρχές της Δυτικής Επιστήμης, Εκδ. Ε.Μ.Π, μτφρ. Η. Μαρκολέφας, Αθήνα2 1997.

ΕΥΡΩΠΗ: ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ-ΦΥΣΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ-ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ κ ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑ-ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ

Η ΦΥΣΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

ΒΙΟΣ & ΕΡΓΑ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Αντιμετώπισε συστηματικά και περιεκτικά όλα τα σημαντικά φιλοσοφικά ζητήματα της εποχής του. Από τις πάνω από 150 πραγματείες του σώζονται περίπου 30.  Παρέδωσε ένα φιλοσοφικό σύστημα συγκλονιστικής δύναμης και εύρους.

ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ & ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑ

Τα αισθητά αντικείμενα έχουν αυτόνομη ύπαρξη, γιατί απ’ αυτά αποτελείται ο πραγματικός κόσμος. οι ιδιότητες εκπορεύονται από το ίδιο το αντικείμενο, ενώ αποκτούν το νόημά τους μόνο σε σχέση με το ίδιο. Συνεπώς, ενδεχόμενη ανεξάρτητη ύπαρξη των ιδιοτήτων θα έχανε το νόημά της. (69-70)

Τα αντικείμενα αποτελούν ένωση δύο διακριτών αλλά αδιαίρετων επιπέδων (κατηγοριών):

Μορφή: που φέρει τις ιδιότητες του αντικειμένου

Ύλη: αποτελεί το υλικό υπόβαθρο που κατέχει συγκεκριμένες ιδιότητες. (70)

Η διαδικασία απόκτησης της γνώσης ακολουθεί τρία στάδια:

1. Αφετηρία αποτελεί η Αισθητηριακή Εμπειρία

2. Προϊόν της επανάληψης της προηγούμενης είναι η Μνήμη

3. Τέλος, ακολουθεί η Ενορατική Σύλληψη των καθολικών χαρακτηριστικών των πραγμάτων

Η Γνώση ξεκινά από την εμπειρία 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ —-ΕΠΑΓΩΓΗ—-> ΝΟΜΟΣ ή ΘΕΩΡΙΑ —-ΠΑΡΑΓΩΓΗ—-> ΕΞΗΓΗΣΕΙΣ-ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ 

ΦΥΣΗ & ΜΕΤΑΒΟΛΗ

Αφετηρία αποτελεί η υπόθεση ότι η μεταβολή είναι πραγματική.

Η Μεταβολή λαμβάνει χώρα μόνο στο επίπεδο της Μορφής, ενώ η Ύλη παραμένει σταθερή.

Επιπλέον, η Μορφή μεταβάλλεται χάρη στην ύπαρξη του δίπολου: Μορφής προς Επίτευξη – Απουσίας Μορφής προς Επίτευξη.

Η μεταβολή έχει πάντα καθορισμένο τέλος.

Καθοριστική παράμετρος είναι πως η μεταβολή δεν λαμβάνει χώρα στον άξονα Μη Είναι – Είναι, αλλά στον άξονα Είναι δυνάμει – Είναι ενέργεια.

Έτσι απεμπλέκεται από την ένσταση του Παρμενίδη πως το τίποτα παράγει τίποτα, χάρη στην επινόηση μιας εναλλακτικής κατηγορίας.

Πηγή της Μεταβολής: Η Φύση του αντικειμένου.

Κάθε μεταβολή μπορεί να αναχθεί στη φύση του αντικειμένου.

Η φύση σύνθετων οργανισμών δεν προκύπτει από άθροιση ή μείξη των φύσεων των επιμέρους αντικειμένων αλλά έχει δική του ενική φύση ως ενοποιημένο όλο.

ΤΑ 4 ΑΙΤΙΑ ΜΕΤΑΒΟΛΗΣ:

1. ΕΙΔΙΚΟ: Η μορφή που προσλαμβάνει το αντικείμενο

2. ΥΛΙΚΟ: Η σταθερή ύλη στη μορφή της οποίας πραγματοποιείται η μεταβολή.

3. ΠΟΙΗΤΙΚΟ: Ο φορέας της δράσης που επιφέρει τη μεταβολή

4. ΤΕΛΙΚΟ: Ο σκοπός για τον οποίο πραγματοποιείται η μεταβολή

Ο σκοπός και η λειτουργία πολλών πραγμάτων είναι απαραίτητη για την κατανόησή τους.

Κατά συνέπεια το Τελικό Αίτιο έχει προτεραιότητα έναντι του Υλικού

Ο Κόσμος είναι εύτακτος, οργανωμένος, κόσμος σκοπιμότητας, τα αντικείμενα του οποίου συμπεριφέρνονται προβλέψιμα λόγω της Φύσης τους.

Η έμφαση στη λειτουργική εξήγηση, στην οποία οδηγεί η τελεολογία του Αριστοτέλη, απέκτησε θεμελιώδη χαρακτήρα για όλες τις επιστήμες και παραμένει ακόμα και σήμερα κυρίαρχος τρόπος εξήγησης στις βιολογικές επιστήμες.

ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ

Αρχή: το σύμπαν είναι αιώνιο και συνεπώς δεν υπάρχει αφετηριακή στιγμή δημιουργίας του. [Συνεπής με την πεποίθηση ύπαρξης των μεταβολών στον άξονα Είναι δύναμη- Είναι Ενέργεια].

Το Σύμπαν χωρισμένο σε δύο περιοχές:

1. ΥΠΟΣΕΛΗΝΕΙΑ: Κάτω από την τροχιά της Σελήνης. Αποτελεί την κατώτερη περιοχή στην οποία λαμβάνουν χώρα τα φαινόμενα της γέννησης, της φθοράς και των μεταβολών.

2. ΥΠΕΡΣΕΛΗΝΕΙΑ: Πάνω από την τροχιά της Σελήνης. Αποτελεί την ανώτερη ουράνια περιοχή των αιώνια αμετάβλητων κύκλων. Η σύστασή τους αποτελείται από το αναλλοίωτο πέμπτο στοιχείο, τον Αιθέρα (πεμπτουσία). Ενώ δεν υπάρχει κενό (πλήρης αιθέρα).

Τα 4 θεμελιώδη στοιχεία της Υποσελήνειας περιοχής είναι: Γη, νερό, φωτιά, αέρας.

Αυτά μπορούν να αναχθούν σε αισθητές ιδιότητες. Αποφασιστικής σημασίας είναι τα ζεύγη: Θερμό-Ψυχρό & Υγρό-Ξηρό.

Οι διάφορες ουσίες που αποτελούν τον κόσμο τον γεμίζουν πλήρως, χωρίς να αφήνουν καθόλου κενό.

Επιπλέον 2 στοιχεία είναι βαριά (νερό, γη) και 2 ελαφρά (αέρας, φωτιά).

Τα βαριά κατευθύνονται προς το κέντρο του σύμπαντος και τα ελαφρά ανεβαίνουν προς την περιφέρεια (λόγω της φύσης τους).

ΕΠΙΓΕΙΑ & ΟΥΡΑΝΙΑ ΚΙΝΗΣΗ

2 βασικές αρχές:

1η η κίνηση δεν είναι ποτέ αυθόρμητη. Για κάθε κίνηση απαραίτητη προϋπόθεση η ύπαρξη του κινούντος

2η 2 είδη κίνησης: 1. Φυσική – 2. Εξαναγκασμένη ή Βίαιη

Στη Φυσική, η φύση του σώματος αποτελεί το Κινούν. (Στα ανάμεικτα η διεύθυνση καθορίζεται από την αναλογία των επιμέρους στοιχείων)

Στην εξαναγκασμένη, το ρόλο του κινούντος έχει η δύναμη που ασκείται. Όταν δε αυτή σταματά να επενεργεί, η

ΠΛΑΤΩΝΑΣ κ' ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ.
ΠΛΑΤΩΝΑΣ κ’ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ.

κίνηση συνεχίζεται γιατί το Μέσο παίρνει το ρόλο του κινούντος.

Κίνηση εξαρτάται από δύναμη & αντίσταση. [t = Δ/Α] (84)

Στην Υπερσελήνεια: Η τελειότερη μορφή κίνησης, δηλαδή η συνεχής, ομαλή, κυκλική, καθώς λόγω απουσίας αντίθετου του αιθέρα στοιχείου δεν επιδέχεται ποιοτική αλλαγή.

Οι Απλανείς αστέρες κινούνται ομαλά, σα να είναι στερεωμένοι σε ομαλά περιστρεφόμενη σφαίρα.

Οι 7 Πλανώμενοι ή Πλανήτες: εκτελούν πιο πολύπλοκη κίνηση που όμως είναι συμβατή με την ομαλή κυκλική κίνηση του ουρανού.

Αίτιο κίνησης στον Ουρανό: Η επιθυμία των ουράνιων σφαιρών να μιμηθούν την τελειότητα του Δημιουργού αποτελεί το Πρώτο Κινούν ως τελικό αίτιο.

ΠΗΓΗ

1.       Lindberg D., Οι απαρχές της Δυτικής Επιστήμης, Εκδ. Ε.Μ.Π, μτφρ. Η. Μαρκολέφας, Αθήνα2 1997.

ΕΥΡΩΠΗ: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: ΦΥΣΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ/ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ κ’ ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑ/ ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ/ΒΙΟΛΟΓΙΑ/ΦΥΣΙΚΗ-ΚΙΝΗΣΗ

Η ΦΥΣΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

ΒΙΟΣ & ΕΡΓΑ

ΠΡΟΤΟΜΗ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ. ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΜΕΓΑΛΟΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ, ΑΣΧΟΛΗΘΗΚΕ κ' με ΠΕΔΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ ΈΩΣ ΤΗ ΒΟΤΑΝΟΛΟΓΙΑ, ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΝΑ ΚΕΡΔΙΣΕΙ ΕΠΑΞΙΑ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΟΝΑ
ΠΡΟΤΟΜΗ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ. ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΜΕΓΑΛΟΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ, ΑΣΧΟΛΗΘΗΚΕ κ’ με ΠΕΔΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ ΈΩΣ ΤΗ ΒΟΤΑΝΟΛΟΓΙΑ, ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΝΑ ΚΕΡΔΙΣΕΙ ΕΠΑΞΙΑ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΟΝΑ

Αντιμετώπισε συστηματικά και περιεκτικά όλα τα σημαντικά φιλοσοφικά ζητήματα της εποχής του. Από τις πάνω από 150 πραγματείες του σώζονται περίπου 30. Παρέδωσε ένα φιλοσοφικό σύστημα συγκλονιστικής δύναμης και εύρους.

ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ & ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑ

Τα αισθητά αντικείμενα έχουν αυτόνομη ύπαρξη, γιατί απ’ αυτά αποτελείται ο πραγματικός κόσμος. οι ιδιότητες εκπορεύονται από το ίδιο το αντικείμενο, ενώ αποκτούν το νόημά τους μόνο σε σχέση με το ίδιο. Συνεπώς, ενδεχόμενη ανεξάρτητη ύπαρξη των ιδιοτήτων θα έχανε το νόημά της.

Τα αντικείμενα αποτελούν ένωση δύο διακριτών αλλά αδιαίρετων επιπέδων (κατηγοριών):

Μορφή: που φέρει τις ιδιότητες του αντικειμένου

Ύλη: αποτελεί το υλικό υπόβαθρο που κατέχει συγκεκριμένες ιδιότητες.

Η διαδικασία απόκτησης της γνώσης ακολουθεί τρία στάδια:

1. Αφετηρία αποτελεί η Αισθητηριακή Εμπειρία

2. Προϊόν της επανάληψης της προηγούμενης είναι η Μνήμη

3. Τέλος, ακολουθεί η Ενορατική Σύλληψη των καθολικών χαρακτηριστικών των πραγμάτων

Η Γνώση ξεκινά από την εμπειρία

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ —-ΕΠΑΓΩΓΗ—-> ΝΟΜΟΣ ή ΘΕΩΡΙΑ —-ΠΑΡΑΓΩΓΗ—-> ΕΞΗΓΗΣΕΙΣ-ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ (71)

ΦΥΣΗ & ΜΕΤΑΒΟΛΗ

Αφετηρία αποτελεί η υπόθεση ότι η μεταβολή είναι πραγματική.

Η Μεταβολή λαμβάνει χώρα μόνο στο επίπεδο της Μορφής, ενώ η Ύλη παραμένει σταθερή.

Επιπλέον, η Μορφή μεταβάλλεται χάρη στην ύπαρξη του δίπολου: Μορφής προς ΕπίτευξηΑπουσίας Μορφής προς Επίτευξη.

Η μεταβολή έχει πάντα καθορισμένο τέλος.

Καθοριστική παράμετρος είναι πως η μεταβολή δεν λαμβάνει χώρα στον άξονα

Μη Είναι – Είναι, αλλά στον άξονα Είναι δυνάμει – Είναι ενέργεια. Έτσι απεμπλέκεται από την ένσταση του Παρμενίδη πως το τίποτα παράγει τίποτα, χάρη στην επινόηση μιας εναλλακτικής κατηγορίας.

Πηγή της Μεταβολής: Η Φύση του αντικειμένου.

Κάθε μεταβολή μπορεί να αναχθεί στη φύση του αντικειμένου.

Η φύση σύνθετων οργανισμών δεν προκύπτει από άθροιση ή μείξη των φύσεων των επιμέρους αντικειμένων αλλά έχει δική του ενική φύση ως ενοποιημένο όλο.

ΤΑ 4 ΑΙΤΙΑ ΜΕΤΑΒΟΛΗΣ:

  1. ΕΙΔΙΚΟ: Η μορφή που προσλαμβάνει το αντικείμενο
  2. ΥΛΙΚΟ: Η σταθερή ύλη στη μορφή της οποίας πραγματοποιείται η μεταβολή.
  3. ΠΟΙΗΤΙΚΟ: Ο φορέας της δράσης που επιφέρει τη μεταβολή
  4. ΤΕΛΙΚΟ: Ο σκοπός για τον οποίο πραγματοποιείται η μεταβολή

Ο σκοπός και η λειτουργία πολλών πραγμάτων είναι απαραίτητη για την κατανόησή τους.

Κατά συνέπεια το Τελικό Αίτιο έχει προτεραιότητα έναντι του Υλικού

Ο Κόσμος είναι εύτακτος, οργανωμένος, κόσμος σκοπιμότητας, τα αντικείμενα του οποίου συμπεριφέρνονται προβλέψιμα λόγω της Φύσης τους.

Η έμφαση στη λειτουργική εξήγηση, στην οποία οδηγεί η τελεολογία του Αριστοτέλη, απέκτησε θεμελιώδη χαρακτήρα για όλες τις επιστήμες και παραμένει ακόμα και σήμερα κυρίαρχος τρόπος εξήγησης στις βιολογικές επιστήμες.

ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ

Αρχή: το σύμπαν είναι αιώνιο και συνεπώς δεν υπάρχει αφετηριακή στιγμή δημιουργίας του. [Συνεπής με την πεποίθηση ύπαρξης των μεταβολών στον άξονα Είναι δύναμη- Είναι Ενέργεια].

Το Σύμπαν χωρισμένο σε δύο περιοχές:

  1. ΥΠΟΣΕΛΗΝΕΙΑ: Κάτω από την τροχιά της Σελήνης. Αποτελεί την κατώτερη περιοχή στην οποία λαμβάνουν χώρα τα φαινόμενα της γέννησης, της φθοράς και των μεταβολών.
  2. ΥΠΕΡΣΕΛΗΝΕΙΑ: Πάνω από την τροχιά της Σελήνης. Αποτελεί την ανώτερη ουράνια περιοχή των αιώνια αμετάβλητων κύκλων. Η σύστασή τους αποτελείται από το αναλλοίωτο πέμπτο στοιχείο, τον Αιθέρα (πεμπτουσία). Ενώ δεν υπάρχει κενό (πλήρης αιθέρα).

Τα 4 θεμελιώδη στοιχεία της Υποσελήνειας περιοχής είναι: Γη, νερό, φωτιά, αέρας.

Αυτά μπορούν να αναχθούν σε αισθητές ιδιότητες. Αποφασιστικής σημασίας είναι τα ζεύγη: Θερμό-Ψυχρό & Υγρό-Ξηρό.

Οι διάφορες ουσίες που αποτελούν τον κόσμο τον γεμίζουν πλήρως, χωρίς να αφήνουν καθόλου κενό.

Επιπλέον 2 στοιχεία είναι βαριά (νερό, γη) και 2 ελαφρά (αέρας, φωτιά).

Τα βαριά κατευθύνονται προς το κέντρο του σύμπαντος και τα ελαφρά ανεβαίνουν προς την περιφέρεια (λόγω της φύσης τους).

ΕΠΙΓΕΙΑ & ΟΥΡΑΝΙΑ ΚΙΝΗΣΗ

2 βασικές αρχές:

1η η κίνηση δεν είναι ποτέ αυθόρμητη. Για κάθε κίνηση απαραίτητη προϋπόθεση η ύπαρξη του κινούντος

2η  2 είδη κίνησης: 1. Φυσική– 2. Εξαναγκασμένη ή Βίαιη

ΠΛΑΤΩΝΑΣ κ' ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, ΜΕ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥΣ ΣΗΜΑΔΕΨΑΝ ΒΑΘΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΚΕΨΗ
ΠΛΑΤΩΝΑΣ κ’ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, ΜΕ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥΣ ΣΗΜΑΔΕΨΑΝ ΒΑΘΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΚΕΨΗ

Στη Φυσική, η φύση του σώματος αποτελεί το Κινούν. (Στα ανάμεικτα η διεύθυνση καθορίζεται από την αναλογία των επιμέρους στοιχείων)

Στην εξαναγκασμένη, το ρόλο του κινούντος έχει η δύναμη που ασκείται. Όταν δε αυτή σταματά να επενεργεί, η κίνηση συνεχίζεται γιατί το Μέσο παίρνει το ρόλο του κινούντος.

Κίνηση εξαρτάται από δύναμη & αντίσταση.  [t = Δ/Α]

Στην Υπερσελήνεια: Η τελειότερη μορφή κίνησης, δηλαδή η συνεχής, ομαλή, κυκλική, καθώς λόγω απουσίας αντίθετου του αιθέρα στοιχείου δεν επιδέχεται ποιοτική αλλαγή.

Οι Απλανείς αστέρες κινούνται ομαλά, σα να είναι στερεωμένοι σε ομαλά περιστρεφόμενη σφαίρα.

Οι 7 Πλανώμενοι ή Πλανήτες: εκτελούν πιο πολύπλοκη κίνηση που όμως είναι συμβατή με την ομαλή κυκλική κίνηση του ουρανού.

Αίτιο κίνησης στον Ουρανό: Η επιθυμία των ουράνιων σφαιρών να μιμηθούν την τελειότητα του Δημιουργού αποτελεί το Πρώτο Κινούν ως τελικό αίτιο.

Ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΩΣ ΒΙΟΛΟΓΟΣ

Το έργο του έθεσε τα θεμέλια της συστηματικής ζωολογίας και διαμόρφωσαν τη βιολογική σκέψη για τα επόμενα 2.000 χρόνια περίπου.

Βιολογία: Περιγραφική & εξηγητική κατάσταση. Η εξήγηση αποτελεί το τελικό σκοπό, αλλά η συλλογή δεδομένων αποτελεί το πρώτο βήμα για την έρευνα.

Μεγαλύτερη συμβολή στην περιγραφική ζωολογία.

Αρσενικό: Ειδικό ή ποιητικό αίτιο (συγχωνεύονται) – Θηλυκό: υλικό αίτιο.

ΤΑ ΕΠΙΤΕΥΓΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

Αντιμετώπιση των φιλοσοφικών προβλημάτων της εποχής του: φύση θεμελιώδους υλικού του σύμπαντος, κατάλληλα μέσα για να το γνωρίσουμε, προβλήματα μεταβολής & αιτιότητας, βασική δομή του σύμπαντος, φύση του θείου & σχέση του με τα υλικά πράγματα.

Προχώρησε μακρύτερα από οποιονδήποτε προηγούμενο στοχαστή και δημιούργησε νέους γνωστικούς κλάδους.

                        ΚΙΝΗΣΗ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ:

Από τον 12ο αιώνα τα Φυσικά του Αριστοτέλη, όταν μεταφράστηκαν από τα αραβικά και το ελληνικό πρωτότυπο, άσκησαν μεγάλη επίδραση στη Δυτική διανόηση.

Παρουσιάζει συνολικά τις απόψεις του για τη μελέτη της Φύσης.

ΚΙΝΗΣΗ: Ουσιώδες συστατικό του ορισμού της Φύσης και Βάση της Φιλοσοφίας του.

Τα δύο πρώτα βιβλία των Φυσικών εισάγουν την έννοια της κίνησης και τις τέσσερις αριστοτελικές αιτίες (υλική, ποιητική, τυπική και τελική). Εδώ παρουσιάζεται το δόγμα του περί ουσίας και μορφής, σύμφωνα με το οποίο η αλλαγή είναι :

  • γένεση και φθορά ή αλλοίωση
  • αύξηση και μείωση και
  •  η τοπική κίνηση

   

ΑΡΧΑΙΑ ΣΤΑΓΕΙΡΑ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ, Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
ΑΡΧΑΙΑ ΣΤΑΓΕΙΡΑ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ, Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

   ΦΥΣΙΚΗ ΤΕΛΕΟΛΟΓΙΑ: Τα πράγματα συμβαίνουν λόγω ύπαρξης Τελικού Σκοπού

        ΚΙΝΗΣΗ (αλλαγή): Έχει πάντα ένα Αμετάβλητο  Υπόστρωμα

       ΑΛΛΑΓΗ ΚΙΝΗΣΗΣ: Λόγω διαδοχικής παρουσίας στο Υπόστρωμα, Αντιθέτων Μορφών

Στο έβδομο (ημιτελές) βιβλίο του αναλύονται οι σχέσεις ανάμεσα στο κινούμενο σώμα και στο κινούν

Το Κινούν δίνει ώθηση στο Κινούμενο κατά Λογική Αναγκαιότητα

ΑΞΙΩΜΑ: Κινούμενο & Κινούν είναι Διακριτά (τουλάχιστον θεωρητικά)

ΕΜΨΥΧΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ: Το Κινούν αποτελεί η Ψυχή

ΟΥΡΑΝΙΑ ΣΩΜΑΤΑ: Το Κινούν αποτελεί η Ουράνια Νόηση

Κινούν & Κινούμενο: Διακριτά αλλά όχι Φυσικά Χωρισμένα

Στο όγδοο βιβλίο του ο Αριστοτέλης καταλήγει στη γνωστή θεωρία της αντιπερίσπασης, σύμφωνα με την οποία η κίνηση του βλήματος προκαλείται από τη διαρκή πίεση που ασκεί σε αυτό ο περιβάλλων αέρας.

ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΦΥΣΙΚΗΣ & ΒΙΑΙΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ

Η Φυσική κίνηση: αφορά μετατοπίσεις, κατά τις οποίες τα σώματα κινούνται ανάλογα με την υπόστασή τους. Σώματα στα οποία κυριαρχούν ως συστατικά η γη και το νερό κινούνται προς τα κάτω, ενώ άλλα στα οποία κυριαρχούν ο αέρας και η φωτιά προς τα πάνω.

Στις βίαιες κινήσεις: τα σώματα μετατοπίζονται με τη δράση εξωτερικού κινούντος.

Ο Αριστοτέλης αντιλαμβάνεται την επιτάχυνση του σώματος όσο πλησιάζει στη Φυσική του Θέση (π.χ. πέτρα στο έδαφος), αλλά διαπραγματεύεται τις Φυσικές Κινήσεις ως ομαλές και δεν ενδιαφέρεται για την ποσοτική έκφραση μεταβολής της ταχύτητας.

Η Κίνηση: είναι Πλήρης Διαδικασία με Τελικό Σκοπό και δεν τον ενδιαφέρουν τα ενδιάμεσα

στάδια.

Φυσικές & Βίαιες Κινήσεις:

Ταχύτητα ανάλογη του Βάρους ή της Εφαρμοζόμενης Δύναμης.

Ταχύτητα αντιστρόφως ανάλογη Αντίστασης του Μέσου.

Φυσική κίνηση: Αντίσταση Μέσου ανάλογη της Πυκνότητας.

& Βίαιες Κινήσεις: Αντίσταση Μέσου ανάλογη Αντίστασης Σώματος

ΤΥΠΟΣ:  U = F/R

Αν και ο Αριστοτέλης αποφεύγει τη χρήση μαθηματικών στην περιγραφή της φύσης θεωρεί ότι η κίνηση στο κενό είναι αδύνατη και απορρίπτει εντελώς την έννοια του κενού.

Οι απόψεις αυτές του Αριστοτέλη, επεξεργάζονται μαθηματικά τον 14ο αιώνα από τους calculatori (υπολογιστές) του Κολεγίου Μέρτον της Οξφόρδης.

ΠΗΓΕΣ

  1. 1.      Ασημακόπουλος Μ.- Τσιαντούλας Α., Οι Επιστήμες της φύσης και του ανθρώπου στην Ευρώπη τ.Α, Εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 2001.
  2.     Lindberg D., Οι απαρχές της Δυτικής Επιστήμης, Εκδ. Ε.Μ.Π, μτφρ. Η. Μαρκολέφας, Αθήνα2 1997.

 

Ευρωπαϊκή Μεσαιωνική Λογοτεχνία-Αναλυτική παρουσίαση από 5ο – 13ο αι. (μέρος 1ο: προς την Ευρώπη)

Ευρωπαϊκή Μεσαιωνική Λογοτεχνία-Αναλυτική παρουσίαση από 5ο – 13ο αι. (μέρος 1ο από 5)

Προς την Ευρώπη (5ος – 13ος αι.)

Σκοπός:

Επιδιώκουμε να προσδιορίσουμε είδη ή δείγματα γραπτού λόγου, που μπορούν να θεωρηθούν πλησιέστερα στη νεότερη ιδέα της λογοτεχνίας ή καθοριστικής σημασίας για την εξέλιξη στην Ευρώπη.

Εισαγωγικές παρατηρήσεις:

1η ενότητα: Εισαγωγή σε στοιχεία του πολιτισμού της εποχής, σημαντικά για τη μελέτη της λογοτεχνίας.

2η ενότητα: Διερεύνηση συγκεκριμένων ειδών γραμματείας της εποχής

Ζητήματα θεωρίας ή κριτικής που αξίζουν προσοχής:       ΜΕΣ. ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Έμμετρος λόγος & ποσοτικά μέτρα

Διάκριση ρητορικής, γραμματικής & λογικής

Αλληγορική ερμηνεία

Επική ποίηση

Λυρική ποίηση

 

Λογοτεχνικά κείμενα άξια προσοχής:

Λυρική ποίηση των τροβαδούρων (11ος – 12ος αι.)

Έμμερη μυθιστορία του Κρετιέν ντε Τρουά (12ος αι.)

 

Ιδιάζουσες διαστάσεις της μεσαιωνικής πραγματικότητας:

α) Ο χριστιανισμός ως συνεκτικός ιστός της Ευρώπης και του πολιτισμού της. Το «θρησκευτικό συναίσθημα» της εποχής διαφέρει από το σημερινό στις αντιλήψεις και τις πρακτικές.

β) Η έννοια της λογοτεχνίας δύσκολα αντιστοιχεί σε ευδιάκριτη περιοχή γραπτού λόγου κατά την εποχή του μεσαίωνα, γι αυτό η προσοχή μας εκτείνεται (….) σε πεδία και φαινόμενα λογοτεχνικής γραμματείας. (….) η λογοτεχνικότητα έχει γεννηθεί ή αναγεννηθεί, όμως ο γραπτός λόγος αναπτύσσεται με τρόπους που δε μας είναι οικείοι.

γ) Οι γλώσσες που κυριαρχούν στην Ευρώπη της εποχής δε διαβάζονται εύκολα από γνώστες σύγχρονων γλωσσών: λατινικά, παλαιές μορφές ελληνικών, παλαιές μορφές νεότερων ευρωπαϊκών γλωσσών ή και μεσαιωνικές γλώσσες που είναι σήμερα νεκρές.

δ) Μια από τις πλέον θεμελιώδεις διαστάσεις της μελέτης των μεσαιωνικών χρόνων είναι, ασφαλώς, εκείνη των σχέσεων μεταξύ Δύσης & Ανατολής.

 

ΚΡΕΤΙΕΝ ΝΤΕ ΤΡΟΥΑ εκδ.ΩΚΕΑΝΙΔΑ
ΚΡΕΤΙΕΝ ΝΤΕ ΤΡΟΥΑ εκδ.ΩΚΕΑΝΙΔΑ

Γραφή & Προφορικότητα

 

Χειρόγραφο & Γραφή

 

Βαθμιαία συντελείται η εξάπλωση της γραφής και η υποχώρηση των προφορικών πολιτισμικών παραδόσεων, ιδίως στην περίπτωση των δημωδών γλωσσών ή ιδιωμάτων της Δύσης που βαθμιαία απέκτησαν συστηματική γραπτή έκφραση.

Αν και το βιβλίο εξακολουθεί να είναι χειρόγραφο, επέρχονται συστηματικές αλλαγές, σε όλη την Ευρώπη, σε επίπεδο υλικών και τεχνικής της γραφής. Κατά τον 8ο αι. αρχίζει η χρήση του χαρτιού που σταδιακά γενικεύεται, ιδίως μετά τον 11ο αι. Σημαντικότερη ίσως αλλαγή, αποτελεί η επινόηση σε Δύση και Ανατολή διαφόρων μορφών μικρογράμματης γραφής.

Οι παραπάνω αλλαγές συνδυάστηκαν με την εντατική αντιγραφή χειρογράφων, η οποία χαρακτήρισε την ανάκαμψη των γραμμάτων σε Ανατολή και Δύση του ύστερου Μεσαίωνα. Συνάμα, η μετεγγραφή χειρογράφων σε μικρογράμματα στοιχεία, συνυπέφερε σε πολλές περιπτώσεις την καταστροφή ή την απώλεια παλαιότερων αντιγράφων. Άξιο επισήμανσης, αποτελεί το γεγονός πως το σύνολο σχεδόν των ολοκληρωμένων σωμάτων αρχαίων ελληνικών κειμένων που σώζονται μέχρι σήμερα, προέρχονται από τον βυζαντινό ύστερο Μεσαίωνα, μεταφερμένα από την Κωνσταντινούπολη και την Εγγύς Ανατολή σε βιβλιοθήκες της Δύσης. Τα παλαιότερα αντίγραφα έχουν στην πλειονότητά τους χαθεί.

Σε μορφή χειρόγραφων αντιγράφων κυκλοφορούσαν και τα νεότερα κείμενα διαφόρων ειδών γραμματείας ή λογοτεχνίας. Και συχνά τα κείμενα αυτά είναι ανυπόγραφα (….) Ο ανώνυμος αντιγραφέας ή μεταφραστής της εποχής στηρίζει περισσότερο την γραμματεία από τον επώνυμο συγγραφέα.

Η γραφή διαδίδεται, αλλά όχι με τον σύγχρονο τρόπο που ορίζει τη σχέση της με το συγγραφέα. Για παλαιότερα κείμενα λατινικής και ελληνικής αλλά και εκκλησιαστικής ή πατερικής γραμματείας επεισέρχονται ζητήματα «γνησιότητας» ή «αυθεντικότητας» του αντιγραφέα ή του μεταφραστή. Ωστόσο, σταδιακά η ιδέα του επώνυμου δημιουργού ενός «πρωτότυπου» έργου αρχίζει να γενικεύεται περιλαμβάνοντας, επιλεκτικά, συγγραφείς ορισμένων ειδών νεότερων κειμένων – όπως η λυρική ποίηση και η μυθιστορία.

Η σημασία του προφορικού στοιχείου εξακολουθεί να διατηρεί τη σημασία της με διάφορους τρόπους: λόγω αναλφαβητισμού, η ανάγνωση πολλές φορές είναι ομαδική ή δημόσια. Ακόμα και η εκκλησιαστική ακολουθία μπορεί να θεωρηθεί ανάλογο παράδειγμα. Εξάλλου, το προφορικό στοιχείο επεισέρχεται και στην ίδια την γραφή και τη μορφή του κειμένου. Ο έμμετρος λόγος που ήταν πολύ διαδεδομένος και ίσως ο επικρατέστερος, αφήνει να διαφανεί πως το κείμενο ήταν γραμμένο για απομνημόμευση και απαγγελία.

Έμμετρος λόγος                                                  

ΤΡΟΒΑΔΟΥΡΟΙ
ΤΡΟΒΑΔΟΥΡΟΙ

Η διαφορά του έμμετρου από τον πεζό λόγο έγκειται στο γεγονός πως ο πρώτος από την αρχαιότητα και σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα διατηρεί στενή σχέση με τον προφορικό λόγο, καθώς βασικός στόχος του είναι η απομνημόνευση για να απαγγελθεί.

Λέγεται έμμετρος επειδή πειθαρχεί σε συγκεκριμένο μέτρο. Με βάση το μέτρο αυτό διακρίνονται οι στίχοι του ποιήματος, οι οποίοι οργανώνονται, ενδεχομένως, σε στροφές. Ο κάθε στίχος απαρτίζεται από πόδες, δηλαδή στοιχειώδεις ρυθμικές ομάδες συλλαβών (2 ή 3 συνήθως), των οποίων η διαδοχή συνιστά το μέτρο του ποιήματος.

Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα άλλαξε το μετρικό σύστημα, δηλαδή ο τρόπος που αρθρώνεται το μέτρο. Η αλλαγή ξεκίνησε από μια αλλαγή στον τρόπο ομιλίας και συναρτάται από το πέρασμα του προφορικού λόγου από τα παλαιότερα ελληνικά ή λατινικά σε καινούριες μορφές τους ή και σε άλλες γλώσσες.

Έτσι περνάμε από τα ποσοτικά στα τονικά μέτρα και ταυτόχρονα αρχίζουν να επιβάλλονται καινούριοι κανόνες, ίσως για λόγους ενίσχυσης της μουσικότητας ή την ευκολότερη απομνημόνευση: όπως ο ισοσυλλαβισμός και η χρήση ομοιοκαταληξίας. Το νέο μετρικό σύστημα δεν ακολουθούν μόνο οι δημώδεις γλώσσες αλλά και η μεσαιωνική λατινική και η αττικίζουσα ελληνική του Βυζαντίου. Άμεση συνέπεια, μεταξύ άλλων είναι η καλλιέργεια νέων στιχουργικών μορφών και νέων ειδών ποιητικού λόγου.

Ρητορική, Γραμματική, Λογική

H εποχή που μελετάμε, τουλάχιστον μέχρι τους δύο τελευταίους αιώνες της, φαίνεται ότι έδινε μεγαλύτερη προσοχή στη γλωσσική διάρθρωση και στην κοινωνική χρήση των κειμένων απ’ ότι στην ενδεχόμενη λογοτεχνική ή ποιητική τους διάσταση. Υπήρχε όμως συναίσθηση της ιδιάζουσας αξίας του γραπτού λόγου (…) αλλά η ιδιαιτερότητα της λογοτεχνίας ή της ποίησης, τουλάχιστον της νεότερης δεν πήρε, συστηματική ή εκλογικευμένη μορφή.

Η χρήση των όρων «ποίηση» και «ποιητής» μέχρι το τέλος του Μεσαίωνα, δεν ήταν γενικευμένη και αναφέρονταν, κυρίως, στους παλαιούς Έλληνες και Λατίνους ποιητές. Αντίστοιχα, οι νεότεροι δηλώνονταν με ειδικότερους όρους που αφορούσαν την τεχνική τους ή ή το είδος που καλλιεργούσαν: στιχουργός, μελωδός, υμνωδός.

Σημαντικό ρόλο στην οργάνωση του προγράμματος διαδραματίζει ένα σχήμα, του οποίου οι βάσεις είχαν τεθεί κατά την ελληνιστική εποχή, μετεξελίχθηκαν στο Βυζάντιο και αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στη Δύση: «τρίτυς» των γραμμάτων (trivium: γραμματική, ρητορική, λογική) και των «τετράκυς» των επιστημών (quadrivium: αριθμητική, γεωμετρία, μουσική, αστρονομία).

Η μεσαιωνική τρίτυς, μας δίνει το ακριβές περίγραμμα μέσα στο οποίο μελετώνται τα κείμενα. Η γραμματική αφορά τη μορφολογία και τη σύνταξη της γλώσσας, η λογική τη μεθοδική ανάλυση των λογικών διαστάσεών της και την ερμηνεία του νοήματος, η ρητορική εστιάζει στα σχήματα και τους τρόπους του λόγου που κάνουν τη γλώσσα να μεταφέρει τα νοήματά της δραστικότερα ή αποτελεσματικότερα στον αναγνώστη ή ακροατή.

Στη Δύση του ύστερου Μεσαίωνα, η μελέτη αυτή γίνεται υπό το πρίσμα του «σχολαστικισμού»: ανάπτυξη και αντιπαράθεση λογικών επιχειρημάτων ως βάση μιας λεπτομερειακής προσέγγισης και μεθοδικής ερμηνείας και κατανόησης των κειμένων. Η λογική κυριαρχεί λοιπόν στην τρίτυς, και μάλιστα με τη μορφή της διαλεκτικής που της δίνει αρχικά ο Αβελάρδος και αναπτύσσει αργότερα ο Θωμάς ο Ακινάτης. Η δε οπτική γωνία παραμένει εκείνη της θεολογίας: τα κείμενα της αρχαιότητας πρέπει να φωτίζουν προβλήματα σχετικά με τη φύση του Θεού και της δημιουργίας του.

Ο σχολαστικισμός συνιστά για τη Δύση μια πρώτη προσπάθεια συστηματικής αξιοποίησης της γραπτής παράδοσης και της αναγνωστικής εμπειρίας, η οποία μάλιστα, καθόρισε σε μεγάλο μέρος το νεότερο τρόπο ανάγνωσης της λογοτεχνίας.

Κυρίως, τους τελευταίους αιώνες του ύστερου Μεσαίωνα διαμορφώθηκε μια ορισμένη συνείδηση της ιδιαιτερότητας του έπους και του επικού ύφους, ενώ το ενδιαφέρον για τη δραματική τέχνη φαντάζει σχεδόν ανύπαρκτο.

 

 ΜΕΣ. ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-2     Ο σχολιασμός ως ανάγνωση και γραφή

 Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, η πρακτική της ανάγνωσης παλαιότερων κειμένων αλλά και της έγγραφης ερμηνείας ή κριτικής τους τίθεται υπό το πρίσμα του σχολιασμού των κειμένων.

Άξιοι προσοχής είναι οι σχολιασμοί τους οποίους προσθέτει στα περιθώρια των χειρογράφων που αντιγράφει ο βυζαντινός γραφέας. Πρόκειται κατά κανόνα, για τα παλαιότερα σχόλια των φιλολόγων ή των «γραμματικών» της ελληνιστικής αλλά και της ρωμαϊκής εποχής στα ελληνικά κείμενα τα οποία ο αντιγραφέας έβρισκε στα πρωτότυπα ή τα αντίγραφα που χρησιμοποιούσε….Έτσι, μαζί με τα χειρόγραφα, σώζονται στοιχεία της ιστορίας των κειμένων αυτών και της γλώσσας τους.

Κάποιες φορές ο σχολιασμός είναι περισσότερο πρωτότυπος, ιδίως όταν ο μελετητής του χειρόγραφου είναι ο ίδιος λόγιος και καταγράφει τη μελέτη του

Οι σχολιασμοί αυτοί, καθώς και οι αντίστοιχοι των δυτικών αντιγραφέων και μελετητών, μοιάζουν συχνά ανομοιογενείς ή άτακτοι από πλευράς περιεχομένου για το νεότερο αναγνώστη και μελετητή, συνηθισμένο σε έναν αυστηρό καταμερισμό της πνευματικής ή ακαδημαϊκής εργασίας. Σχεδόν συσσωρεύουν παρατηρήσεις κάθε τύπου: υπενθύμισης ιστορικών ή πραγματολογικών στοιχείων, γραμματικής και συντακτικής ανάλυσης, ρητορικής αξιολόγησης, αλληγορικής ερμηνείας κ.ο.κ. Η λογοτεχνική πρόκληση έγκειται πως ο σχολιασμός προϋποθέτει μια μια αναγνωστική τεχνική και εμπειρία όχι ανοργάνωτη ή ανώριμη, αλλά εντελώς διαφορετική από τη δική μας.

Η εντατική κυκλοφορία κειμένων γίνεται σε δύο άξονες: α) διαχρονικό – μεταφορά της αρχαίας παράδοσης. β) συγχρονικό – από τη μία πολιτισμική περιοχή στην άλλη – δίνει μια αίσθηση πρωτοτυπίας μιαν απόχρωση που ενδεχομένως σαστίζει τον σύγχρονο αναγνώστη: η εντύπωση που σχηματίζεται είναι ότι τίποτα καινούριο δεν μπορεί να προκύψει και όλα είναι επαναλήψεις περισσότερο ή λιγότερο πιστές. Εντούτοις η σταθερή λογοτεχνική επιδίωξη είναι να ειπωθεί κάτι άλλο, ξεκινώντας από στοιχεία που έχουν αποτελεσματικά αφομοιωθεί ο μεσαιωνικός κόσμος, σφραγισμένος από τη βιβλική παράδοση, ξέρει ότι δεν μπορεί να πει τίποτα αν δεν ξεκινήσει από ορισμένα κείμενα που θα μελετήσει με μεγάλη προσοχή. Χάρη σ’ αυτά, έχει τη δυνατότητα να δει μακρύτερα και καλύτερα από τους προκατόχους του, σαν ένας νάνος ανεβασμένος στους ώμους ενός γίγαντα

Αλληγορική ερμηνεία

Μια ειδικότερη συμβολή του Μεσαίωνα στην ερμηνευτική των λογοτεχνικών κειμένων και μέσω αυτής, στην ποιητική. Καλλιεργήθηκε ιδιαίτερα στο πλαίσιο της εκκλησιαστικής γραμματείας, αλλά γενικεύθηκε. Στηρίζεται στην εξαιρετική σημασία που δόθηκε τους πρώτους μετα-χριστιανικούς χρόνους, στο σχήμα λόγου που ονομάστηκε αλληγορία.

Αλληγορικό μπορεί να κατανοηθεί ένα κείμενο ή ένα τμήμα αυτού, ιδίως αφηγηματικού χαρακτήρα, όταν μπορεί να αναγνωσθεί και να κατανοηθεί σαν εκτεταμένο σχήμα λόγου, σαν αναπτυγμένη μεταφορά. Το αφήγημα δεν έχει τόσο αξία για την ιστορία που αφηγείται κυριολεκτικά, η ιστορία δεν είναι παρά ένας έντεχνος τρόπος να μεταφέρει το κείμενο γενικές πνευματικές και ηθικές αξίες.

Χάρη στην αλληγορία τα παλαιότερα κείμενα – όπως η Οδύσσεια – έγιναν έτσι περισσότερο κατανοητά και, εντέλει, αποδεκτά για τους χριστιανούς αναγνώστες τους.

Η αλληγορική ανάγνωση διατήρησε την ισχύ της στην Ευρώπη μέχρι τους νεότερους χρόνους. Στη συνέχεια υποχώρησε η θρησκευτική ή ηθική οπτική της μεσαιωνικής ανάγνωσης, αλλά η αλληγορική ερμηνεία επέμεινε με διαφορετικές μορφές: συγκαλυμμένη έκφραση πολιτικών, ιδεολογικών ή και πολιτισμικών αξιών.

Τέλος 1ου μέρους, συνεχίζεται