ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: ΙΜΜΑΝΟΥΕΛ ΚΑΝΤ: Η ΚΟΡΥΦΩΣΗ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΟΝ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟ κ Ο ΥΠΕΡΒΑΤΟΛΟΓΙΚΟΣ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΣ

 ΙΜΜΑΝΟΥΕΛ ΚΑΝΤ: Η ΚΟΡΥΦΩΣΗ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΟΝ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟ κ Ο ΥΠΕΡΒΑΤΟΛΟΓΙΚΟΣ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΣ

ΙΜΜΑΝΟΥΕΛ ΚΑΝΤ: κατά πολλούς, ο άντρας που οδήγησε τη Φιλοσοφική σκέψη του Διαφωτισμού στην κορύφωσή της.
ΙΜΜΑΝΟΥΕΛ ΚΑΝΤ: κατά πολλούς, ο άντρας που οδήγησε τη Φιλοσοφική σκέψη του Διαφωτισμού στην κορύφωσή της.

Η καντιανή φιλοσοφία έχει αναγνωριστεί ως το αποκορύφωμα της σκέψης του Διαφωτισμού, καθώς το έργο του φιλοσόφου έχει θεωρηθεί από μόνο του σχεδόν αυτόνομος φιλοσοφικός κλάδος.

Επιδίωξη του Καντ αποτέλεσε η προσπάθεια σύνθεσης και ενιαίας συγκρότησης των θετικών στοιχείων από διαμετρικά αντίθετες φιλοσοφικές θεωρίες.

Συνάμα, ο Καντ θεωρείται πως βρίσκεται στο μεταίχμιο της μετάβασης στη φιλοσοφία του 19ου αιώνα, μιας και τα φιλοσοφικά ρεύματα της συγκεκριμένης εποχής συνδιαλέγονται με τον Καντ και τις ερμηνείες της σκέψης του.

ΚΑΝΤ: ΜΕΤΑΞΥ ΛΑΜΠΝΙΤΣ & ΧΙΟΥΜ

Βασική επιδίωξη του Καντ αποτέλεσε η προσπάθεια μεταφυσικής θεμελίωσης της αντικειμενικής γνώσης του εμπειρικού κόσμου, εν προκειμένω του νευτώνειου σύμπαντος.

Για την επίτευξη του στόχου επιχείρησε τη σύνθεση του εμπειρισμού του Χιούμ με το ρασιοναλισμό του Λάιμπνιτς, υπό την προϋπόθεση της αποβολής των αρνητικών πτυχών των δύο φιλοσοφικών θεωρήσεων.

Για τον Καντ «η εμπειρία χωρίς λόγο είναι τυφλή και ο λόγος χωρίς εμπειρία είναι μορφή χωρίς περιεχόμενο».

Θεμελιώδης προβληματισμός του Καντ αποτέλεσε η ύπαρξη της δυνατότητας και ο βαθμός αυτής που δύναται να προσφέρει αντικειμενική γνώση του κόσμου.

Για τον Λάιμπνιτς, είναι δυνατή η αντικειμενική γνώση του κόσμου ανεξάρτητα από την οπτική γωνία του κάθε παρατηρητή, αλλά ο πραγματικός κόσμος απέχει απ’ αυτόν που βλέπουμε γύρω μας.

Για τον Χιουμ, ο μοναδικός πραγματικός κόσμος είναι αυτός που αντιλαμβανόμαστε μέσω των αισθήσεων, πάραυτα δεν μπορούμε να κατακτήσουμε την αντικειμενική γνώση του.

Ο Καντ, επιδιώκοντας να γεφυρώσει το χάσμα επιβεβαίωσε την ύπαρξη του κόσμου που αντιλαμβανόμαστε και συνιστά αντικείμενο της επιστήμης, δίχως να είναι προϊόν ενός αφηρημένου και απρόσιτου κόσμου.

Η ουσία [δεν βρίσκεται στις άυλες & αδιαίρετες μονάδες του Λάιμπνιτς] εμπεριέχεται στα τοποθετημένα στο χρόνο και το χώρο αντικείμενα που μελετά ο Νεύτωνας.

Γι’ αυτό το λόγο επιδιώκει οι αποδείξεις του να είναι συμβατές με τους νευτώνειους νόμους περί παρατηρήσιμων φυσικών αντικειμένων.

Η πεποίθηση του αγγλικού εμπειρισμού για την προέλευση κάθε γνώσης από την εμπειρία, στην πραγματικότητα είχε υποσκάψει τη δυνατότητα κατάκτησης της αντικειμενικής γνώσης.

Ωστόσο, για τον Καντ η εμπειρία δεν είναι αρκετή από μόνη της για την κατάκτηση της γνώσης.

Δηλαδή, η εμπειρία μπορεί να μας εξηγήσει τι υπάρχει, αλλά αδυνατεί να απαντήσει στο γιατί υπάρχει αυτό που υπάρχει, όπως και γιατί υπάρχει με συγκεκριμένο τρόπο και όχι διαφορετικά. Η αδυναμία της προέρχεται από την έλλειψη της έννοιας της αναγκαιότητας. Μπορεί η γνώση να αρχίζει χρονικά από την εμπειρία αλλά δεν εκπορεύεται από αυτήν.

Αντίθετα, ο ρασιοναλισμός, έχοντας ως αφετηρία την υπόθεση ότι στην επαφή μας με τα αισθητηριακά δεδομένα είναι αναπόφευκτη η χρήση θεμελιωδών αρχών, επεξεργάστηκε θεμελιώδεις νοητικές αρχές μέχρι του βαθμού αφαίρεσης που υπερβαίνουν κάθε δυνατή εμπειρία και περιπλέκουν τη μεταφυσική σε ατέρμονες διενέξεις.

Ο Καντ προσπαθώντας να θεμελιώσει μεταφυσικά τη νευτώνεια μηχανική, επιχείρησε αφενός να αναιρέσει το σκεπτικισμό του Χιουμ και, αφετέρου να οριοθετήσει τη γνώση στα αντικείμενα κάθε δυνατής εμπειρίας απέναντι στην δυσπιστία του Λάιμπνιτςοι θεμελιώδεις αρχές του καθαρού νου έχουν μόνο εμπειρική και ποτέ υπερβατ[ολογ]ική χρήση και ότι είναι αδύνατον, πέρα από το πεδίο δυνατής εμπειρίας δεν μπορούν να υπάρχουν συνθετικές a priori αρχές»)

Κατά των θέσεων του Χιουμ, βασικό στόχο του Καντ αποτέλεσαν οι απόψεις του περί αιτιότητας, καθώς συνδέονται άμεσα με τη δυνατότητα αντικειμενικής γνώσης του κόσμου.

Ενώ αντικρούοντας τον Λάιμπνιτς, εκφράζει την πεποίθηση πως ο καθαρός λόγος αδυνατεί να δώσει περιεχόμενο στη γνώση δίχως την προσφυγή στην εμπειρία.

Η θεωρία του Καντ, γνωστή ως υπερβατολογικός ιδεαλισμός, αποτελεί είδος εμπειρικού ρεαλισμού, εφόσον αποδέχεται την πραγματική ύπαρξη των εμπειρικών αντικειμένων.

Σε αντίθεση με τους προηγούμενους φιλόσοφους που εκλάμβαναν τη φύση ως πρωταρχική αναζητώντας τις γνωστικές δυνάμεις ώστε να την κατανοήσουν, ο Καντ εκλαμβάνει ως πρωταρχικές τις δυνάμεις ώστε να συλλάβει τα  a priori όρια της φύσης. Ωστόσο, δεν καταπιάνεται με τα αντικείμενα αλλά «με τον τρόπο της γνώσης των αντικειμένων στο βαθμό που είναι πιθανός αυτός ο τρόπος της γνώσης τους a priori. Το ερώτημα για τον Καντ δεν είναι η προέλευση της εμπειρίας αλλά τι υπάρχει σ’ αυτή. Γι’ αυτό και η ίδια η γνωστική ικανότητα γίνεται αντικείμενο της κριτικής έρευνας, χωρίς να υιοθετεί μια ψυχολογική ενδοσκοπική μέθοδο όπως οι Άγγλοι εμπειριστές».

Η έλλειψη αντικειμένων τα οποία δύναται να καταστούν αντιληπτά από τις ανθρώπινες γνωστικές δυνάμεις, συνεπάγεται την έλλειψη νοήματος σε κάθε σχετική πρόταση για αυτά.

Προτάσεις δίχως νόημα, αποτελούν όσες αναφέρονται στο Θεό, την αθανασία της ψυχής κ..λ.π.

Ο Καντ προχωρά στη διάκριση μεταξύ φαινομένου και πράγματος καθαυτού, υποστηρίζοντας τη δυνατότητα γνώσης μόνο του φαινομένου, αλλά παράλληλα θεωρεί πως μπορούμε να σκεφτόμαστε ότι δεν ενέχει λογικές αντιφάσεις ανεξάρτητα από το αν γνωρίζουμε την ύπαρξή του.

 Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΕΜΠΕΙΡΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΝΟΗΤΙΚΕΣ ΜΑΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ

Για τον Ντεκάρτ η λειτουργία της βούλησης έγκειται στο να θέτει σε λειτουργία το λόγο, ο οποίος είναι αδρανής και ο ρόλος του διαπιστωτικός. Ωστόσο, επειδή η βούληση είναι παρορμητική ενέργεια προβαίνει συχνά σε διαπιστώσεις πριν αποφανθεί ο λόγος, οπότε έχουμε να κάνουμε με σφάλμα που επισημαίνει ο λόγος. Κατά συνέπεια, για τον Ντεκάρτ ο ρόλος της βούλησης είναι επικουρικός και συρρικνωμένος.

Ο Καντ αναβαθμίζει το ρόλο της βούλησης, καθώς την ανάγει σε κεντρικό στοιχείο της ηθικής του θεωρίας και της προσομοίωσης με το Θεό.

Επίσης, ο Καντ προβαίνει σε διάκριση μεταξύ εμπειρικής και καθαρής βούλησης.

Η εμπειρική βούληση καθορίζεται από κάποιον εξωγενή προς αυτήν παράγοντα (θέλω να πιω κρασί)

Αντίθετα, η καθαρή βούληση αναλαμβάνει την ικανοποίηση των δικών της στόχων (θέλω να είμαι φιλάνθρωπος), δίχως να επηρεάζεται από εξωτερικές προς αυτήν σκοπιμότητες.

Για τον Καντ προϋπόθεση της ηθικής συμπεριφοράς αποτελεί η ελευθερία, και γι’ αυτό ο λόγος αδυνατεί να καταστεί κριτήριο ηθικότητας [ηθικής συμπεριφοράς], καθότι δεν λειτουργεί ελεύθερα στη διαδικασία παραγωγής της γνώσης.

Για τον Καντ, η καθαρή βούληση αποτελεί τον πρακτικό λόγο, ο οποίος διαφέρει και από το θεωρητικό λόγο και από την εμπειρική βούληση.

Χαρακτηριστικό του πρακτικού λόγου είναι η επιλογή όποιας αρχής θέλουμε υπό την προϋπόθεση πως θα την ακολουθούμε με συνέπεια «πράττε έτσι, ώστε η ρυθμιστική αρχή της βούλησής σου να μπορεί, συγχρόνως, να καταστεί καθολικός νόμος».

Για τον Καντ το ύψιστο αγαθό περικλείει [εμπεριέχει] τόσο την αρετή όσο και την ευτυχία.

Προϋπόθεση της κατάκτησης της ευτυχίας αποτελεί η ικανοποίηση των ανθρώπινων επιθυμιών, κάτι όμως που θεωρεί αδύνατο καθώς ο άνθρωπος δεν είναι δημιουργός του κόσμου ώστε να έχει τη δυνατότητα διευθέτησης των πραγμάτων κατά τρόπο που να προκύπτει αντιστοιχία μεταξύ βούλησης και πραγματικότητας.

Συνεπώς κρίνεται απαραίτητη η ύπαρξη του Θεού, ως αίτημα του πρακτικού λόγου.

Από αυτήν την άποψη, η εκτέλεση μιας ηθικής πράξης με κριτήρια ωφέλειας ή αισθήματος ικανοποίησης δε συνάδει με την καντιανή αντίληψη της ηθικότητας.

Η ηθική πράξη οφείλει να συνοδεύεται από την αντίστοιχη συνείδηση του πράττοντα αναφορικά με την επιτέλεση του χρέους που αναλογεί στην πράξη, δίχως την αναφορά σε μια ενδεχόμενη ικανοποίηση που δύναται να συνυπάρχει.

Αντίθετα, η εμφάνιση κάποιου αρνητικού συναισθήματος όπως η δυσαρέσκεια, κατά την εκτέλεση της ηθικής πράξης, αποτελεί εχέγγυο ευθυκρισίας.

Όπως γίνεται αντιληπτό, για τον Καντ υπάρχει κάθετος διαχωρισμός ανάμεσα στην χρέος και κάθε ψυχοσωματική ευαρέσκεια, προϊόν επιρροής του προτεσταντικού ευσεβισμού.

Ο καθαρμός  της ηθικής σκέψης από τις φυσικές έξεις και τον διαχωρισμό του ηθικά ορθού από την έννοια της ωφέλειας, έχει ως αποτέλεσμα την ανάδειξη του «καθαρού τύπου της ηθικότητας», όπως αυτή ορίζεται ως προϊόν μόνο της λογικής συνείδησης και αφορά κάθε εξορισμού έλλογο ον.

Έτσι, η ωφελιμιστική ηθική ορίζεται ως ετερόνομη μιας και «κατανοεί τη συνείδηση ως υποταγμένη στη φυσική αιτιοκρατία». Αντίθετα, η «δεοντοκρατική προσέγγιση εξασφαλίζει την αυτονομία της ηθικής συνείδησης», καθώς εκπορεύεται από την εσωτερική της αυτογνωσία.

Επιπλέον, ο άκρατος ωφελιμισμός δύναται να καταλύσει κάθε έννοια ηθικότητας, καθώς το ευμετάβλητο της ωφέλειας σε συνδυασμό με τον χρόνο τέλεσης κάποιας πράξης είναι πιθανό να δικαιολογήσει κάποια πράξη ανάλογα με τις περιστάσεις. Εδώ ελλοχεύει και ο κίνδυνος δικαιολόγησης ακόμα και εγκλημάτων στην περίπτωση που εξάγεται κάποιου είδους όφελος απ’ αυτά.

Για τον Καντ, η χρησιμοθηρία παράγει αδικία αντί δίκαιο, όπως αποδεικνύει μια ιστορική αναδρομή. Η επαγωγική εξαγωγή ηθικών κανόνων, δηλαδή η μελέτη των κανονικοτήτων των ανθρώπινων εμεπειρικών πράξεων, δικαιολογεί την ανηθικότητα (π.χ. έτσι είναι το σωστό αφού «έτσι κάνουν όλοι».

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗΣ

ΠΗΓΕΣ

1.      Μολυβάς Γ, Φιλοσοφία στην Ευρώπη, τα Β, σ. 33, Εκδ ΕΑΠ, Πάτρα 2000

2.     Γουδέλη Κ, Κείμενα νεώτερης και σύγχρονης φιλοσοφίας, Εκδ ΕΑΠ, Πάτρα 2008

3.    Π. Κιτρομηλίδης, Πολιτικοί Στοχαστές των Νεότερων Χρόνων, Πορεία, Αθήνα, 1999

Μια σκέψη σχετικά μέ το “ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: ΙΜΜΑΝΟΥΕΛ ΚΑΝΤ: Η ΚΟΡΥΦΩΣΗ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΟΝ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟ κ Ο ΥΠΕΡΒΑΤΟΛΟΓΙΚΟΣ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΣ

Σχολιάστε