ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: ΙΜΜΑΝΟΥΕΛ ΚΑΝΤ: Η ΚΟΡΥΦΩΣΗ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΟΝ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟ κ Ο ΥΠΕΡΒΑΤΟΛΟΓΙΚΟΣ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΣ

 ΙΜΜΑΝΟΥΕΛ ΚΑΝΤ: Η ΚΟΡΥΦΩΣΗ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΟΝ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟ κ Ο ΥΠΕΡΒΑΤΟΛΟΓΙΚΟΣ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΣ

ΙΜΜΑΝΟΥΕΛ ΚΑΝΤ: κατά πολλούς, ο άντρας που οδήγησε τη Φιλοσοφική σκέψη του Διαφωτισμού στην κορύφωσή της.
ΙΜΜΑΝΟΥΕΛ ΚΑΝΤ: κατά πολλούς, ο άντρας που οδήγησε τη Φιλοσοφική σκέψη του Διαφωτισμού στην κορύφωσή της.

Η καντιανή φιλοσοφία έχει αναγνωριστεί ως το αποκορύφωμα της σκέψης του Διαφωτισμού, καθώς το έργο του φιλοσόφου έχει θεωρηθεί από μόνο του σχεδόν αυτόνομος φιλοσοφικός κλάδος.

Επιδίωξη του Καντ αποτέλεσε η προσπάθεια σύνθεσης και ενιαίας συγκρότησης των θετικών στοιχείων από διαμετρικά αντίθετες φιλοσοφικές θεωρίες.

Συνάμα, ο Καντ θεωρείται πως βρίσκεται στο μεταίχμιο της μετάβασης στη φιλοσοφία του 19ου αιώνα, μιας και τα φιλοσοφικά ρεύματα της συγκεκριμένης εποχής συνδιαλέγονται με τον Καντ και τις ερμηνείες της σκέψης του.

ΚΑΝΤ: ΜΕΤΑΞΥ ΛΑΜΠΝΙΤΣ & ΧΙΟΥΜ

Βασική επιδίωξη του Καντ αποτέλεσε η προσπάθεια μεταφυσικής θεμελίωσης της αντικειμενικής γνώσης του εμπειρικού κόσμου, εν προκειμένω του νευτώνειου σύμπαντος.

Για την επίτευξη του στόχου επιχείρησε τη σύνθεση του εμπειρισμού του Χιούμ με το ρασιοναλισμό του Λάιμπνιτς, υπό την προϋπόθεση της αποβολής των αρνητικών πτυχών των δύο φιλοσοφικών θεωρήσεων.

Για τον Καντ «η εμπειρία χωρίς λόγο είναι τυφλή και ο λόγος χωρίς εμπειρία είναι μορφή χωρίς περιεχόμενο».

Θεμελιώδης προβληματισμός του Καντ αποτέλεσε η ύπαρξη της δυνατότητας και ο βαθμός αυτής που δύναται να προσφέρει αντικειμενική γνώση του κόσμου.

Για τον Λάιμπνιτς, είναι δυνατή η αντικειμενική γνώση του κόσμου ανεξάρτητα από την οπτική γωνία του κάθε παρατηρητή, αλλά ο πραγματικός κόσμος απέχει απ’ αυτόν που βλέπουμε γύρω μας.

Για τον Χιουμ, ο μοναδικός πραγματικός κόσμος είναι αυτός που αντιλαμβανόμαστε μέσω των αισθήσεων, πάραυτα δεν μπορούμε να κατακτήσουμε την αντικειμενική γνώση του.

Ο Καντ, επιδιώκοντας να γεφυρώσει το χάσμα επιβεβαίωσε την ύπαρξη του κόσμου που αντιλαμβανόμαστε και συνιστά αντικείμενο της επιστήμης, δίχως να είναι προϊόν ενός αφηρημένου και απρόσιτου κόσμου.

Η ουσία [δεν βρίσκεται στις άυλες & αδιαίρετες μονάδες του Λάιμπνιτς] εμπεριέχεται στα τοποθετημένα στο χρόνο και το χώρο αντικείμενα που μελετά ο Νεύτωνας.

Γι’ αυτό το λόγο επιδιώκει οι αποδείξεις του να είναι συμβατές με τους νευτώνειους νόμους περί παρατηρήσιμων φυσικών αντικειμένων.

Η πεποίθηση του αγγλικού εμπειρισμού για την προέλευση κάθε γνώσης από την εμπειρία, στην πραγματικότητα είχε υποσκάψει τη δυνατότητα κατάκτησης της αντικειμενικής γνώσης.

Ωστόσο, για τον Καντ η εμπειρία δεν είναι αρκετή από μόνη της για την κατάκτηση της γνώσης.

Δηλαδή, η εμπειρία μπορεί να μας εξηγήσει τι υπάρχει, αλλά αδυνατεί να απαντήσει στο γιατί υπάρχει αυτό που υπάρχει, όπως και γιατί υπάρχει με συγκεκριμένο τρόπο και όχι διαφορετικά. Η αδυναμία της προέρχεται από την έλλειψη της έννοιας της αναγκαιότητας. Μπορεί η γνώση να αρχίζει χρονικά από την εμπειρία αλλά δεν εκπορεύεται από αυτήν.

Αντίθετα, ο ρασιοναλισμός, έχοντας ως αφετηρία την υπόθεση ότι στην επαφή μας με τα αισθητηριακά δεδομένα είναι αναπόφευκτη η χρήση θεμελιωδών αρχών, επεξεργάστηκε θεμελιώδεις νοητικές αρχές μέχρι του βαθμού αφαίρεσης που υπερβαίνουν κάθε δυνατή εμπειρία και περιπλέκουν τη μεταφυσική σε ατέρμονες διενέξεις.

Ο Καντ προσπαθώντας να θεμελιώσει μεταφυσικά τη νευτώνεια μηχανική, επιχείρησε αφενός να αναιρέσει το σκεπτικισμό του Χιουμ και, αφετέρου να οριοθετήσει τη γνώση στα αντικείμενα κάθε δυνατής εμπειρίας απέναντι στην δυσπιστία του Λάιμπνιτςοι θεμελιώδεις αρχές του καθαρού νου έχουν μόνο εμπειρική και ποτέ υπερβατ[ολογ]ική χρήση και ότι είναι αδύνατον, πέρα από το πεδίο δυνατής εμπειρίας δεν μπορούν να υπάρχουν συνθετικές a priori αρχές»)

Κατά των θέσεων του Χιουμ, βασικό στόχο του Καντ αποτέλεσαν οι απόψεις του περί αιτιότητας, καθώς συνδέονται άμεσα με τη δυνατότητα αντικειμενικής γνώσης του κόσμου.

Ενώ αντικρούοντας τον Λάιμπνιτς, εκφράζει την πεποίθηση πως ο καθαρός λόγος αδυνατεί να δώσει περιεχόμενο στη γνώση δίχως την προσφυγή στην εμπειρία.

Η θεωρία του Καντ, γνωστή ως υπερβατολογικός ιδεαλισμός, αποτελεί είδος εμπειρικού ρεαλισμού, εφόσον αποδέχεται την πραγματική ύπαρξη των εμπειρικών αντικειμένων.

Σε αντίθεση με τους προηγούμενους φιλόσοφους που εκλάμβαναν τη φύση ως πρωταρχική αναζητώντας τις γνωστικές δυνάμεις ώστε να την κατανοήσουν, ο Καντ εκλαμβάνει ως πρωταρχικές τις δυνάμεις ώστε να συλλάβει τα  a priori όρια της φύσης. Ωστόσο, δεν καταπιάνεται με τα αντικείμενα αλλά «με τον τρόπο της γνώσης των αντικειμένων στο βαθμό που είναι πιθανός αυτός ο τρόπος της γνώσης τους a priori. Το ερώτημα για τον Καντ δεν είναι η προέλευση της εμπειρίας αλλά τι υπάρχει σ’ αυτή. Γι’ αυτό και η ίδια η γνωστική ικανότητα γίνεται αντικείμενο της κριτικής έρευνας, χωρίς να υιοθετεί μια ψυχολογική ενδοσκοπική μέθοδο όπως οι Άγγλοι εμπειριστές».

Η έλλειψη αντικειμένων τα οποία δύναται να καταστούν αντιληπτά από τις ανθρώπινες γνωστικές δυνάμεις, συνεπάγεται την έλλειψη νοήματος σε κάθε σχετική πρόταση για αυτά.

Προτάσεις δίχως νόημα, αποτελούν όσες αναφέρονται στο Θεό, την αθανασία της ψυχής κ..λ.π.

Ο Καντ προχωρά στη διάκριση μεταξύ φαινομένου και πράγματος καθαυτού, υποστηρίζοντας τη δυνατότητα γνώσης μόνο του φαινομένου, αλλά παράλληλα θεωρεί πως μπορούμε να σκεφτόμαστε ότι δεν ενέχει λογικές αντιφάσεις ανεξάρτητα από το αν γνωρίζουμε την ύπαρξή του.

 Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΕΜΠΕΙΡΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΝΟΗΤΙΚΕΣ ΜΑΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ

Για τον Ντεκάρτ η λειτουργία της βούλησης έγκειται στο να θέτει σε λειτουργία το λόγο, ο οποίος είναι αδρανής και ο ρόλος του διαπιστωτικός. Ωστόσο, επειδή η βούληση είναι παρορμητική ενέργεια προβαίνει συχνά σε διαπιστώσεις πριν αποφανθεί ο λόγος, οπότε έχουμε να κάνουμε με σφάλμα που επισημαίνει ο λόγος. Κατά συνέπεια, για τον Ντεκάρτ ο ρόλος της βούλησης είναι επικουρικός και συρρικνωμένος.

Ο Καντ αναβαθμίζει το ρόλο της βούλησης, καθώς την ανάγει σε κεντρικό στοιχείο της ηθικής του θεωρίας και της προσομοίωσης με το Θεό.

Επίσης, ο Καντ προβαίνει σε διάκριση μεταξύ εμπειρικής και καθαρής βούλησης.

Η εμπειρική βούληση καθορίζεται από κάποιον εξωγενή προς αυτήν παράγοντα (θέλω να πιω κρασί)

Αντίθετα, η καθαρή βούληση αναλαμβάνει την ικανοποίηση των δικών της στόχων (θέλω να είμαι φιλάνθρωπος), δίχως να επηρεάζεται από εξωτερικές προς αυτήν σκοπιμότητες.

Για τον Καντ προϋπόθεση της ηθικής συμπεριφοράς αποτελεί η ελευθερία, και γι’ αυτό ο λόγος αδυνατεί να καταστεί κριτήριο ηθικότητας [ηθικής συμπεριφοράς], καθότι δεν λειτουργεί ελεύθερα στη διαδικασία παραγωγής της γνώσης.

Για τον Καντ, η καθαρή βούληση αποτελεί τον πρακτικό λόγο, ο οποίος διαφέρει και από το θεωρητικό λόγο και από την εμπειρική βούληση.

Χαρακτηριστικό του πρακτικού λόγου είναι η επιλογή όποιας αρχής θέλουμε υπό την προϋπόθεση πως θα την ακολουθούμε με συνέπεια «πράττε έτσι, ώστε η ρυθμιστική αρχή της βούλησής σου να μπορεί, συγχρόνως, να καταστεί καθολικός νόμος».

Για τον Καντ το ύψιστο αγαθό περικλείει [εμπεριέχει] τόσο την αρετή όσο και την ευτυχία.

Προϋπόθεση της κατάκτησης της ευτυχίας αποτελεί η ικανοποίηση των ανθρώπινων επιθυμιών, κάτι όμως που θεωρεί αδύνατο καθώς ο άνθρωπος δεν είναι δημιουργός του κόσμου ώστε να έχει τη δυνατότητα διευθέτησης των πραγμάτων κατά τρόπο που να προκύπτει αντιστοιχία μεταξύ βούλησης και πραγματικότητας.

Συνεπώς κρίνεται απαραίτητη η ύπαρξη του Θεού, ως αίτημα του πρακτικού λόγου.

Από αυτήν την άποψη, η εκτέλεση μιας ηθικής πράξης με κριτήρια ωφέλειας ή αισθήματος ικανοποίησης δε συνάδει με την καντιανή αντίληψη της ηθικότητας.

Η ηθική πράξη οφείλει να συνοδεύεται από την αντίστοιχη συνείδηση του πράττοντα αναφορικά με την επιτέλεση του χρέους που αναλογεί στην πράξη, δίχως την αναφορά σε μια ενδεχόμενη ικανοποίηση που δύναται να συνυπάρχει.

Αντίθετα, η εμφάνιση κάποιου αρνητικού συναισθήματος όπως η δυσαρέσκεια, κατά την εκτέλεση της ηθικής πράξης, αποτελεί εχέγγυο ευθυκρισίας.

Όπως γίνεται αντιληπτό, για τον Καντ υπάρχει κάθετος διαχωρισμός ανάμεσα στην χρέος και κάθε ψυχοσωματική ευαρέσκεια, προϊόν επιρροής του προτεσταντικού ευσεβισμού.

Ο καθαρμός  της ηθικής σκέψης από τις φυσικές έξεις και τον διαχωρισμό του ηθικά ορθού από την έννοια της ωφέλειας, έχει ως αποτέλεσμα την ανάδειξη του «καθαρού τύπου της ηθικότητας», όπως αυτή ορίζεται ως προϊόν μόνο της λογικής συνείδησης και αφορά κάθε εξορισμού έλλογο ον.

Έτσι, η ωφελιμιστική ηθική ορίζεται ως ετερόνομη μιας και «κατανοεί τη συνείδηση ως υποταγμένη στη φυσική αιτιοκρατία». Αντίθετα, η «δεοντοκρατική προσέγγιση εξασφαλίζει την αυτονομία της ηθικής συνείδησης», καθώς εκπορεύεται από την εσωτερική της αυτογνωσία.

Επιπλέον, ο άκρατος ωφελιμισμός δύναται να καταλύσει κάθε έννοια ηθικότητας, καθώς το ευμετάβλητο της ωφέλειας σε συνδυασμό με τον χρόνο τέλεσης κάποιας πράξης είναι πιθανό να δικαιολογήσει κάποια πράξη ανάλογα με τις περιστάσεις. Εδώ ελλοχεύει και ο κίνδυνος δικαιολόγησης ακόμα και εγκλημάτων στην περίπτωση που εξάγεται κάποιου είδους όφελος απ’ αυτά.

Για τον Καντ, η χρησιμοθηρία παράγει αδικία αντί δίκαιο, όπως αποδεικνύει μια ιστορική αναδρομή. Η επαγωγική εξαγωγή ηθικών κανόνων, δηλαδή η μελέτη των κανονικοτήτων των ανθρώπινων εμεπειρικών πράξεων, δικαιολογεί την ανηθικότητα (π.χ. έτσι είναι το σωστό αφού «έτσι κάνουν όλοι».

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗΣ

ΠΗΓΕΣ

1.      Μολυβάς Γ, Φιλοσοφία στην Ευρώπη, τα Β, σ. 33, Εκδ ΕΑΠ, Πάτρα 2000

2.     Γουδέλη Κ, Κείμενα νεώτερης και σύγχρονης φιλοσοφίας, Εκδ ΕΑΠ, Πάτρα 2008

3.    Π. Κιτρομηλίδης, Πολιτικοί Στοχαστές των Νεότερων Χρόνων, Πορεία, Αθήνα, 1999

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: ΤΖΩΡΤΖ ΜΠΑΡΚΛΕΫ: Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟ-Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

  ΤΖΩΡΤΖ ΜΠΑΡΚΛΕΫ Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟ-Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

Τον Μπάρκλεϋ και το έργο του μπορούμε να δούμε από τη σκοπιά τόσο του επικριτή του Λοκ όσο και του συνεχιστή του. Σε κάθε περίπτωση αποτελεί τον συνδετικό κρίκο μεταξύ Λοκ & Χιούμ.

                              Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟ

ΤΖ. ΜΠΑΡΚΛΕΫ
ΤΖ. ΜΠΑΡΚΛΕΫ

Η φιλοσοφία του Μπάρκλεϋ χαρακτηρίζεται από ένα, φαινομενικά τουλάχιστον, παράδοξο: αφενός ήταν προσηλωμένη σε έναν ακραίο εμπειρισμό στον οποίο περιθώρια έχουν μονάχα οι εμπειρίες και τα δεδομένα των αισθήσεων, αφετέρου τα πάντα μοιάζουν να εκπορεύονται από τη δημιουργική δύναμη του πνεύματος και στα πλαίσια της συνεχούς πνευματικής ζωής η ύλη απουσιάζει παντελώς.

Η πολεμική του στρέφεται εναντίον της ύλης η οποία συνδέεται με την αθεΐα. Ενώ αρνείται την ύπαρξη της άψυχης ύλης που δημιουργείται από το πουθενά, όπως και τα «καθ’ όλου» της πλατωνικής, της αριστοτελικής ή καρτεσιανής παράδοσης.

Για τον ίδιο είναι αδύνατον η αδρανής ύλη να επενεργεί πάνω στο δυναμικό πνεύμα.

Έτσι, ο Θεός αποτελεί την άμεση αιτία των ιδεών μας και δεν χρειάζεται την ύλη ώστε να ενεργήσει. Η παρέμβασή Του δημιουργεί τις ιδέες , ενώ η κανονικότητα των ιδεών εδράζεται στην κανονικότητα της θείας βούλησης.

Για τον Μπάρκλεϋ όλες οι λειτουργίες όπως η φαντασία, η μνήμη, η σκέψη, τα συναισθήματα, ακόμα και οι αισθήσεις είναι προϊόντα της πνευματικής δραστηριότητας.

Κατά συνέπεια, δεν χρειάζεται την υπόσταση της ύλης ώστε να υποστασιοποιηθεί το πνεύμα.

Ο κόσμος υπάρχει μονάχα ως αντικείμενο του πνεύματος.

Εφόσον ο κόσμος είναι κάτι αντιληπτό, τότε αναγκαστικά υπάρχει και ένα πνεύμα που τον αντιλαμβάνεται, κι αυτό είναι ο Θεός.

Τα δεδομένα των αισθήσεων δεν συνηγορούν υπέρ της ύπαρξης ενός πραγματικού, ανεξάρτητου, υλικού αισθητού κόσμου πέρα από το πνεύμα, γιατί οι αισθητές ιδιότητες βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση με το υποκείμενο που τις αντιλαμβάνεται.

Δεν υπάρχει τίποτα καθαυτό και ανεξάρτητο από το πνεύμα.

Το είναι ταυτίζεται με το αντιλαμβάνεσθαι.

                                Η ΠΡΟΕΚΤΑΣΗ & Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΛΟΚΙΑΝΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ

Για τον Μπάρκλεϋ, η λοκιανή διάκριση μεταξύ πρωτευουσών & δευτερουσών ιδιοτήτων, στην οποία επιχειρείται να εδραιωθεί η αντικειμενική ύπαρξη των πραγμάτων (υπόσταση) είναι περιττή.

Κατά συνέπεια δεν υπάρχει η αναπόληση ενός τριγώνου δίχως χρώμα, αλλά η επιλεκτική αγνόηση του χρώματος.

Το σύνολο της γνώσης μας αποτελεί δεδομένα της εμπειρίας. Ενώ τα δεδομένα αυτά είναι συνδυασμοί & συλλογές των ιδεών μέσα μας.

Με αυτήν την έννοια, το μόνο που μπορούμε να γνωρίσουμε είναι οι ιδέες και επουδενί οι ποιότητες των σωμάτων.

Είναι αδύνατη η διάκριση μεταξύ ιδεών & ποιοτήτων ως γενεσιουργών αιτιών τους.

Έτσι μέσα από την εμπειρία δεν δύναται να αποφανθούμε για τον πραγματικό κόσμο.

Η παραπάνω απόληξη αποτελεί συνδυασμό του καρτεσιανού υποκειμενισμού με τον λοκιανό εμπειρισμό.

Ο Λοκ μοιάζει να αναζητά τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή στο σχηματισμό των αφηρημένων γενικών ιδεών, ο οποίος είναι αυτός που απομένει αν αφαιρεθούν όλες οι επιμέρους ιδιότητες των πραγμάτων που δεν είναι κοινές μεταξύ τους.

Κατά τον Μπάρκλεϋ μια τέτοια αναζήτηση είναι άσκοπη, καθώς αν αφαιρεθούν οι επιμέρους ιδιότητες το αποτέλεσμα είναι αντί για ελάχιστο κοινό παρονομαστή να μην παραμείνει τίποτα.

Σύμφωνα με την ένστασή του δεν μπορούμε να σχηματίσουμε την γενική ιδέα κάποιας έννοιας (π.χ. ανθρώπου, χρώματος), αλλά μόνο συγκεκριμένη έννοια ανθρώπου, χρώματος κ.λ.π.

Για τον ίδιο, απλά μας μπερδεύουν οι λέξεις και νομίζουμε ότι σκεφτόμαστε κάτι αφηρημένο.

Στην πραγματικότητα το αφηρημένο δεν υφίσταται αλλά είναι πολλά συγκεκριμένα μαζί.

Έτσι οι γενικές λέξεις δεν αναφέρονται σε αφηρημένες ανύπαρκτες ιδέες, αλλά σημαίνουν πολλές ιδιαίτερες ιδέες.

Στην ουσία ο Μπάρκλεϋ, αντιλαμβάνεται διαφορετικά από τον Λοκ την ιδέα της αφαίρεσης μέσα από την οποία σχηματίζουμε γενικές ιδέες.

Πρόκειται για επιλεκτική λειτουργία της συνείδησης να εστιάσει σε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά αντί για άλλα.

Μεγάλη υπήρξε η συνεισφορά του Μπάρκλεϋ στη φιλοσοφία της γλώσσας:

Κάθε νοηματική πρόταση για τον εξωτερικό κόσμο οφείλει να είναι αναλύσιμη σε προτάσεις που αφορούν εμπειρίες εν δυνάμει αντιληπτές μέσω των αισθήσεων.

Επίσης, η γλώσσα δεν έχει μόνο περιγραφικό χαρακτήρα:

Επειδή υποθέτουμε ότι κάθε όνομα αντιστοιχεί και περιγράφει κάποιο συγκεκριμένο αντικείμενο, υποθέτουμε επίσης πως οι γενικές λέξεις αντιστοιχούν σε γενικά αντικείμενα.

Ωστόσο, οι γενικές λέξεις δεν κατονομάζουν πράγματα.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗΣ

ΠΗΓΕΣ

1.      Μολυβάς Γ, Φιλοσοφία στην Ευρώπη, τα Β, σ. 33, Εκδ ΕΑΠ, Πάτρα 2000

2.     Γουδέλη Κ, Κείμενα νεώτερης και σύγχρονης φιλοσοφίας, Εκδ ΕΑΠ, Πάτρα 2008

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: ΤΖΩΝ ΛΟΚ: ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟΣ (tabula rasa) κ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΚΥΡΟΥΣ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ/ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

 ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: ΤΖΩΝ ΛΟΚ: ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟΣ (tabula rasa) κ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΚΥΡΟΥΣ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ/ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

                  ΤΖΩΝ ΛΟΚ (1632-1704)

ΤΖΩΝ ΛΟΚ: ο φιλόσοφος που έθεσε τα θεμέλια του σύγχρονου εμπειρισμού
ΤΖΩΝ ΛΟΚ: ο φιλόσοφος που έθεσε τα θεμέλια του σύγχρονου εμπειρισμού

Από τη σκοπιά της επίδρασης, μεγάλη ήταν η επιρροή του Λοκ, ο οποίος προάγει την εμπειρική ψυχολογία και αντιμάχεται την ύπαρξη των έμφυτων ιδεών.

 Η ΦΥΣΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΟΥ

Στόχος του έργου Δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση αποτελεί η ανάλυση των δραστηριοτήτων της ανθρώπινης νόησης και όχι η σύλληψη της ουσίας της και των απώτερων αιτιών της ύπαρξής της.

Ο φιλόσοφος αλλάζει ρόλο και γίνεται φυσικός επιστήμονας.

Στόχο του αποτελεί η καταγραφή της φυσικής ιστορίας του νου. Δηλαδή, η περιγραφή των απαρχών, της ανάπτυξης και του τρόπου λειτουργίας των ιδεών του.

         Η ΜΕΘΟΔΟΣ & ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ

Τα 2 κύρια ερωτήματα που θέτει ο Λοκ στο έργο του είναι:

  1. 1.      Πως γνωρίζουμε τον κόσμο;
  2. 2.      Ποια είναι τα όρια της γνώσης μας;

Ως εισηγητής του ρεύματος εμπειρικού ιδεαλισμού εξαρτά της γνώση αφενός από την εμπειρία, αφετέρου από το ποιοι είμαστε εμείς που βλέπουμε τα πράγματα.

Σε αντίθεση με τη θέση περί έμφυτων ιδεών για τον Λοκ, η ψυχή αποτελεί tabula rasa. Συνεπώς, κάθε γνώση είναι επίκτητη, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις.

Δε θεωρεί έμφυτες ιδέες ούτε τους νόμους της μη αντίφασης και της ταυτότητας, καθώς ήταν τέτοιες θα ήταν παρούσες στη συνείδηση κάθε ανθρώπου, όπως τα παιδιά ή τα καθυστερημένα άτομα.

Πεποίθησή του επίσης ήταν πως δεν υπάρχει όριο διάκρισης μεταξύ των προνομιακά έμφυτων ιδεών τις οποίες αποκτάμε από τη γέννησή μας και από αυτές που μαθαίνουμε στην πορεία (π.χ μαθηματικά).

Για τον ίδιο, με διαμεσολάβηση των αισθήσεων αποκτάμε ιδέες που αντιστοιχούν στα γεγονότα του εξωτερικού κόσμου. Οι ιδέες αποτελούν τα αντικείμενα της νόησης όταν ο άνθρωπος σκέπτεται. Ενώ, αντιπροσωπεύουν και υποκαθιστούν στο νου τα πράγματα του εξωτερικού κόσμου.

Όσο για τα πράγματα του εξωτερικού κόσμου δεν είναι πάντα παρόντα αλλά η νόηση μπορεί να τα ατενίσει κάθε στιγμή μέσω της ανάκλησης των ιδεών τους.

Η ιδέα αποτελεί το ομοίωμα ενός αντικειμένου μέσα στο πνεύμα ή τη συνείδησή μας.

Ωστόσο, υπάρχουν οι απλές οι ιδέες που προκύπτουν άμεσα από την εμπειρία και οι  σύνθετες ιδέες που σχηματίζονται από τις απλές μέσω της διαμεσολάβησης του πνεύματος.

Κατά συνέπεια και οι σύνθετες ιδέες προκύπτουν από την εμπειρία.

Ενώ η φαντασία αδυνατεί να παράγει νέες απλές ιδέες, καθώς αυτές αποτελούν προϊόντα της εμπειρίας.

            Ο ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΑΦΗΡΗΜΕΝΩΝ ΙΔΕΩΝ

Οι απλές ιδέες εξαντλούνται στα δεδομένα των αισθήσεων δίχως να χρειάζεται παραπάνω ανάλυση.

Με το συνδυασμό απλών ιδεών προκύπτουν: σύνθετες ιδέες (Κένταυρος), ιδέες σχέσεων (ομοιότητα ή διαφορά), γενικές ιδέες που αφορούν τάξεις ή σύνολα αντικείμενων (άνθρωπος, ζώο κ.λ.π)

Οι γενικές, αφηρημένες ιδέες μπορεί να προκύπτουν από την παρατήρηση διάφορων μεμονωμένων αντικειμένων με κάποιο κοινό χαρακτηριστικό με 3 τρόπους:

Α) Η ιδέα κάποιου συγκεκριμένου αντικειμένου γίνεται γενική αφηρημένη μέσω της λειτουργίας της ως αντιπροσωπευτικό δείγμα όλων των αντικειμένων της ομάδας ή είδους.

Β) Η γενική αφηρημένη ιδέα προκύπτει από τον παραμερισμό των ιδεών όλων των επιμέρους χαρακτηριστικών των αντικειμένων της ομάδας που τα διαφοροποιούν.

Γ) Η γενική αφηρημένη ιδέα σχηματίζεται από την συγκεχυμένη ανάμειξη όλων των ιδιοτήτων των επιμέρους αντικειμένων της ομάδας.

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΚΥΡΟΥΣ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ

Το κύρος των ιδεών εξαρτάται από την αντιστοιχία τους με τις ποιότητες των πραγμάτων.

Οι ποιότητες βρίσκονται έξω από τον παρατηρητή και συγκροτούν την εσωτερική δομή, των συστατικών χαρακτηριστικών των πραγμάτων του υλικού κόσμου, ενώ εντός του παρατηρητή καθρεφτίζονται μόνο ως ιδέες.

Οι ποιότητες διακρίνονται σε: πρωτεύουσες, όταν ένα πράγμα δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς αυτές (π.χ. η έκταση) και, δευτερεύουσες, όταν ένα πράγμα μπορεί να νοηθεί χωρίς αυτές (π.χ. χρώμα).

Ο Λοκ στη θέση των υποστάσεων διακρίνει ένα σύνολο αισθητών ποιοτήτων που συνδέονται μόνιμα με τον ίδιο τρόπο.

Ωστόσο, εδώ προκύπτει το πρόβλημα της εξάρτησης της γνώσης για τον εξωτερικό κόσμο από τις ιδέες που σχηματίζουμε γι’ αυτόν [και από τον ίδιο].

Καθώς οι γενικές προτάσεις μας πληροφορούν μόνο για τις ιδέες μας, τα όρια της γνώσης φτάνουν μέχρι το σημείο πληροφόρησης των ποιοτήτων που δύναται να έχει κάποιο αντικείμενο, αλλά όχι για τον αν το αντικείμενο με τις συγκεκριμένες ποιότητες υπάρχει.

Οι 3 περιπτώσεις όπου ο Λοκ αποδέχεται προτάσεις που αποφαίνονται για την ύπαρξη οντοτήτων στον πραγματικό κόσμο είναι:

Α) η ενορατική βεβαιότητα της ύπαρξης του νου μας.

Β) η απαγωγική γνώση της ύπαρξης Θεού.

Γ) η αισθητήρια γνώση της ύπαρξης αντικειμένων έξω από εμάς.

Κατά συνέπεια, η σκέψη του Λοκ οδηγεί στην δημιουργία δύο κόσμων:

Α) του «υποκειμενικού» στον οποίο είμαστε ελεύθεροι να ερευνούμε, αλλά που δεν παρέχει τα εχέγγυα αντικειμενικής γνώσης.

Β) του εξωτερικού, από τον οποίο θα μας χωρίζει πάντα το φάσμα των ιδεών μας.

Από αυτήν την άποψη, με αφετηρία τις υποθέσεις του κοινού νου, καταλήγει στην καρτεσιανή δυαρχία.

Όλα τα γεγονότα της γνώσης αποτελούν προϊόντα των αισθήσεων, αλλά είναι αληθινά στο βαθμό που συνδέονται με την εξωτερική πραγματικότητα.

Το παραπάνω αποτελεί πεποίθησή μας, δίχως να μπορούμε να στηρίξουμε την αισιοδοξία μας για τη συγκεκριμένη πεποίθηση.

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΡΡΙΨΗΣ ΤΟΥ ΔΟΓΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΕΜΦΥΤΩΝ ΙΔΕΩΝ.

Η σημασία του έργου του Λοκ έγκειται στο ότι έθεσε τα θεμέλια του σύγχρονου εμπειρισμού.

Η πεμπτουσία του οποίου εξάγεται απ’ το ότι οι ιδέες αποτελούν τα έσχατα στοιχεία που δεν δύναται να αναχθούν σε κάτι απλούστερο.

Η θεωρία του Λοκ δίνει την πρωτοκαθεδρία στην ατομική κρίση η οποία ισχυροποιεί το άτομο απέναντι στην αυθεντία και το δόγμα. Αυτό αποτελεί και το πιο επαναστατικό χτύπημα του εμπειρισμού κατά της μεταφυσικής.

Για τον Λοκ ο φυσικός νόμος κατέχει κανονιστικό περιεχόμενο.

Συνάμα, η έννοια του δικαιώματος εκτείνεται μέχρι τα όρια της δύναμης των ανθρώπων να επιβάλουν τη θέλησή τους.

Η φυσική κατάσταση είναι δοσμένη από το Θεό στους ανθρώπους, οι οποίοι είναι φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.

Για τον Λοκ η προ-πολιτική κοινωνία είναι φιλειρηνική και ανταλλακτική, λόγω επικράτησης του φυσικού νόμου και της ανθρώπινης κοινωνικότητας.

Ενώ οι  συγκρουσιακές συνθήκες δημιουργούνται από την πολυπλοκοποίηση της κοινωνικής ζωής μετά την εισαγωγή του χρήματος και την ανάπτυξη της οικονομίας.

Ωστόσο, οι  συγκρουσιακές συνθήκες ποτέ δεν καταλήγουν στην ακραία κατάσταση που περιγράφει ο Χομπς. 

Η δικλείδα ασφαλείας για την αποκωδικοποίηση των επιταγών του φυσικού νόμου στην περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των ατόμων, αναγορεύεται η ατομική κρίση.

Βέβαια, στη φυσική κατάσταση, στην περίπτωση συνεχιζόμενης διαφωνίας δεν υπάρχει τρόπος επίλυσής της.

Έτσι, τα άτομα καταφεύγουν στη λύση των κοινά αποδεκτών κανόνων ώστε ο άνθρωπος αφενός να μη γίνεται κριτής στη δική του περίπτωση αφετέρου να μην καταφεύγει στην αυτοδικία.

Συνέπεια αποτελεί η δημιουργία της πολιτικής κοινωνίας που αποφασίζει να λειτουργεί με βάση την αρχή της πλειοψηφίας και αναθέτει σε μια κυβέρνηση τη διασφάλιση των προϋπάρχοντων  φυσικών δικαιωμάτων που θεμελιώνει ο φυσικός νόμος.

Σε αντίθεση με τον Χομπς, για τον Λοκ η κυβέρνηση δεν είναι ταυτόσημη έννοια με την κοινωνία, καθώς αποτελεί τη μορφή διαιτητή, του προσώπου ή θεσμικού οργάνου που κρίνει τις διαφωνίες.

Συνεπώς, ρόλος της κυβέρνησης δεν είναι η θέσπιση του νόμου, αλλά η εφαρμογή του φυσικού νόμου. Η κυβέρνηση δε δημιουργεί δικαιώματα αλλά προστατεύει τα προϋπάρχοντα φυσικά δικαιώματα. Από εδώ προκύπτει και ο περιορισμένος χαρακτήρας της κυβέρνησης. Για παράδειγμα, δεν μπορεί να επιβάλλει φορολογία δίχως τη συγκατάθεση των φορολογούμενων γιατί έτσι παραβιάζει το φυσικό δικαίωμα της ιδιοκτησίας.

Τα προϋπάρχοντα φυσικά δικαιώματα υπερισχύουν των τεθέντων νόμων γιατί λειτουργούν τόσο απέναντι στις επιβουλές των ιδιωτών όσο και της κυβέρνησης.

Για τον Λοκ κεντρική ιδέα περί διακυβέρνησης αποτελεί η έννοια της εμπιστοσύνης, που στηρίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνώμενων.

Έτσι, στην περίπτωση που η κυβέρνηση δεν τηρεί τις υποχρεώσεις της αντικαθίσταται, δίχως αυτό να σημαίνει πως η κοινωνία αποσυντίθεται όπως συμβαίνει στον Χομπς.

Η λοκιανή θεωρία της επανάστασης εικονίζεται με την προσφυγή στον ουρανό, δηλαδή την επίκληση του Θεού εκ μέρους της κοινωνίας, που σημαίνει την ενεργοποίηση του φυσικού δίκαιου απέναντι στον τύραννο.

Η τυραννική διακυβέρνηση και η καταπάτηση των δικαιωμάτων είναι αντικειμενικά γεγονότα και απόδειξή τους αποτελεί ότι τα αισθάνεται ο λαός όταν τα βιώνει.

Για τον Λοκ, ο λαός είναι φιλήσυχος και επιδιώκει πάντα την ευημερία του μέσα από τις ειρηνικές ενασχολήσεις του.

Συνεπώς, η επίθεση έρχεται πάντα από τη μεριά της κυβέρνησης.

Η επίκληση στο Θεό σημαίνει ότι δεν υπάρχει πλέον αποδεκτός κριτής στη Γη ώστε να αποφανθεί. Η συγκεκριμένη θεωρία απόκτησε πολύ ριζοσπαστικές ερμηνείες και εκδοχές σε μεταγενέστερες εποχές.

Επίσης, ο Λοκ ήταν ο πρώτος που προσπάθησε να διακρίνει τις λειτουργίες της κυβέρνησης: τη νομοθετική, την εκτελεστική, την ομοσπονδιακή. Ενώ τόνισε την ανάγκη ενός κράτους δικαίου όπου η εξουσία θα σέβεται τους κανόνες που θεσπίζει.

Για τη θεωρία του Λοκ υπάρχουν 2 ερμηνευτικές προσεγγίσεις:

1η: Ο Λοκ αποτελεί τον απολογητή της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης και του άκρατου ατομικισμού. Ως κεντρική ιδέα της εκδοχής αναφαίνεται ότι ο άνθρωπος, ως κτήτορας του εαυτού του, αποκτά τίτλους ιδιοκτησίας με την πρόσμιξη της εργασίας του με τα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου.

2η: Θεωρεί πως η πρώτη ερμηνεία προβάλει μεταγενέστερες ιδεολογικές αναγνώσεις στην εποχή του Λοκ και συνεπώς δεν αντέχει σε ιστορική βάσανο.

Αντίθετα, η 2η ερμηνεία τονίζει το ρόλο του Θεού στην πολιτική σκέψη του Λοκ, τη γνήσια θρησκευτική του ευσέβεια, το αίτημα διασφάλισης του λαού από την κρατική αυθαιρεσία, την ευρεία αντίληψη περί ιδιοκτησίας που περιλαμβάνει επιπλέον και τη ζωή και την ελευθερία.

Αν ο άνθρωπος δεν ανήκει στον εαυτό του αλλά στο Θεό αδυνατίζει το επιχείρημα της άλλης πλευράς για το πώς παράγονται τα φυσικά δικαιώματα και αναβαθμίζεται η σημασία των περιορισμών στον πλουτισμό που θέτει το θετικό δίκαιο.

ΠΗΓΕΣ

1.    Μολυβάς Γ, Φιλοσοφία στην Ευρώπη, τα Β, σ. 33, Εκδ ΕΑΠ, Πάτρα 2000

2.     Γουδέλη Κ, Κείμενα νεώτερης και σύγχρονης φιλοσοφίας, Εκδ ΕΑΠ, Πάτρα 2008

3.    Π. Κιτρομηλίδης, Πολιτικοί Στοχαστές των Νεότερων Χρόνων, Πορεία, Αθήνα, 1999

 

 

 

 

 

 

ΕΥΡΩΠΗ: ΕΠΙΣΤΗΜΗ: Ο ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ κ Ο ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟΣ 17ου ΚΑΙ 18ου αι.

17ος ΚΑΙ 18ος ΑΙΩΝΑΣ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟΣ

 

Περιγραφή του γενικότερου κλίματος της εποχής που αναφερόμαστε, σε σχέση πάντα με το ρόλο της επιστήμης: Η επιρροή της τελευταίας, είναι τέτοιου μεγέθους και έντασης, ώστε να αποτελέσει καταλυτικό παράγοντα κυριολεκτικής μεταμόρφωσης των ευρωπαϊκών κοινωνιών σε όλα τα επίπεδα. Αξίζει να τονίσουμε πως ο χαρακτηρισμός «νέα επιστήμη» δικαιολογεί το όνομά του, όχι μόνο για τη ρήξη με ρεύματα όπως ο αριστοτελισμός και ο νεοπλατωνισμός, που άνοιξε νέους ορίζοντες και γέννησε καινούρια πεδία έρευνας, αλλά και για την ίδια την αναβάθμιση του ρόλου της επιστήμης, μέχρι του σημείου κατοχύρωσης μιας θέσης μέσα στην κοινωνία, την οποία κατείχε μέχρι τότε η θρησκεία. Η απελευθέρωση μάλιστα της επιστήμης από τα δεσμά και τους περιορισμούς της εκκλησίας, θα συνδυαστεί με την κατάκτηση των πρωτείων στην κοινή συνείδηση ως θεμελιώδους φορέα της κοινωνικής προόδου.

Προκειμένου να καταστεί το παραπάνω εφικτό, προηγήθηκε η διάχυση της επιστημονικής νοοτροπίας σε όλο το φάσμα του κοινωνικού ιστού, με τρόπο που προώθησε τον εξορθολογισμό των κοινωνικών σχέσεων και θεσμών. Συνάμα, με τη συμβολή και της τεχνολογίας, δημιουργήθηκαν οι συνθήκες εντατικοποίησης της εκμετάλλευσης του φυσικού περιβάλλοντος, ώστε να ικανοποιηθούν οι βασικές ανθρώπινες ανάγκες σε πρωτοφανή βαθμό. Απόρροια αυτής της εξέλιξης, υπήρξε η συνολική άνοδος του βιοτικού επιπέδου, παρά τη συνεχιζόμενη και πιθανά διευρυνόμενη ανισοκατανομή του πλούτου. Από αυτή την άποψη, δεν είναι τυχαίο πως κοινή συνιστώσα όλων των ιδεολογιών της νεωτερικότητας, τόσο αυτών που υποστήριζαν το νέο κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο, όσο και εκείνων που ασκούσαν κριτική ζητώντας ισοκατανομή του πλούτου, στήριζαν τις προσδοκίες για την επίτευξη των οραμάτων τους στον αποφασιστικό ρόλο που καλούνταν να διαδραματίσει η επιστήμη. Τέλος, αξίζει να επισημάνουμε, πως στη συνείδηση των περισσότερων πρωταγωνιστών της επιστημονικής επανάστασης, το έργο τους όφειλε να έχει και μια ηθική αντανάκλαση, υπό την έννοια της προσωπικής τους συμβολής σε ένα φιλοσοφικό εγχείρημα, που θα είχε αποτέλεσμα τον καθορισμό της κοινωνικής πραγματικότητας.

  

Φ. ΜΠΕΙΚΟΝ
Φ. ΜΠΕΙΚΟΝ

Ο Φ. ΜΠΕΙΚΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΙΔΕΩΔΕΣ ΤΗΣ ΕΠΑΓΩΓΗΣ

Ο πρόδρομος στοχαστής της νέας επιστημονικής εποχής είναι ο Άγγλος Φράνσις Μπέικον, έστω κι αν περισσότερο από επιστήμονας, θεωρείται ένθερμος θιασώτης της νέας επιστήμης. Απορρίπτει την αριστοτελική μεθοδολογία, στο μέτρο που εκείνη δίνει προτεραιότητα στη νοητική σύλληψη αντί στα εμπειρικά δεδομένα. Ο Μπέϊκον, αποδίδει την ανεπάρκεια της αριστοτελικής λογικής στην λανθασμένη κατανόηση της επαγωγής, λόγω συλλογής τυχαίων, αυθαίρετων και χωρίς επαρκές ποσοτικό εύρος εμπειρικών δεδομένων. Το προηγούμενο γεγονός, οδηγεί σε αμφίβολες γενικεύσεις, δίχως ισχυρό πραγματολογικό υπόβαθρο. Αποτέλεσμα της όλης διαδικασίας, είναι τελικά η διαιώνιση των λαθών, που καλύπτονται πίσω από την κοινή λογική και την εύσχημη χρήση του λόγου.

Για τον Μπέϊκον, η γνώση παράγεται από την συστηματική παρατήρηση και αποτελεί το μέσο για την κυριαρχία πάνω στη φύση προς όφελος της κοινωνίας. Η επιστήμη λοιπόν, δικαιολογεί το ρόλο της στο μέτρο που δύναται να εξουσιάσει τη φύση, η οποία περιβάλει και επηρεάζει την ανθρώπινη ζωή. Όσο για τη φύση, είναι σε θέση να αποκαλύψει τα μυστικά της, αρκεί ο άνθρωπος να αποδειχτεί επιδεκτικός μαθήσεως. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού, απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί, η αποτίναξη όλων των εγκαθιδρυμένων προκαταλήψεων από το ανθρώπινο μυαλό, καθώς συσκοτίζουν τα αισθητήρια και εμποδίζουν την προσέγγιση της πρωτογενούς εμπειρίας.

Σ’ αυτήν την προσπάθεια, χρησιμοποιεί τη θεωρία των «ειδώλων του νου», σαν μέθοδο κατηγοριοποίησης των διαφορετικών τύπων πλάνης – τεσσάρων συνολικά – που αποπροσανατολίζουν την κοινή συνείδηση. Περνώντας σε μια σύντομη αναφορά, το πρώτο είδος πλάνης οφείλεται στην εγγενή τάση ατόμων ή ομάδων, να υιοθετούν πίστεις και οπτικές που δεν έχουν εξετάσει την εγκυρότητα τους, με αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας υποκειμενικής ή επιθυμητής αντίληψης του κόσμου. Η δεύτερη κατηγορία, αφορά την προσαρμογή του εξωτερικού κόσμου, σύμφωνα με την τάξη και την κανονικότητα του                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                           ανθρώπινου νου. Η τρίτη, οφείλεται στην παρερμηνεία διάφορων λέξεων, λόγω της καθημερινής τους χρήσης. Η τελευταία κατηγορία, έγκειται στην άκριτη αποδοχή εκ μέρους του κοινού ανθρώπου, των φιλοσοφικών αυθεντιών και στη μηχανική αναπαραγωγή δοξασιών του παρελθόντος. Για τον Μπέϊκον, η εναργής νοηματοδότηση των όρων της γλώσσας, μοιάζει πρωτεύουσας σημασίας, όσον αφορά την απόδοση της εμπειρίας.

 

Μεθοδολογικά, η επιστημονική αλήθεια κατακτάται μέσω της εμπειρικής επαγωγής. Δηλαδή, προϋπόθεση της θεωρητικής γενίκευσης που οδηγεί στην αλήθεια της φυσικής πραγματικότητας, είναι η συλλογή επαρκών εμπειρικών δεδομένων. Από τις συγκεκριμένες επιμέρους παρατηρήσεις, εξάγονται αιτιακές συνδέσεις που εξηγούν κατηγορίες φαινομένων. Η εμπειρία κατέχει την απόλυτη προτεραιότητα, σύμφωνα με την οποία οφείλει να συμμορφωθεί ο νους. Ενώ η παρατήρηση, οφείλει να οργανωθεί από τον επιστήμονα με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο για την εξαγωγή θεωρητικών συμπερασμάτων.

Έτσι, κρίνεται απαραίτητη η ευταξία των ευρημάτων, μέσω της χρήσης «συγκριτικών πινάκων», καθώς καθιστά δυνατή τη σύγκριση των αποτελεσμάτων της παρατήρησης. Στη μελέτη κάποιου φαινομένου, ο εντοπισμός της αιτιακής σχέσης που αναζητά ο ερευνητής, γίνεται εφικτή χάρη στη βοήθεια των πινάκων και αποτελεί το αποφασιστικό σημείο ανάμεσα στην εμπειρική και θεωρητική φάση της έρευνας. Με την κατοχή από την εμπειρική φάση, της «παραδειγματικής περίπτωσης», ο ερευνητής μπορεί να περάσει στην θεωρητική ερμηνεία.

 

Όσον αφορά την επιστημονική γνώση και την εξουσία που αυτή συνεπάγεται, οφείλει να έχει αντανάκλαση στην πρόοδο του ανθρώπου και της κοινωνίας. Αυτό γίνεται αντιληπτό, και από το ημιτελές έργο του Μπέϊκον Η Νέα Ατλαντίς, όπου σκοπός των επιστημόνων είναι αφενός η διερεύνηση των φυσικών αιτίων και μυστικών, αφετέρου η αύξηση της ανθρώπινης δύναμης. Στόχος της επιστημονικής προσπάθειας οφείλει να είναι, από τη μια η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και από την άλλη, η διάπλαση του ήθους και ο σεβασμός στη φυσική τάξη. Η επιστήμη για τον Μπέϊκον, είναι ή οφείλει να είναι, φορέας αδελφοσύνης, συνεργατικότητας, ευδαιμονίας.

 

Η ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΝΟΥ ΚΑΙ Η ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΦΥΣΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ – Ο ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΤΕΣΙΟΥ                             

ΚΑΡΤΕΣΙΟΣ
ΚΑΡΤΕΣΙΟΣ

Στην προβληματική του Καρτέσιου αίρεται η εμπιστοσύνη προς τα συμπεράσματα της εμπειρίας. Για τον Γάλλο φιλόσοφο, η εμπειρία αδυνατεί να καταστεί θεμελιώδες εργαλείο κατανόησης της φύσης, καθώς η λειτουργία των αισθήσεων είναι συχνά παραπλανητική. Την θέση της, ως κριτήριο για την γνώση, καταλαμβάνει η απόλυτη βεβαιότητα για την αλήθεια των λεγομένων μας.

         Στο μέτρο που αμφισβητεί την εγκυρότητα των αισθήσεων, θεωρώντας μάλιστα πως  γεννά αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσο οι γνωστικές δυνάμεις του ανθρώπου μπορούν να εξηγήσουν, μέσω της επιστήμης, οριστικά και αμετάκλητα την φυσική πραγματικότητα. Εντούτοις, ο Καρτέσιος διακατέχεται από την επιθυμία της προώθησης της κατάλληλης επιστημονικής μεθόδου, ώστε να επιτευχθεί η υπέρβαση της συγκεκριμένης αμφιβολίας.

 

Αναφορικά με τη δομή της πραγματικότητας, συνίσταται από φυσικά σώματα που φέρουν πρωταρχικές και δευτερογενείς ιδιότητες. Τις δεύτερες, αποτελούν όσες ιδιότητες γίνονται αντιληπτές από τις αισθήσεις, οπότε εξαρτώνται από τις αντιδράσεις των αισθητήριων οργάνων και συνεπώς έχουν υποκειμενική υπόσταση. Σε αντιδιαστολή, οι πρωταρχικές ιδιότητες των – εν κινήσει – σωμάτων, είναι ποσοτικά μετρήσιμες και γίνονται αντιληπτές μέσω του νου, ο οποίος έχει την ικανότητα να εισχωρεί στην μαθηματική διάσταση της πραγματικότητας.

Η μοναδικότητα του ανθρώπου σε σχέση με τα υπόλοιπα έμβια όντα έγκειται ακριβώς στην αυτοσυνειδησία του και στην ικανότητα να σκέφτεται και ταυτόχρονα να  αντιλαμβάνεται αυτή τη ικανότητα. Η διάνοια, είναι το ποιοτικό χαρακτηριστικό που τον κάνει να διαφέρει, και με τη λογική του μπορεί να φτάσει μέχρι τα θεμέλια του οντολογικού πυρήνα της πραγματικότητας και να κατακτήσει τον κόσμο.

Όπως και για  τον Γαλιλαίο, η λειτουργία της φύσης κατά τον Καρτέσιο είναι μηχανιστική, ακόμα κι αν αυτό δεν είναι εμφανές. Εδώ ακριβώς συνίσταται κι ο στόχος της επιστήμης. Στην ανάδειξη δηλαδή, της πραγματικής – αντικειμενικής  ουσίας των πραγμάτων, μέσα από τον παραμερισμό των φαινομενικών παραμέτρων και των υποκειμενικών κρίσεων. Η επιστήμη οφείλει να παρουσιάσει την αληθινή υπόσταση των φυσικών όντων και να πετύχει μια πλατιά συναίνεση όλων των επιστημόνων, όσον αφορά τις θεμελιώδεις θεωρητικές αλήθειες του φυσικού κόσμου. Η χρήση του λογικού κι όχι των εμπειριών είναι το εργαλείο γι’ αυτή τη διαδικασία.

 

Η καρτεσιανή μεθοδολογία, θεμελιώνεται στην αξιωματική μέθοδο ή μέθοδο της λογικής παραγωγής, η οποία είναι ενιαία για όλα τα πεδία της επιστημονικής έρευνας, ενώ  πρότυπό της αποτελεί η λειτουργία του νου στη σφαίρα των μαθηματικών. Αφετηρία της επιστημονικής έρευνας, αποτελεί η νοητική σύλληψη των αξιωμάτων, δηλαδή αυταπόδεικτων αληθειών που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση (στο μέτρο που κάποιος δεν μπορεί να αποδείξει πως δεν ισχύουν) και κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η απόλυτη καθαρότητα και διακριτότητα απ’ όλες τις υπόλοιπες αλήθειες. Από τα αξιώματα προκύπτουν συνεπαγωγικά τα θεωρήματα, δηλαδή προτάσεις που συγκροτούν την επιστήμη ως πλήρες αληθειακό σύστημα. Κατά συνέπεια, εφόσον τα αξιώματα υπάρχουν στη σφαίρα της νόησης και δεν αποτελούν συμπεράσματα της εμπειρίας, οι θεμελιώδεις αλήθειες των επιστημών προηγούνται της τελευταίας.

Βασικό συστατικό της μεθοδολογίας αποτελεί η ανάλυση, η οποία ακολουθεί την εξής διαδικασία: α) παραδοχή μόνο των αδιαμφισβητήτων και δεδομένων στοιχείων και αποφυγή υιοθέτησης αμφίβολων κρίσεων, β) διαίρεση των εξεταζόμενων ζητημάτων σε  όσα τμήματα καθίσταται σωστό και αναγκαίο, γ) η εξέλιξη πορεύεται από τα απλούστερα και ευκολότερα ζητήματα στα πιο σύνθετα, και δ) επαλήθευση των δεδομένων, μέσω απαριθμήσεων και γενικών θεωρήσεων, ώστε να αποφευχθούν τυχόν παραλείψεις.

Όπως γίνεται αντιληπτό, για τον Καρτέσιο η επιστήμη είναι σε θέση να περιγράψει την φυσική πραγματικότητα, όχι επειδή η τελευταία είναι πρόθυμη να αποκαλύψει τα μυστικά της αν προσεγγίσουμε την εμπειρική αίσθηση όπως πίστευε ο Μπέϊκον, αλλά γιατί οι θεμελιώδεις αρχές βρίσκονται μέσα στον ανθρώπινο νου κι εκείνο που χρειάζεται είναι αυτοσυγκέντρωση, ώστε να αναφανούν οι απόλυτα καθαρές αλήθειες. Η αντικειμενική περιγραφή των φυσικών πραγμάτων είναι το αιτούμενο από την επιστήμη κι αυτό προϋποθέτει τη χρήση της λογικής, αποκαθαρμένης από τις όποιες επιρροές της εμπειρίας. Ακόμα κι αυτή η ύπαρξη του Θεού αποτελεί ένα λογικό πρόβλημα, η επίλυση του οποίου δια της αξιωματικής μεθόδου, διασφαλίζει το ίδιο το κύρος της λογικής, όταν καταπιάνεται με ζητήματα όπως η οντολογική τάξη του σύμπαντος.

Ο Καρτεσιανισμός, με την επικράτηση του Νεύτωνα, απέτυχε ως φυσική θεωρία.

Ο Καρτέσιος πίστευε ότι το πείραμα χρησιμεύει :

  • για να προσδώσει εκ των υστέρων εμπειρικό περιεχόμενο στη θεωρία και
  • για να επιβεβαιωθεί η μία ή η άλλη από δύο εναλλακτικές λογικές συνεπαγωγές.

 

Ο ΝΕΩΤΕΡΟΣ ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΤΖΩΝ ΛΟΚ (Ο ΜΕΤΡΙΟΠΑΘΗΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΛΟΚ)

     

ΤΖ. ΛΟΚ
ΤΖ. ΛΟΚ

   Ο εμπειρισμός οργανώνεται συστηματικά σε επιστήμη από τον Τζων Λοκ. Κεντρικό σημείο στη σκέψη του, συνιστά η παραδοχή ότι τα όρια της γνώσης και της εμπειρίας συμπίπτουν, ενώ ότι ξεπερνά την εμπειρία ή ότι δε δύναται να σχετιστεί μαζί της είναι εξ ορισμού μη γνωστό.

Αν για τον Καρτέσιο ο νους αποτελεί φορέα έμφυτων ιδεών που προϋπάρχουν της εμπειρίας, για τον Λοκ ο αντίστροφα, ο νους  αποτελεί tabula rasa (άγραφο χαρτί), όπου πάνω του καταγράφονται τα εμπειρικά δεδομένα. Η εισροή πληροφοριών γίνεται εφικτή χάρη στα αισθητήρια όργανα και ο νους αναλαμβάνει την επεξεργασία τους, αλλά οι αισθήσεις είναι αυτές που αναλαμβάνουν την ένταξη του ανθρώπου στο φυσικό του περιβάλλον και τον βοηθούν να συντονιστεί μαζί του. Ένα ακόμα χαρακτηριστικό της προβληματικής του Λοκ, είναι ότι η γνώση του ανθρώπου είναι πεπερασμένη, ελλιπής κι αποσπασματική. Ωστόσο, ο άνθρωπος έχει τη διανοητική ικανότητα, παρά τις όποιες ατέλειες, να ανταποκριθεί στα πρακτικά, καθημερινά προβλήματα και να εξασφαλίσει την πρόοδο και την επιβίωση.

Στην εξυπηρέτηση των  συγκεκριμένων στόχων, εντοπίζει ο Λοκ και τη χρησιμότητα του ρόλου της επιστήμης. Δηλαδή, στην αποδοτική οργάνωση της ζωής, ώστε να επιλύονται τα ζητήματα βιοτικού επιπέδου και να εξασφαλίζεται η πολιτισμική ανέλιξη. Όμως, για τον ίδιο, η αξιολόγησή της επιστήμης με κριτήρια απόλυτης εγκυρότητας, είναι δίχως πραγματικό νόημα, γιατί διαφορετικά οφείλουμε να παραδεχτούμε πως δεν υπάρχει γνώση.

Η αλήθεια, παράγεται από την ανθρώπινη διάνοια, βάσει της επεξεργασίας των πρωτογενών δεδομένων που λαμβάνει από τις αισθήσεις. Ο δε τρόπος επεξεργασίας, βασίζεται στην «αρχή της συνδυαστικότητας», στην οποία εδράζεται η κεντρική μεθοδολογική προσέγγιση του κλασικού εμπειρισμού. Δηλαδή, οι προτάσεις περιγραφής του κόσμου από το ανθρώπινο λογικό, προέρχονται από κατάλληλο συνδυασμό των αισθητηριακών πληροφοριών. Με αυτήν την έννοια, η εμπειρική γνώση συνίσταται σε πρωταρχικά συστατικά που αποτελούν τις «απλές ιδέες» της αισθητηριακής αντίληψης, αφενός του φυσικού κόσμου, αφετέρου του ίδιου του εαυτού.

Πιο συγκεκριμένα, στη γνωσιολογία του εμπειρισμού, οι αισθήσεις συλλαμβάνουν μεμονωμένα αισθητηριακά δεδομένα, τα οποία επεξεργάζεται ο νους, δημιουργώντας αναπαραστάσεις του εξωτερικού κόσμου. Από τη συνένωση των βασικών ιδιοτήτων που καταγράφουν οι απλές ιδέες, σχηματίζονται τ’ αντικείμενα της καθημερινής ζωής. Η έκφραση των τελευταίων, γίνεται μέσω λέξεων οι οποίες ορίζονται μόνο δεικτικά, καθώς αδυνατούν να εκφραστούν με άλλες λέξεις: λευκό, γλυκό, βαρύ κ.ο.κ. Δηλαδή, τα αντικείμενα της καθημερινής ζωής, αποτελούν «σύνθετες ιδέες» που προκύπτουν από συνδυασμό συγκεκριμένων απλών ιδεών. Συνεπώς, η γνώση της σύνθετης ιδέας συνίσταται στην αναγνώριση των βασικών γνωρισμάτων της, ως φυσικής ουσίας και στην έκφραση των γνωρισμάτων αυτών, μέσω ενός ορισμού, που αντιστοιχεί στο περιγραφόμενο φυσικό πράγμα. Η συγκεκριμένη προσέγγιση ισχύει για το σύνολο των ιδεών του νου, από τις πιο απλές έως τις πιο αφηρημένες και περίπλοκες. Όσο για το γνωστικό τους κύρος, εξαρτάται από την ενάργεια του εμπειρικού τους περιεχόμενου.

Από αυτή την άποψη, οι ιδέες του νου ως υλικό της γνώσης, αποτελούν αντανάκλαση των φυσικών πραγμάτων και των ιδιοτήτων τους, που διατηρούνται στη μνήμη από προηγούμενες επαφές. Το ζήτημα που προκύπτει από την προηγούμενη παραδοχή, αφορά  την εγκυρότητα της σχέσης μεταξύ ιδεών του νου και εξωτερικών υλικών όντων. Δηλαδή, πως είμαστε σίγουροι ότι η παραγόμενη από τις ιδέες γνώση είναι αντικειμενική και όχι φαντασίωση. Ο Λοκ αντί να εξοβελίσει την εμπειρία, προκειμένου να αποβάλει τις πλάνες από το νου, της αποδίδει διορθωτικό χαρακτήρα: «η εμπειρία διορθώνει την εμπειρία». Αποδεχόμενος τη διάκριση μεταξύ πρωτογενών και δευτερευόντων ιδιοτήτων, αξιολογεί ως θεμέλιο της επιστημονικής γνώσης τα προϊόντα των αισθήσεων, καθώς οι πρωτογενείς ιδιότητες περιγράφουν την αντικειμενική κατασκευή των σωμάτων και κατά συνέπεια, αντιστοιχούν στη δομή των φυσικών όντων. Η μέτρηση των ποσοτικών χαρακτηριστικών των σωμάτων, παρέχει τη δυνατότητα στην επιστήμη να παράγει μια, κατά το μέτρο του εφικτού, αντικειμενική θεωρητική εικόνα του φυσικού συστήματος, η οποία δοκιμάζεται και επιβεβαιώνεται από την καθημερινή επαφή με το φυσικό κόσμο. Μια ακόμα απόδειξη της αντικειμενικής εικόνας του κόσμου που αντανακλάται στο σύστημα ιδεών μας, αποτελεί το γεγονός πως οι ιδέες των πραγμάτων καταγράφονται στο νου χωρίς τη θέλησή μας, εφόσον τα αισθητήριά μας εστιάζουν στην παρατήρηση του κόσμου, και οι  παραγόμενες εικόνες είναι αδύνατο να διαγραφούν.

Ωστόσο, για τον Λοκ τα όρια της επιστήμης είναι σαφώς πεπερασμένα. Κατ’ αρχήν η επιστήμη είναι αυστηρά περιγραφική, με βάση την υπόθεση πως τα φυσικά πράγματα κατέχουν «δυνάμεις», οι οποίες γίνονται αντιληπτές μέσω της επίδρασής τους στα αισθητήριά μας κι όχι όπως είναι καθαυτές. Οπότε, αν και η επιστήμη μπορεί να περιγράψει τη λειτουργία των πραγμάτων, αδυνατεί να ερμηνεύσει γιατί λειτουργούν με το συγκεκριμένο τρόπο κι όχι με διαφορετικό. Επιπλέον, στη διαδικασία γνώσης κάποιου υλικού πράγματος ενυπάρχει υποχρεωτικά η υποκειμενική αίσθηση. Η επαναληπτική εμφάνιση του πράγματος με τη συγκεκριμένη του μορφή, το καθιστά στη συλλογική εμπειρία ως «ονομαστική ουσία». Την «πραγματική ουσία» του όμως, η οποία συνίσταται στο ότι ακριβώς λειτουργεί ως «δύναμη συνοχής» των ιδιοτήτων που αντιλαμβανόμαστε, είναι ανέφικτο να τη γνωρίσουμε.

Με βάση τους παραπάνω περιορισμούς, η επιστήμη αδυνατεί να διεισδύσει στον οντολογικό πυρήνα των πραγμάτων και να γνωρίσει τις θεμελιώδεις «φυσικές μορφές» σε όλο τους το βάθος. Η συγκεκριμένη παραδοχή συνεπάγεται, πως παρά την ωφέλεια της επιστημονικής γνώσης, αυτή δεν παύει να παραμένει περιορισμένη κι όχι απόλυτη, λόγω των εγγενών αδυναμιών του νου. Η γνώση δεν δύναται να κατακτήσει τη βεβαιότητα των μαθηματικών αληθειών και παραμένει ενδεχομενική και πιθανολογική.

Ο ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΜΠΕΡΚΛΕΫ & Ο ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΙΟΥΜ

ΜΠΕΡΚΛΕΫ
ΜΠΕΡΚΛΕΫ

Ο Μπέρκλεϋ απορρίπτει ως ανυπόστατη κατανόηση των σωμάτων βάσει πρωτογενών & δευτερογενών ιδιοτήτων, καθώς και τα 2 είδη εξαρτώνται από τα αισθητήρια του παρατηρητή.

Γι’ αυτόν, ένα υλικό σώμα είναι το «κράτημα» στο νου (ως σύνολο) της πληθώρας των πάντα συγκεκριμένων (τοπικά & χρονικά) και επιμέρους παρατηρήσεων που σχετίζονται μ’ αυτό.

Η «πραγματικότητα» είναι η αντίληψή μας για την πραγματικότητα. Συνεπώς πραγματικότητα & αντίληψη είναι έννοιες ταυτόσημες.

Η αντίληψη αποτελείται από παρατηρήσεις τού επιμέρους, χωροχρονικά προσδιορισμένου και του μερικού.

 

Για τον Μπέρκλεϋ, οι γενικοί όροι δεν αφορούν κάτι απτό (π.χ βιβλίο). Η γενική έννοια αποτελεί ιδέα επιμέρους πράγματος, που χρησιμοποιείται για να συνοψίσει την απειρία συγκεκριμένων παρατηρήσεων που περιέχει η λέξη βιβλίο.

Ο όρος «υλικό σώμα» αποτελεί νοηματική συντομογραφία που δεν αντιστοιχεί, ούτε αντανακλά τίποτα αυθύπαρκτο πέρα από τα αισθητήριά μας. Είναι λεκτική γενίκευση του πλήθους των πάντα μεμονωμένων παρατηρήσεων εμπειρικού χαρακτήρα.

Για τον Μπέρκλεϋ, τα πράγματα αποτελούν συμπλέγματα ιδεών και μόνο! Συνεπώς η άποψη του Λοκ περί «πραγματικής ουσίας» πίσω απ’ τα φαινόμενα, είναι παντελώς αστήρικτη.

Με αυτήν την έννοια ο Μπέρκλεϋ επανεισάγει το νομιμαλισμό του Όκκαμ κι ο Χιουμ ωθεί ως τις έσχατες λογικές συνέπειες την αντίληψη αυτή.

 

Ο Χιουμ υιοθετεί μια ενδιάμεση θέση μεταξύ του ρεαλισμού του Λοκ και της ιδεοκρατίας του Μπέρκλεϋ, τη θέση του σκεπτικισμού. Η ύπαρξη της υλικής ουσίας ανεξάρτητα απ’ τον παρατηρητή δε μπορεί να αποδειχτεί μεν ότι υπάρχει, αλλά δεν μπορεί εξίσου να αποδειχτεί ότι δεν υπάρχει. Η απουσία εμπειρικών δεδομένων σχετικά με κάποιο πράγμα, μας αφαιρεί λογικά το δικαίωμα να συμπεράνουμε την ανυπαρξία του (λογικό άτοπο της άγνοιας). Το μόνο που μπορούμε να υποστηρίξουμε είναι ότι δε  

NT. XIOYM
NT. XIOYM

γνωρίζουμε τίποτα σχετικά μ’ αυτό.

Ο σκεπτικιστικός λογισμός του Χιουμ υπαγορεύει πως είναι δυνατό αλλά αναπόδεικτο να υπάρχει ένας υλικός κόσμος ανεξάρτητος από τη δυνατότητα των αισθητηρίων μας να τον συλλάβει (υπέρηχοι, υπεριώδης ακτινοβολία κλπ.) με τα εμπειρικά μέσα που διαθέτουμε.

 

Ο νους αναφέρεται μόνο στο υλικό που έχουν συσσωρεύσει σ’ αυτόν οι αισθήσεις μας. Επιστημονική γνώση προάγεται μόνο από την επεξεργασία των ιδεών που γεμίζουν τον νου. Οι ιδέες αυτές περιγράφουν τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε και αισθανόμαστε τον κόσμο. Αντικείμενο της επιστήμης είναι η συστηματική κατάταξη των εμπειρικών ιδεών σύμφωνα με τις κανονικότητες, οι οποίες αναφαίνονται μέσα τους. Η επιστήμη μας διδάσκει τους σταθερούς τρόπους & τύπους υπό τους οποίους έχει εμφανιστεί στο ανθρώπινο είδος ο κόσμος κατά τη διάρκεια της συλλογικής του εμπειρίας. Δεν αναζητά κάτι πέρα & έξω απ’ την εμπειρία αυτή. Ωστόσο, η συλλογική μας εμπειρία έχει δομή, σταθερότητα & επαναληπτικότητα: κι αυτούς τους ρυθμούς & τις κανονικότητες (που ισχύουν για όλα τα ατομικά υποκείμενα) καταγράφει η θεωρητική γνώση.

 

Η επιστημολογία του Χιουμ αναφέρει λοιπόν την επιστήμη αποκλειστικά στο υποκείμενο, και εκεί εδράζεται και η έννοια της αιτιότητας.

Η αιτιακή σχέση είναι κατά τον Χιουμ η χρονική διαδοχή και η συντοπία μέσα στο χώρο ανάμεσα σε δύο συμβάντα Α και Β που μας προκαλεί την ψυχολογική διάθεση να αναμένουμε το Β αμέσως μόλις εμφανιστεί το Α.

Έτσι δημιουργείται μια νοητική συνήθεια (habit of mind), πάνω στην οποία χτίζεται μια υποκειμενική πίστη (belief) ως προς την αιτιώδη σύνδεση αυτών των φαινομένων.

Οι θεωρητικές γενικεύσεις λοιπόν σχετικά με τον κόσμο είναι καθαρά πιθανολογικές. Η ανθρώπινη αντιληπτικότητα είναι πεπερασμένη. Εξ ορισμού είναι αδύνατον να έρθει σε επαφή με την απειρία των φυσικών πραγμάτων που μας περιβάλουν.

Θεωρητικά είναι δυνατόν να προκύψουν παρατηρήσεις που θα ανατρέπουν τις σημερινές επιστημονικές θεωρίες, όπως είναι νοητό να ξυπνήσουμε ένα πρωί και να έχουν αλλάξει όλοι οι φυσικοί νόμοι. Ωστόσο, είναι νοητό και δυνατό, αλλά δεν είναι πιθανό. Διότι η εμπειρία μας συμβουλεύει να προσδοκούμε το αντίθετο.

Επειδή διαπιστώνουμε ότι τίποτα στον κόσμο δεν είναι προβλεπτό με βεβαιότητα (το μέλλον είναι εκτός εμπειρίας) εικάζουμε ότι τα πράγματα θα συνεχίσουν να είναι τα ίδια με αυτά που έχουμε συνηθίσει ως τώρα. Αυτή είναι η διαισθητική αρχή της ομοιομορφίας της φύσης, για τον κοινό και τον επιστημονικό νου. Πρόκειται για μια υπόθεση που δεν μπορεί να αποδειχτεί. Αλλά πάνω σ’ αυτήν στηρίζονται κοινός και επιστημονικός νους, χρησιμοποιώντας την επαγωγική γενίκευση (πιθανολογική) για να προβλέψει ένα μελλοντικό συμβάν.

Το πρόβλημα είναι, ότι η γνώση μας αποτελεί πάντα μια επαγωγική γενίκευση πάνω στην εμπειρία του παρελθόντος, την οποία χρησιμοποιούμε για μελλοντικά συμπεράσματα: γνωρίζουμε αναδρομικά, αλλά πράττουμε προδρομικά.  Ένα εμπειρικό συμπέρασμα συνοψίζει μια παρελθούσα εμπειρία, όμως με βάση αυτό κάνουμε προβλέψεις. Για παράδειγμα: όλοι οι κύκνοι είναι λευκοί, συνεπώς ο επόμενος κύκνος που θα δούμε θα είναι ομοίως λευκός. Σήμερα όμως γνωρίζουμε ότι υπάρχουν & μαύροι κύκνοι.

Η συνέχεια μεταξύ παρελθόντος & μέλλοντος που υποθέτει ο νους είναι απόλυτα αθεμελίωτη. Δεν έχει εμπειρική & λογική βάση αλλά η αποτελεσματικότητα των εμπειρικών μας γνώσεων ως οδηγών για τη μελλοντική μας συμπεριφορά εξαρτάται από εκείνη. Αυτό αποτελεί και το θεμελιώδες γνωσιολογικό πρόβλημα της επαγωγής.

 

Ο σκεπτικισμός (η θεμελιακή αμφιβολία σχετικά με τη φύση των πραγμάτων) ξεπερνιέται μόνο πρακτικά. Η γνωσιοθεωρητική έρευνα δεν παρέχει κανένα δικαίωμα βεβαιότητας για το εξεταζόμενο ζήτημα. Ενώ, για το σύνολο των εμπειρικών δεδομένων μπορούμε μόνο να πιθανολογήσουμε. Βεβαιότητα παρέχει μονάχα ο μαθηματικός λογισμός, αλλά αυτός αναφέρεται μόνο στις σχέσεις των ιδεών μεταξύ τους και δεν περιγράφει την κατάσταση του κόσμου.

Όπως κι ο Λοκ, έτσι κι ο Χιουμ περνά σε μια πραγματική υπεράσπιση της Επιστήμης. Η πράξη σύμφωνα με τις καλά θεμελιωμένες εμπειρικές συνήθειες που έχουν διαμορφωθεί κατά την μακρά διαδρομή μας στον πλανήτη, αποφέρει πρακτική ωφέλεια που εξασφαλίζει την επιβίωσή μας. Ο λόγος είναι πάντα «υπηρέτης» μιας πρακτικής προσταγής. Οι ιδέες είναι το εργαλείο για να σταθεροποιήσουμε και να βελτιώσουμε την κατάστασή μας μέσα στον κόσμο,  και σύμφωνα με μια ρήση του Χιουμ : «ο λόγος είναι δούλος των παθών».

ΠΗΓΕΣ

  1. ΒΑΛΛΙΑΝΟΣ Π/ Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη/ Εκδ ΕΑΠ/ Πάτρα 2001
  2. Chalmers Α.F/ Τι Είναι Αυτό Που Το Λέμε  Επιστήμη/ μτφρ. Γ. Φουρτούνης/ Εκδ. Παν Εκδ, Κρήτης/ Κρήτη7 2007
  3. Cottingham, J. (2003) Φιλοσοφία της Επιστήμης Α’: Οι ορθολογιστές, μετάφραση Σ. Τσούρτη, Αθήνα: Πολύτροπον.
  4. Woolhouse, R.S. (2004) Φιλοσοφία της Επιστήμης Β’: Οι Εμπειριστές, μετάφραση Σ. Τσούρτη, Αθήνα: Πολύτροπον.