Όλα είναι πολιτική της Δήμητρας Καραγιάννη

                                               Όλα είναι πολιτική

                                                της Δήμητρας Καραγιάννη

 

καραγιάννη
Δήμητρα Καραγιάννη

  Αρκεί να ρίξεις μια ματιά στον κόσμο που σε περιβάλλει, και το βλέπεις. Πως όλα είναι πολιτική. Αν αρχίσεις να μετράς κοινωνικά διαμορφωμένες συνθήκες, συμπεριφορές, συνήθειες και πράξεις, καταλαβαίνεις γρήγορα πως η πολιτική είναι ανέκαθεν παντού. Στο συνειδητό και το ασυνείδητό μας. Ως επιλογή, ως τρόπος, ως στάση. Ως σύμπτωση και ως πραγματικότητα. Όχι επειδή είναι το must των ημερών, αλλά επειδή είναι, εδώ και αιώνες, τόσο βαθιά η σχέση της με τις ζωές των ανθρώπων. Αρχίζω να μετράω:

  • Η εργασία είναι πολιτική πράξη. Η σταθερότητα και η αστάθεια των απολαβών. Οι εργασιακές ρυθμίσεις και μεταρρυθμίσεις. Η εργατική, κοινωνική και οικονομική ιστορία είναι πολιτικά διαμορφωμένες συνθήκες. Από τις αρχές της οικονομικής θεωρίας ως τους σύγχρονους φιλοσόφους του οικονομικού συστήματος, η σχέση εργασίας–πολιτικής είναι αμετακίνητα δεμένη, μπλεγμένη και πλεγμένη με το βελονάκι της ζωής.
  • Η ισοτιμία ή μη των φύλων είναι πολιτική πράξη. Η ισότητα και η ανισότητα στα πιάτα που θα πλυθούν –και από ποιον;- στον νεροχύτη μας, είναι πολιτική πράξη.

  • Το χρήμα είναι πολιτική. Αυτό το μεγάλο «κεφάλαιο» έχει κατά καιρούς εκταμιεύσει μεγάλες δόσεις αυταπάρνησης για το κοινό καλό.

  • Ο γάμος είναι πολιτική πράξη. Η δημοκρατική στιγμή της κοινής συνύπαρξης είναι βαθιά πολιτική στάση. Μία ληξιαρχική πράξη που ορίζει το κοινωνικοπολιτικό στοιχείο της ύπαρξής μας. Και η λήξη του, το ίδιο ακριβώς.

  • Ο πόλεμος είναι πολιτική. Ο πόλεμος και οι κοινωνικές διαστάσεις του, είναι ένα σύνολο που λειτουργεί αμφίδρομα με τον τρόπο άσκησης της πολιτικής. Και η ειρήνη, επίσης.

  • Ο έρωτας είναι πολιτική πράξη. Μόνο που εδώ δεν υπάρχει ηγέτης. Κατά τον Morrissey, «Ο έρωτας είναι πολιτική, αλλά η πολιτική δεν είναι έρωτας». Δεν θα διαφωνήσουμε, βεβαίως.

  • Η τέχνη είναι πολιτική. Και αντιστρόφως. Το πολιτικό στοιχείο είναι η ανάπτυξη της δημιουργικότητάς μας. Ο πολιτισμός δεν είναι παρά μια έκφραση του πολιτικού στοιχείου μας. Και η πρόταση για το πώς θα αναδειχθεί ό, τι καλύτερο δημιουργεί ο πολιτισμός, κι αυτό πολιτική πράξη είναι. Η τέχνη είχε πάντα καίριες ιδεολογικές και πολιτικές επιρροές και προεκτάσεις. Και αφυπνίσεις στις συνειδήσεις.

  • Ο θρησκευτικός μας προσανατολισμός είναι πολιτική πράξη. Πέρα από τη σχέση εκκλησίας-κράτους, ακόμα και η προσωπική μας τοποθέτηση απέναντι στο θέμα της ίδιας της πίστης είναι μια στάση πολιτική.

  • Ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε τους άλλους, η καλοσύνη ή η σκληρότητα, η απολυτότητα ή η ευαισθησία μας, η ευγένεια ή η αγένειά μας, κάθε έκφανση της ζωής και του είναι μας, είναι πολιτική πράξη.

Οι άνθρωποι. Εκ φύσεως πολιτικά όντα. Ακόμα κι όταν είμαστε πολιτικά απόντα. Η πολιτική μας οντότητα είναι κατάσταση ζωής. Μια θεμελιακή θεώρηση των πραγμάτων και έκφραση της ανθρώπινης φύσης. Μια φυσική πραγματικότητα στην καθημερινότητά μας. Η κοινωνική συνθήκη κι ο προσωπικός μας τόνος, σε μια κοινή συμφωνία. Πολιτική είναι όλα, τελικά. Κάθε τι είναι πολιτικό. Κάθε τι που συμβαίνει και εμπεριέχεται στο μικρό μας σύμπαν.

9η Αντιρατσιστική Γιορτή του Κυριακάτικου Σχολείου Μεταναστών και της Κίνησης «Απελάστε το Ρατσισμό»

ΑΝΤΙΤΡΑΤΣΙΣΤΙΚΟ

Παράνομοι οι νεοναζί, όχι οι μετανάστες και οι πρόσφυγες

Το Σάββατοκύριακο 30 και 31 Μάη, το Κυριακάτικο Σχολείο Μεταναστών και η Κίνηση «Απελάστε το Ρατσισμό» μας καλούν στην 9η Αντιρατσιστική Γιορτή που θα γίνει φέτος στην Γεωπονική Σχολή (Ιερά οδός). Μια μεγάλη συνάντηση συνύπαρξης αλληλεγγύης και κοινού αγώνα ντόπιων και μεταναστών/προσφύγων, με συναυλίες, συζητήσεις, προβολές, θεατρικά δρώμενα, εκθέσεις, παιδότοπο και διεθνή κουζίνα.

Η 9η Αντιρατσιστική Γιορτή γίνεται την ώρα που η είσοδος νεοεισερχομένων προσφύγων και μεταναστών στην Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη αντιμετωπίζεται με ξενοφοβικά αντανακλαστικά και πολεμικά μέτρα από την ηγεσία της Ε.Ε., ενώ επανέρχεται δριμύτερη η ακροδεξιά ρατσιστική ατζέντα από τα μεγάλα εγχώρια ΜΜΕ, τις μνημονιακές πολιτικές δυνάμεις και τους νεοναζί. Την ίδια στιγμή η απελευθέρωση μεταναστών από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, η δηλωμένη πρόθεση δημιουργίας ανοιχτών δομών φιλοξενίας προσφύγων από τη νέα κυβέρνηση και η αναμενόμενη κατάθεση στη Βουλή του νομοσχεδίου για την ιθαγένεια σε παιδιά μεταναστών που γεννιούνται ή μεγαλώνουν στην Ελλάδα, δημιουργούν προσδοκίες και ελπίδες σε χιλιάδες μετανάστες και πρόσφυγες που τα προηγούμενα χρόνια αντιμετωπίστηκαν ως λαθρομετανάστες που έπρεπε να υποστούν τα πάνδεινα στα σύνορα και στην ενδοχώρα. Η κατάργηση των φυλακών τύπου Γ και τα μέτρα εξανθρωπισμού και αποσυμφόρησης του σωφρονιστικού συστήματος μαζί με εξαγγελίες ρυθμίσεων όπως το σύμφωνο συμβίωσης για τα ομόφυλα ζευγάρια επαναφέρουν την δημόσια συζήτηση για τα θέματα των κοινωνικών δικαιωμάτων με όρους στοιχειώδους λογικής και δικαιοσύνης. Ταυτόχρονα η έναρξη της δίκης της Χρυσής Αυγής αποτελεί μία σημαντική εξέλιξη που μπορεί να οδηγήσει στη διεύρυνση της κοινωνικής και πολιτικής απομόνωσης των νεοναζί με την παραδειγματική καταδίκη της ηγετικής ομάδας της φασιστικής συμμορίας συνεπικουρούντος του αντιφασιστικού κινήματος και της αριστεράς. Όλα αυτά θα αποτελέσουν θέματα των συζητήσεων στην 9η Αντιρατσιστική Γιορτή που θα φιλοξενηθούν ενδιαφέρουσες συζητήσεις την «Αντιμεταναστευτική και Αντιπροσφυγική προπαγάνδα των ΜΜΕ» τη δίκη της Χρυσής Αυγής και το αντιφασιστικό κίνημα», τον «Πολιτικό Γάμο των ομόφυλων ζευγαριών και την ταυτότητα φύλου» καθώς και την «Ιθαγένεια στα παιδιά των μεταναστών».

Αναβαθμισμένο θα είναι και το καλλιτεχνικό πρόγραμμα της 9ης Αντιρατσιστικής Γιορτής, που θα περιλαμβάνει μεταξύ άλλων καλλιτέχνες και μουσικά σχήματα όπως η Μάρθα Φριντζήλα και η Kubara Project, ο Σπύρος Γραμμένος, ο Ηλίας Βαμβακούσης, οι Sazman Orchestar που θα εμφανιστούν το Σάββατο 30, Μάη. Oι Ιllegal Οperation, οι Majic de Spell και ο Γιάννης Παλαμίδας, oι Σπυριδούλα και η Μάρθα Μορελεόν με την εξαιρετική latin μπάντα της θα τραγουδήσουν μαζί μας την Κυριακή 31 Μάη. Στο χώρο των προβολών, οι επισκέπτες της 9ης Αντιρατσιστικής Γιορτής θα έχουν την ευκαιρία να δουν σε πρώτη πανελλαδική προβολή τη νέα ταινία του Χρήστου Βούπουρα «7 θυμοί» που σύμφωνα με την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου βρίσκεται μέσα στην ομάδα ταινιών που θα διεκδικήσουν υποψηφιότητα για το φετινό βραβείο της Ακαδημίας. Το πολιτιστικό τμήμα της 9ης Αντιρατσιστικής Γιορτής συμπληρώνεται από εκθέσεις σκίτσου γνωστών ελλήνων σκιτσογράφων, φωτογραφίας από έλληνες και μετανάστες φωτογράφους, θεατρικά δρώμενα και πολλά χάπενινγκ. Όπως κάθε χρόνο η 9η Αντιρατσιστική Γιορτή θα φιλοξενήσει έκθεση βιβλίου, παιδότοπο, μπαρ και εξαιρετικές κουζίνες από τον κόσμο. Διοργανώνεται με την ουσιαστική συμμετοχή και στήριξη του ραδιοσταθμού 105,5 στο Κόκκινο και θα έχει σημαντικούς χορηγούς επικοινωνίας όπως η Εφημερίδα των Συντακτών και η ΕΡΤopen.

Kυριακάτικο Σχολείο Μεταναστών
Κίνηση «Απελάστε το Ρατισμό»

Ημερομηνίες εκδήλωσης:

30 Μαΐου στις 6:00 μ.μ. μέχρι 31 Μαΐου στις 11:45 μ.μ.

Τόπος εκδήλωσης: ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Iera Odos 75, 11855 Αθήνα

Αντιρ-2

Εισιτήρια Ενίσχυσης για την 9η ΓΙΟΡΤΗ του  «Κυριακάτικου Σχολείου Μεταναστών»

Το Κυριακάτικο Σχολείο Μεταναστών μαζί με την Κίνηση «Απελάστε τον Ρατσισμό» διοργανώνουμε για ένατη χρονιά την ετήσια γιορτή μας που θα είναι διήμερη και θα γίνει το Σαββατοκύριακο 30 & 31 Μάη, στη Γεωπονική Σχολή. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει συζητήσεις, προβολές, θεατρικά δρώμενα, εκθέσεις φωτογραφίας, αφίσας και αντιρατσιστικού βιβλίου καθώς και συναυλίες με γνωστούς έλληνες και διεθνείς καλλιτέχνες καθώς και μεταναστευτικά συγκροτήματα που συμμετέχουν εθελοντικά. Η φετινή μας γιορτή, έχει κεντρικό σύνθημα «Παράνομοι οι φασίστες, όχι οι μετανάστες και οι πρόσφυγες» και περιλαμβάνει πάνελ συζητήσεων με συμμετοχή ελλήνων και μεταναστών ακτιβιστών, δημοσιογράφων και συνδικαλιστών, με θέματα:

  • Αιγαίο, Λαμπεντούζα, Αμυγδαλέζα: Η αντιπροσφυγική – αντιμεταναστευτική προπαγάνδα και ο ρόλος των ΜΜΕ
  • Η δίκη της Χρυσής Αυγής και το αντιφασιστικό κίνημα
  • Ιθαγένεια για όλα τα παιδιά
  • Γάμος, Σύμφωνο Συμβίωσης & τεκνοθεσία για τα ομόφυλα ζευγάρια – ταυτότητα φύλου &  τρανσφοβία

  

Μεταξύ των καλλιτεχνών που συμμετέχουν εθελοντικά στη φετινή μας εκδήλωση είναι οι Μάρθα Φριντζήλα και οι Kubara Project, ο Σπύρος Γραμμένος, ο Ηλίας Βαμβακούσης, οι Sazman Orchestar, οι  Ιllegal Οperation, οι  Majic de Spell και ο Γιάννης Παλαμίδας, oι Σπυριδούλα, η Μάρθα Μορελεόν με την latin μπάντα της καθώς και μεταναστευτικά μουσικά σχήματα.

 

Ζητάμε οικονομική ενίσχυση από το σωματείο σας με τη μορφή αγοράς εισιτηρίων (τιμή εισιτηρίου 1 ημέρας 5? & διημέρου 8?) για την κάλυψη τμήματος των εξόδων διοργάνωσης της Γιορτής, που είναι ιδιαίτερα αυξημένα.

Το Κυριακάτικο Σχολείο Μεταναστών λειτουργεί ήδη από τις αρχές του 2005 με τμήματα αρχαρίων, μέσων και προχωρημένων. Είναι μια πρωτοβουλία μεταναστών και ελλήνων, για δωρεάν εκμάθηση της Ελληνικής Γλώσσας σε εργαζόμενους μετανάστες με πάνω από 5000 μετανάστες να έχουν παρακολουθήσει μαθήματα γλώσσας μέχρι σήμερα. Επίσης καλύπτει μετανάστες και πρόσφυγες με νομική υποστήριξη, οργανώνει δράσεις διεκδίκησης δικαιωμάτων για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες εργαζόμενους και συμβάλλει στις κινητοποιήσεις των συνδικάτων.

Για την Οργανωτική Επιτροπή

Με εκτίμηση,

 

   Θανάσης Κούρκουλας   Τηλ. Επικοινωνίας: 6974-363037

Πολιτική τέχνη σήμερα [Aναδημοσίευση]

Κυριακή, 29 Μαρτίου 2015

Πολιτική τέχνη σήμερα: Συμβολή στην συζήτηση για την πολιτική τέχνη και την οργανική σύνδεσή της με το κίνημα

Το κείμενο αυτό, αποτελεί την αρχική τοποθέτηση του Μιχάλη Παπαμακάριου στην συζήτηση με θέμα «Σύγχρονη πολιτική τέχνη: πώς θα γίνουμε κοινωνικά παρεμβατικοί & πολιτικά επικίνδυνοι», η οποία διοργανώθηκε στο πλαίσιο της ημερήσιας πολυ-θεματικής εκδήλωσης της ΤΕΚ στο θέατρο ΕΜΠΡΟΣ.
κοκκινη σφηνα

Καταρχήν θα πρέπει να σταθούμε στο ερώτημα αν υπάρχει σήμερα πολιτική τέχνη, ερώτημα το οποίο μας οδηγεί αυτόματα στο ερώτημα περί πολιτικού στη τέχνη. Αν ορίσουμε ως πολιτικό το σύνολο των αξιών με τις οποίες ένας άνθρωπος πορεύεται στη σύγχρονη κοινωνία, αν μιλάμε δηλαδή για το λεγόμενο «τρόπο ζωής» πολιτική τέχνη υπάρχει μαζικά καταρχήν από τους κυρίαρχους (πχ Βανδή, Παντελίδης κλπ.) όπως και από τους «από κάτω», όταν πχ ένα ραπάρισμα ενός πιτσιρικά από τα δυτικά προάστια κρίνει και απορρίπτει τα κυρίαρχα κοινωνικά και πολιτιστικά πρότυπα. Νομίζω όμως ότι τη σημερινή συζήτηση την αφορά το ερώτημα του πολιτικού ως συγκεκριμένης παρέμβασης στα μεγάλα κοινωνικά, πολιτικά και πολιτισμικά ζητήματα της εποχής μας, τις αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις που γεννάνε αυτά και τη τοποθέτηση των ανθρώπων που παράγουν καλλιτεχνικό έργο οποιαδήποτε μορφής και ποιότητας, σε αυτά.

Αν συμφωνήσουμε ότι το θέμα είναι αυτό η απάντηση στο αν υπάρχει σήμερα πολιτική τέχνη είναι θετική. Από το χώρο τα μουσικής που έχω μια ιδιαίτερη ενασχόληση θα μπορούσα να παρουσιάσω αν ήταν δυνατό περίπου 2000 επιλεγμένα πολιτικά τραγούδια από όλο τον κόσμο των τελευταίων 20 χρόνων, αλλά κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατό, οπότε ας κρατήσουμε απλά το νούμερο. Πολιτικό τραγούδι υπάρχει, όχι όπως υπήρχε πχ στα χρόνια της μεταπολίτευσης εννοείται (αλλά γιατί γίνεται πάντα αυτή η σύγκριση), υπάρχει με διαφορετικό τρόπο, γεννιέται διαφορετικά, αντιμετωπίζεται με διαφορετικό τρόπο από τα ΜΜΕ και το δισκογραφικό κύκλωμα  κλπ.

Προχωρώ στο ερώτημα του πως μπορεί να γίνει η σημερινή τέχνη κοινωνικά και πολιτικά παρεμβατική; Καταρχήν με αυτό τον τρόπο που έχει διοργανωθεί αυτή η ημέρα και το ίδιο το φεστιβάλ του «Εμπρός». Με τον τρόπο που έχει συγκροτηθεί, λειτουργεί και δημιουργεί η συλλογικότητα της ΤΕΚ και άλλες παρόμοιες συλλογικότητες. Αντιφασιστικά παρεμβατική για παράδειγμα μπορεί να γίνει η μουσική όταν η ΤΕΚ έφτιαξε το συλλογικό cd «Δεν θα πεθάνει μόνος τσάκισε τον» ή όταν το συγκρότημα των KollektivA πήρε τη πρωτοβουλία για την αντιφασιστική συλλογή «Μια απάντηση».

Παρεμβατική γίνεται η μουσική με δίσκους σαν το «Πρόγονε Πίθηκε εσύ τις Λες» των Magic de Spell ή το We Will Reign των αμερικάνων The Last Internationale, για να αναφέρω 2 «φρέσκα» παραδείγματα. Ακόμα περισσότερο όμως οι μουσικοί γίνονται παρεμβατικοί όταν δεν περιορίζονται μόνο στη δημιουργία αλλά αναλαμβάνουν τη πρωτοβουλία για μια συγκεκριμένη παρέμβαση στο πλευρό των μαζικών κινημάτων. Ο χώρος που μας φιλοξενεί είναι ένα τρανταχτό παράδειγμα. Ο χιπ χοπ καφενές της Εργατικής Λέσχης Περιστερίου, στον οποίο είχα τη τιμή να συμμετέχω πολλές φορές μέχρι σήμερα, αποτελεί μια συνάντηση μουσικών και ακροατών του χιπ χοπ με σκοπό την αντιμετώπιση της μουσικής με αλληλέγγυο κοινωνικό και ανατρεπτικά πολιτικό τρόπο, είναι ένα ακόμη παράδειγμα τέτοιου χαρακτήρα. Η πρακτική του Manu Chao  λ.χ όταν έτρεχε στις συναντήσεις του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος είναι ένα άλλο παράδειγμα, όπως και η πρακτική συγκροτημάτων σαν τους Rage Against The Machine και ανάλογων τους παραδειγμάτων.

Θα αναφέρω ακόμη 3 παρεμβάσεις  από τη διεθνή εμπειρία ως τροφή για σκέψη. Η πρώτη είναι η δίχως άλλο η πρωτοβουλία των Banda Bassotti για το αντιφασιστικό καραβάνι στην Ανατολική Ουκρανία και τις εξεγερμένες της περιοχές ενάντια στο φασιστικό καθεστώς του Κιέβου και ειδικά στο Ντομπάς, καραβάνι που το συγκρότημα διοργανώνει για 2η φορά μέσα σε 9 μήνες.

Η 2η αφορά την πρωτοβουλία των Tom Morello και Serj Tankian, δηλαδή τοproject Axis Of Justice, πρωτοβουλία η οποία ξεκίνησε σαν κίνηση αλληλεγγύης σε μια απεργία εμποροϋπάλληλων στις εταιρείες τροφίμων και μετεξελίχθηκε με τη συμβολή πολλών μουσικών της αμερικάνικης ροκ και χιπ χοπ σκηνής, σε μια συνολική πρωτοβουλία παρέμβασης σε όλη τη χώρα, η οποία παρεμβαίνει στην ατζέντα της κοινωνικό – πολιτικής αντιπαράθεσης είτε αυτή αφορά το θέμα του πολέμου στο Ιράκ, το occupy, την κατάληψη των δημοσίων υπαλλήλων στο Ουισκόνσιν, το μεταναστευτικό ζήτημα και την αστυνομική βαρβαρότητα.

Η τρίτη είναι το παράδειγμα του Power to the people festival που είχε συλλάβει ως ιδέα και οργανώσει στο Σαν Φρανσίσκο ο μουσικός και ακτιβιστής Michael Franti. Πρόκειται για ένα φεστιβάλ ένωσης της μουσικής διαμαρτυρίας με το αντιπολεμικό κίνημα, το οποίο έχει αποτελέσει έναν από τους χώρους ανάπτυξης του αντιπολεμικού κινήματος των ΗΠΑ. Ο κατάλογος θα μπορούσε να είναι πολύ μακρύς, ειδικά μάλιστα αν πιάσουμε τα θέματα που έχει αναδείξει η Λατινοαμερικάνικη εμπειρία και δεν θα μας έφταναν όχι 10 αλλά ούτε 1000 λεπτά.

Τέλος προχωρώ στο 3ο υποερώτημα του σημερινού μας θέματος. Στο ερώτημα της «επικινδυνότητας». Πότε η πολιτική τέχνη είναι και επικίνδυνη; Η τέχνη από μόνη της δεν μπορεί να είναι επικίνδυνη όσο ανατρεπτική και αν είναι στη μορφή και το περιεχόμενο. Η τέχνη από μόνη της δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, βέβαια ούτε ο κόσμος μπορεί να αλλάξει μόνο με μαζικούς αγώνες κινήματα, διεκδικήσεις, απεργίες, οδοφράγματα και συγκρούσεις. Θα ήταν μια αλλαγή, αν συνέβαινε ποτέ, καθόλου ποιητική και αξιακά «στεγνή».

Ο Σέρτζιο Ορτέγκα συνθέτης του El Pueblol Unido, έχει πει ότι «…δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατικό κίνημα χωρίς να στηρίζεται σε ένα αληθινό πολιτιστικό και καλλιτεχνικό ρεύμα μαζικό και ποιοτικό…»..Δεν μπορώ παρά να συνυπογράψω. Το πρώτο όμως που βάζει ο Ορτέγκα σε αυτή τη φράση είναι το «επαναστατικό κίνημα και η ύπαρξη του, χωρίς αυτό δεν μπορεί και από την άλλη να δημιουργείται αληθινό πολιτιστικό και καλλιτεχνικό ρεύμα.

Η Χιλιανή Χούντα δολοφόνησε το Βίκτορ Χάρα γιατί το καλλιτεχνικό του έργο αποτέλεσε μια μορφή οργανικής σύνδεσης της λαϊκής τέχνης με τον αγώνα για μια δίκαιη κοινωνία και για αυτό ήταν μισητός όσο λίγοι στους κύκλους της Χιλιανής και όχι μόνο δεξιάς και ακροδεξιάς. Στο πρόσωπο του δολοφονούσε το Nueva Cancion, το οποίο τόσο ως καλλιτεχνικό ρεύμα, όσο και σαν στάση των συντελεστών, του έθετε στη πράξη το ζήτημα μιας τέχνης οργανικά συνδεδεμένης με μια απόπειρα κοινωνικής αμφισβήτησης και χειραφέτησης.

Η επικινδυνότητα της τέχνης λοιπόν στην εποχή μας και σε κάθε εποχή συνίσταται στη διαλεκτική σύνδεση της με τα ανατρεπτικά ρεύματα και κινήματα του καιρού της. Χωρίς αυτή τη σύνδεση ακόμα και αν είναι σε μορφή και περιεχόμενο ανατρεπτική το πιθανότερο είναι να καταλήξει είτε σε μια έντιμη περιθωριοποίηση, είτε ακόμη χειρότερα να αποτελέσει ένα «ριζοσπαστικό» προϊόν πώλησης της βιομηχανίας του θεάματος, είτε τέλος, να ταλανίζεται διαρκώς μεταξύ συμβιβασμού και εξέγερσης, κατάσταση που διακρίνει πάρα πολλούς ριζοσπαστικούς καλλιτέχνες, όπως και το καθένα μας άλλωστε…

 

ΠΗΓΗ: Τέχνη Εν Κινήσει

http://techni-en-kinisei.blogspot.gr/2015/03/blog-post_29.html

Οι συνέπειες για την Ελλάδα λόγω της συμμετοχής στο εμπάργκο κατά της Ρωσίας από την Ε.Ε. (αναδημοσίευση)

Οι συνέπειες για την Ελλάδα λόγω της συμμετοχής στο εμπάργκο κατά της Ρωσίας από την Ε.Ε. του Γ. Τόλιου (αναδημοσίευση)

Γ. Τόλιος
Γ. Τόλιος, Διδάκτωρ Οικονομικών

Ρωσικό «εμπάργκο», εθνική κυριαρχία και πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική

                  Γιάννης Τόλιος, διδάκτωρ οικονομικών

 

Οι εξελίξεις στην Ουκρανία και η επιβολή κυρώσεων από ΗΠΑ-ΕΕ στη Ρωσία, με αντίστοιχα αντίμετρα (εμπάργκο) εκ μέρους της τελευταίας στις εισαγωγές αγροτικών προϊόντων, κυρίως στις χώρες της ΕΕ μαζί και Ελλάδα, έφερε στο προσκήνιο κρίσιμα ζητήματα εθνικής κυριαρχίας και αποτελεσματικότητας ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.

Εξωτερική πολιτική και …ροδάκινα

Ο τρόπος θεώρησης του «εμπάργκο» από την ελληνική κυβέρνηση είναι τουλάχιστον απαράδεκτος. Ενδεικτική η δήλωση της κοινοβουλευτικής εκπροσώπου Σ.Βούλτεψη (11.8.14), στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι «μια υπεύθυνη Πολιτεία δεν καθορίζει την εξωτερική της πολιτική με βάση κάποια φορτία ροδακίνων» και ότι …«η Ελλάδα δεν πρόκειται να εγκαταλείψει τις συμμαχίες της στο δυτικό στρατόπεδο». Η συγκεκριμένη δήλωση δείχνει όχι μόνο «ασχετοσύνη» για τις άμεσες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις του «εμπάργκο» σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, αλλά και μια παρωχημένη αντίληψη εξωτερικής πολιτικής, συνέχεια του πάλαι ποτέ δόγματος «ανήκομεν εις την Δύσην».!

Αξίζει να δούμε συνοπτικά τις συνέπειες του «εμπάργκο» στα αγροτικά προϊόντα, ως απάντηση στις «κυρώσεις» των ΗΠΑ-ΕΕ στη Ρωσία (απαγόρευση αγοράς ρωσικών χρεογράφων, πώληση εξοπλισμού για ειρηνικούς και στρατιωτικούς σκοπούς, εξοπλισμού στον ενεργειακό τομέα, κά). Οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων από ΕΕ προς Ρωσία ανέρχονται σε 12 δις € και μεγάλο μέρος αποτελούν ευπαθή προϊόντα (φρούτα, γαλακτοκομικά, κρέας, ψάρια, κά). Οι εξαγωγές της Ελλάδας φθάνουν τα 410 εκατ., ενώ από το εμπάργκο της Ρωσίας οι απώλειες της Ελλάδας σύμφωνα με εκτιμήσεις του «Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου», θα ανέλθουν 240 εκατ., από τα οποία 140 εκατ. από φρούτα (ροδάκινα, νεκταρίνια, ακτινίδια, σταφύλια). Τα αδιάθετα φρούτα λόγω του «εμπάργκο» θα φθάσουν 150.000 τόνους από τα οποία 70.000 τον. ροδάκινα. Πάνω από 25.000 παραγωγοί βρίσκονται στον «αέρα», ενώ 5 κλάδοι της αγροτικής παραγωγής έχουν υποστεί σοβαρές ζημιές, καθώς κλάδοι μεταποίησης (χυμοποίησης), μεταφοράς, εμπορίας, κά. Οι υποσχέσεις για αποζημιώσεις παραγωγών εκ μέρους της ΕΕ, εξαντλείται μέχρι στιγμής στην αύξηση του ποσοστού «απόσυρσης» (χωματερές) από 5% σε 10%, ενώ οι αόριστες υποσχέσεις της κυβέρνησης για εθνικές ενισχύσεις έχουν εντείνει την αγωνία και αδιέξοδα των παραγωγών. Από την άλλη για το «χτίσιμο θέσεων» στη ρωσική αγορά χρειάστηκαν 10 χρόνια, ενώ για την επανάκτηση θα χρειαστούν τουλάχιστον 5 χρόνια. Από τη Ρωσία εισάγουμε κυρίως πετρέλαιο και φυσικό αέριο (5 δις) και εξάγουμε αγροτικά (34% του συνόλου) γουναρικά (45% του συνόλου), ενώ η αυξανόμενη ροή ρώσων τουριστών, αφήνει στη χώρα πολύτιμο συνάλλαγμα (800 δολάρια κατά κεφαλή δαπάνη..!).

Η συμμετοχή της Ελλάδας στο «εμπάργκο» κατά της Ρωσίας και τα αντίμετρα της τελευταίας, έχουν φέρει σε δεινή θέση όχι μόνο τους παραγωγούς, αλλά και την προοπτική των ελληνικών προϊόντων στη ρωσική αγορά, από την οποία επωφελείται η Τουρκία και άλλες χώρες. Προφανώς η ελληνική οικονομία και ο ελληνικός λαός δεν έχουν τίποτα να κερδίσουν από αυτήν την πολιτική, ντυμένη μάλιστα με το μανδύα της «συμμαχικής αλληλεγγύης». Αντίθετα υπονομεύουν καίρια την παρουσία ελληνικών προϊόντων σε μια μεγάλη αγορά και οι απώλειες θα είναι μεγάλες σε βάθος χρόνου αν συνεχιστεί αυτή η πολιτική. Είναι χαρακτηριστική η απάντηση της Κομισσιόν, σε επιστολή του «Πανελλήνιου Συνδέσμου Εξαγωγέων» Ελλάδος για τους κινδύνους του «εμπάργκο» στα ελληνικά προϊόντα. Η απάντηση της Κομισσιόν αναφέρει ότι η εμπορική συμφωνία (27.6.14) μεταξύ ΕΕ και Ουκρανίας, Μολδαβίας, Γεωργίας για εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων, θα είναι επωφελής για την ΕΕ.! Χωρίς αμφιβολία για τις ισχυρές βιομηχανικές χώρες θα είναι, αλλά για την Ελλάδα οι απώλειες θα είναι δίπλευρες (βιομηχανικά και αγροτικά).

Εξωτερική πολιτική και ενεργειακός τομέας

Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι παρά τις απώλειες στα αγροτικά κερδίζουμε αλλού, πχ ενεργειακά. Δυστυχώς οι εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας, δείχνουν ότι η Ελλάδα είναι διαχρονικό «θύμα» των γεωπολιτικών στρατηγικών επιδιώξεων ΗΠΑ-ΕΕ και έχει απολέσει ουσιαστικά την εθνική της κυριαρχία. Να θυμίσουμε ότι πριν μερικά χρόνια (επί Κώστα Καραμανλή) είχε συμφωνηθεί η συμμετοχή της στην κατασκευή του αγωγού «Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη», αλλά επί πρωθυπουργίας Γιώργου Παπανδρέου με τις πιέσεις των αμερικανών η Ελλάδα αποσύρθηκε, χάνοντας την ευκαιρία συμμετοχής στα ευρύτερα ενεργειακά δίκτυα Ευρώπης-Ρωσίας. Επίσης πριν δύο χρόνο με την επιβολή «εμπάργκο» από την ΕΕ στο ιρανικό πετρέλαιο, η Ελλάδα δέσμια της λογικής του «αγκιστρωμένου ψαριού», συναίνεσε στην επιβολή «εμπάργκο» με αποτέλεσμα την απώλεια δυνατότητας αγοράς πετρελαίου σε χαμηλές τιμές και με πίστωση, σε μια περίοδο βαθιάς κρίσης. Η λογική της «παθητικής» προσαρμογής στις γεωπολιτικές στρατηγικές των κυρίαρχων ελίτ, Ουάσιγκτον-Βρυξελών-Βερολίνου, μόνο δεινά έχει σωρεύσει στον ελληνικό και κυπριακό λαό. Από την άλλη δεν υπήρξε καμιά θετική εξέλιξη στα λεγόμενα «εθνικά θέματα» (FYROM, ελληνοτουρκικά, Κυπριακό), ενώ οι δανειακές συμβάσεις και η επιβολή των Μνημονίων της τρόϊκα, έχουν φέρει τη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού στα πρόθυρα του Άδη.! Η κυβερνώσα ελληνική ελίτ και οικονομική ολιγαρχία, δείχνουν «αθεράπευτη» υποτέλεια και ξενοδουλεία προκειμένου να διασφαλίσουν στενά ταξικά συμφέροντα, απεμπολώντας ακόμα και την εθνική κυριαρχία.

Ανάγκη πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής

Το «εμπάργκο» στα αγροτικά προϊόντα, φέρνει στο προσκήνιο το κρίσιμο ζήτημα του προσανατολισμού της εξωτερικής πολιτικής και των διεθνών οικονομικών σχέσεων. Αντί θέση «κολαούζου» και «παθητικής» αποδοχής τετελεσμένων, η Ελλάδα έχει ανάγκη μιας ενεργητικής και πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής, με κύριο άξονα την ανάπτυξη σχέσεων με όλες τις χώρες, στη βάση της ισότιμης συνεργασίας και του αμοιβαίου οφέλους. Η Ελλάδα πρέπει άμεσα να διαχωρίσει τη θέση της από τις «κυρώσεις» των ΗΠΑ-ΕΕ κατά της Ρωσίας (χάριν του ακροδεξιού καθεστώτος της Ουκρανίας), οι οποίες εξυπηρετούν επιθετικές γεωπολιτικές στρατηγικές και καλλιεργούν νέο «ψυχρό πόλεμο» σε βάρος λαών και εργαζόμενων της ευρωπαϊκής ηπείρου. Να συμβάλλει επίσης στο μέτρο του δυνατού, στην ειρηνική επίλυση των διαφορών στην Ουκρανία, υπολογίζοντας τη βούληση των λαών, το σεβασμό του διεθνούς δικαίου και των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η ενδεχόμενη κλιμάκωση του «εμπάργκο» με Ρωσία, θα επιφέρει μεγάλα πλήγματα σε πολλούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας (ενέργεια, αγροτικά, γούνας, τουρισμός κά) και πολλαπλά διαφυγόντα κέρδη, σε σχέση με την ανάπτυξη της συνεργασίας με μια μεγάλη αγορά, στην οποία η Ελλάδα διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα (γεωπολιτικά, πολιτιστικά, ιστορικά, θρησκευτικά, κά), αντί όλα να θυσιαστούν στα κούφια ιδεολογήματα μιας αφηρημένης και επιβλαβούς «συμμαχικής αλληλεγγύης».

                                                                                                18.8.14

Email: ytolios@gmail.com   Blog: ytoliosblog.wordpress.com

πηγή: http://ytoliosblog.wordpress.com/

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη – Δημήτρης Κουφοντίνας

17Ν

Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη – Δημήτρης Κουφοντίνας (εκδ. Λιβάνης)

Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη – Δημήτρης Κουφοντίνας (εκδ. Λιβάνης)

Έχουν περάσει 12 έτη περίπου από την παράδοση του Δ. Κουφοντίνα και την ανάληψη της πολιτικής ευθύνης από μεριάς του, όσον αφορά τη δράση της οργάνωσης 17 Νοέμβρη. Έτσι μετά από ισάριθμα έτη φυλάκισης σε συνθήκες απομόνωσης στην ειδική πτέρυγα των φυλακών Κορυδαλλού, επιχειρεί μια συνολική αποτίμηση της δράσης της οργάνωσης, από την ίδρυσή της μέχρι και το 2002, όταν και έπεσε η αυλαία της ενεργητικής της δράσης, με τις συλλήψεις αρκετών μελών και την εξάρθρωσή  της, αλλά και του δικού του πολιτικού βίου αναγνωρίζοντας ως γεννέθλια πράξη του την αντιδικτατορική εξέγερση της 17ης Νοέμβρη 1973. Όσοι παρακολουθούσαν τότε τις εξελίξεις, μπορούν να θυμηθούν εύκολα τα γεγονότα μέσα σ’ ένα ζοφερό κλίμα τρομοϋστερίας, μάλλον δυσανάλογο συγκριτικά με την ένταση και τη συχνότητα δράσης της οργάνωσης, τουλάχιστον στο πεδίο της βίας, τα χρόνια πριν την εξάρθρωσή της. Η οργάνωση «ένοπλης προπαγάνδας» που για 27 ολόκληρα έτη δρούσε σχεδόν ανενόχλητη, επιφέροντας ισχυρά χτυπήματα στον κρατικό μηχανισμό και σε επιφανείς εκπροσώπους της πολιτικής, οικονομικής, στρατιωτικής ελίτ, εγχώριας και διεθνούς, είχε πέσει στα χέρια των αρχών, των οποίων όμως είχε προλάβει σε αρκετές περιπτώσεις και σε πολλά επίπεδα, να καταδείξει την αδυναμία τους στην αντιμετώπιση του αντάρτικου πόλης, τόσο με την άνεση της πολύχρονης διαφυγής και απόκρυψης, όσο και σε βίαιες αντιπαραθέσεις στο δρόμο. Μολονότι υπήρξαν άοκνες προσπάθειες για τον εντοπισμό της αρκετές φορές στο παρελθόν, χρειάστηκε ένα μοιραίο λάθος ή “δώρο” όπως χαρακτηρίστηκε από διάφορους κρατικούς λειτουργούς, ώστε να αρχίσει να ξεδιπλώνεται το κουβάρι της δράσης της, που έως τότε παρέμενε στο σκοτάδι.

Ωστόσο, παρά την εικόνα στα όρια του μύθου ή σωστότερα χάρη και σ’ αυτήν την εικόνα της άτρωτης οργάνωσης φάντασμα, που με επιμέλεια έχτιζε η 17 Νοέμβρη για τρεις περίπου δεκαετίες, η  κατάρρευση της ήρθε με ρυθμούς που κανείς δεν περίμενε, χάρη στις σχετικά εύκολες αποσπάσεις ομολογιών από τα περισσότερα μέλη της και κυρίως από την παντελή απουσία πολιτικού λόγου, γεγονός που πιθανά αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία. Στο διάστημα των δύο περίπου μηνών που μεσολάβησε από την έκρηξη της βόμβας στα χέρια του Σ. Ξηρού, μέχρι και την παράδοση του Δ. Κουφοντίνα, αυτή η απουσία και τα αλληλοκαρφώματα  μεταξύ πρώην συντρόφων, οδήγησε στην ηθική και πολιτική απαξίωση της πάλαι ποτέ κραταιάς οργάνωσης στο χώρο του ελληνικού αντάρτικου πόλεων.

Κάτω απ’ αυτές τις αδυσώπητες και οριακές συνθήκες, ο Δ. Κουφοντίνας αποτέλεσε το καλοκαίρι του 2002, το μοναδικό στέλεχος της οργάνωσης που κατονομάστηκε από πρώην συντρόφους του και διέφευγε της σύλληψης. Στο ενδεχόμενο δίλημμα μεταξύ της διατήρησης της ελευθερίας του -έστω και με όρους σκληρής παρανομίας, λόγω του ανελέητου ανθρωποκυνηγητού που στήθηκε για τον εντοπισμό του ως υπ’ αριθμόν ένα δημόσιου κίνδυνου- και της παράδοσης στις αρχές, ώστε να αναλάβει την πολιτική ευθύνη, πράξη  την οποία κανένα άλλο μέλος της οργάνωσης μέχρι τότε δεν αποτολμούσε, απάντησε ο ίδιος με ισχυρή βούληση και αξιοπαρατήρητα σταθερή -δεδομένων των συνθηκών-  στάση του. Χαρακτήρισε “ανέντιμη” μια τέτοιου είδους ελευθερία, τη στιγμή που οι πολιτικοί του σύντροφοι είχαν συλληφθεί, ενώ κι ο ίδιος εκβιάζονταν σχεδόν ανοιχτά με τη σύλληψη και της ερωτικής του συντρόφου (πράξη που δεν αποσόβησε τελικά η παράδοσή του, έστω και προσωρινά). Έτσι το φθινόπωρο του 2002, παραδίδεται μόνος του στην ασφάλεια, προσπαθώντας να περισώσει οτιδήποτε μπορούσε από την χαμένη τιμή της οργάνωσης και, από τον ρόλο του υπερασπιστή των αρχών και των ιδεών της 17 Νοέμβρη, αποτέλεσε  το μοναδικό στέλεχος-μέλος της που άρθρωσε συνεκτικό πολιτικό λόγο τόσο κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, όσο και στην απολογία του. Ένα λόγο όμως που υπό τις δεδομένες συνθήκες, σχεδόν απόλυτης έλλειψης στήριξης από τους συντρόφους, σε συνδυασμό με το κλίμα όχλου που εντέχνως δημιούργησαν οι πολέμιοι του, κατέστησε σχεδόν αδύνατο να γίνει επίκεντρο της υπόθεσης συνολικά και να αναδείξει τις πολιτικές της διαστάσεις. Ακόμα κι αυτή η μοναχική και απέλπιδα προσπάθεια άρθρωσης πολιτικού λόγου, φάνηκε να ενοχλεί τους κρατούντες που, προσπάθησαν και σε μεγάλο βαθμό κατάφεραν να αποσυνδέσουν την 17 Νοέμβρη από τον αυτοπροσδιορισμό της ως οργάνωσης πολιτικής (αντί)βίας και δη επαναστατικής, καταφέρνοντας να την παρουσιάσουν ως μια  κυρίως ποινική ομάδα, αποκόβοντας έτσι συνειδητά το ελληνικό αντάρτικο πόλεων από τις συνθήκες που το δημιούργησαν  και πολυκερματίζοντας την ιστορική αλήθεια, με τρόπο που καθιστούσε σχεδόν αδύνατη κάθε σύνδεση με τις απαρχές και την εξέτασή του ως  ιστορικό φαινόμενο . Ας θυμίσουμε την ευθεία αμφισβήτηση από μία ειδήμων σε θέματα τρομοκρατίας, η οποία αναρωτήθηκε μετά την απολογία του Δ. Κουφοντίνα εάν το κείμενο από το οποίο διάβαζε ήταν δικό του ή ήταν υποβολιμαίο.

Βέβαια, έπειτα από 12 χρόνια μάς είναι ευκολότερο να κοιτάξουμε πίσω με μεγαλύτερη ψυχραιμία, εκείνη τη φορτισμένη περίοδο και να διακρίνουμε τις υπερβολές της εποχής. Τότε το κράτος έχοντας αδράξει την ιστορική ευκαιρία,  εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο όλες τις δυνατότητες, ώστε να κάνει ξεκάθαρο προς πάσα κατεύθυνση πως το μονοπώλιο της άσκησης φυσικής βίας, εξ’ ορισμού του ανήκει (τον Βεμπεριανό ορισμό του κράτους υιοθετεί ο ίδιος ο συγγραφέας)[1]. Δεν κατάφερε και πρωτίστως δεν θέλησε να αποφύγει τις ρεβανσιστικές μεθοδεύσεις, ενάντια σε ότι αξιολογούσε πως το είχε απειλήσει μετωπικά και με περίσσιο θράσος. Με αυτήν την έννοια, η επιβολή των όρων του νικητή ήταν συντριπτική. Δεν αρκέστηκε απλά στην στέρηση της ελευθερίας όσων είχαν αντιταχθεί στην προηγούμενη μονοπώληση, αλλά επιδίωξε να τελειώνει μια και καλή με το ρόλο που διεκδικούσε να παίξει το αντάρτικο πόλης στην ελληνική κοινωνία, μην αναγνωρίζοντας το δικαίωμα της πολιτικής υπόστασης και ηθικής επιβίωσης του αντιπάλου, ακόμα και με όρους ηττημένου. Έτσι, έχοντας θεσμοθετήσει νομικά την ιδιαίτερη αντιμετώπιση της τρομοκρατίας με ειδικά δικαστήρια όπου δε θα παρίσταντο ένορκοι, παρά μόνο επαγγελματίες δικαστές οι οποίοι δεν είναι ευάλωτοι στο λαϊκό αίσθημα, δεν αναγνώρισε στην 17 Νοέμβρη την ύπαρξη πολιτικών κινήτρων, παρά μόνο ποινικές ευθύνες. Επιπλέον, εκτός του νομικού οπλοστασίου χρησιμοποιήθηκαν κι άλλα μέσα ώστε να απο-νομιμοποιηθεί και ανατραπεί κάθε ενδεχόμενο λαϊκό έρεισμα που είχε  πιθανά δημιουργήσει η δράση της συγκεκριμένης οργάνωσης, όπως η συντονισμένη διαμόρφωση κλίματος από τα ΜΜΕ, η “Ψυχιατρικοποίηση”, ώστε να καταδειχτεί η «διαστροφή», η “επικίνδυνη ψυχοπαθολογία” και η «εγκληματική προδιάθεση» αρκετών από τους συγκεριμένους κατηγορούμενους. Σε κάποιο βαθμό υιοθετήθηκαν ακόμα και παρωχημένες θεωρίες όπως του Λαμπρόζο, όπου η «εγκληματική ροπή» διαφαίνεται από τη φυσιογνωμία και τα χαρακτηριστικά του προσώπου.

Ας περάσουμε όμως στο βιβλίο αυτό καθ’ αυτό. Σ’ ολόκληρο το έργο, ο Δ. Κουφοντίνας επιχειρεί να ξεδιπλώσει την πολιτική, ιστορική, ιδεολογική, βιωματική ματιά του, με φιλοσοφικό εργαλείο και αρωγό τη διαλεκτική “όξυνση των αντιθέσεων”. Στο βιωματικό πεδίο, η πολιτική του διαμόρφωση λαμβάνει χώρα στα πρώτα, έντονα, μεταπολιτευτικά χρόνια, γεγονός που του δίνει την ευκαιρία να συναντηθεί και να συναντήσει ποικίλες όψεις του εξίσου ποικιλόχρωμου ελληνικού κινήματος. Ο Κουφοντίνας περιγράφει σε αδρές γραμμές την περιπλάνηση του τόσο με όρους αρχών, όσο και με ιδεολογικής ή και κομματικής ταυτότητας. Ως μαθητής εντάχθηκε στη νεολαία ΠΑΣΟΚ, γεγονός που για να εκτιμήσουμε πρέπει να αναλογιστούμε πως ήταν η σοσιαλδημοκρατία στην Ελλάδα μετά την πτώση της χούντας. Δηλαδή, μια εποχή η που κοινωνική-κινηματική βάση του ΠΑΣΟΚ ήταν πολύ πιο ριζοσπαστική. Στο νεόκοπο τότε κόμμα του Αντρέα Παπανδρέου, υπήρχε μια πανσπερμία ιδεών και ομαδοποιήσεων με εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα, προσανατολισμό και στρατηγικό στόχο. Σίγουρα, κινούνταν πολύ αριστερότερα από τη σημερινή χρεοκοπημένη σοσιαλδημοκρατία και από τα πάνω και από τα κάτω. Με πρώην στελέχη του ΠΑΚ, με αριστερούς σοσιαλδημοκράτες, με τροτσκιστές που έκαναν «εισοδισμό στο μεγάλο ρεφορμιστικό κόμμα» με στόχο να το εκτρέψουν πως επαναστατική κατεύθυνση και αρκετές ακόμα διαφορετικές ομαδοποιήσεις. Στα γραφεία της βάσης, ιδιαίτερα στις εργατογειτονιές, ο κόσμος κρεμούσε δίχως αναστολές τις φωτογραφίες του Μαρξ και του Άρη, έπειτα από δεκαετίες ασύστολης ασυδοσίας του παρακράτους και επιβολής της φίμωσης μέσω κρατικής τρομοκρατίας. Κάτω από την πίεση αυτής ζωντανής βάσης, ο Αντρέας Παπανδρέου και η υπόλοιπη ηγεσία, αναγκάζονται να οικειοποιηθούν από συνθήματα μέχρι ατόφια μέρη των προγραμμάτων  των αριστερών κομμάτων: “έξω οι βάσεις”, “έξω από την ΕΟΚ”, “έξω από το ΝΑΤΟ” ήταν κάποια από αυτά. Ωστόσο, ο Κουφοντίνας-όπως ο ίδιος διηγείται- μοιάζει να «διαβάζει» έγκαιρα  πως η σοσιαλδημοκρατία λειτουργεί για το κίνημα σαν βαλβίδα ασφαλείας που εκτονώνει τον ατμό του ριζοσπαστισμού κι όχι σαν το πιστόνι που θα τον καταστήσει ορμητικότερο και θα τον διοχετεύσει σε ακόμα υψηλότερα επίπεδα. Για την ιστορία να προσθέσουμε πως στα τέλη εκείνης της δεκαετίας κι εφόσον το ΠΑΣΟΚ «φλερτάρει» με τον αέρα της εξουσίας, έχοντας ανέλθει σε κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, θα περάσει σε ομαδικές διαγραφές των πιο αριστερών στελεχών του. Ο Ανδρέας Παπανδρέου (και) με αυτήν την κίνηση πετυχαίνει δύο στόχους: αφενός ομογενοποιεί το κόμμα του προς την κατεύθυνση της εκλογικής ανάθεσης[2], αφετέρου δίνει πιστοποιητικά ομαλότητας στην άρχουσα τάξη, ώστε να πάρει το πράσινο φως μπροστά στη διαφαινόμενη εκλογική νίκη του 1981. Έκτοτε, ο ριζοσπαστισμός του θα κινείται πρωτεύοντος σε συνθηματολογικό επίπεδο: «στις 18 σοσιαλισμός» και δευτερεύοντος (μετεκλογικά), σε μεταρρυθμίσεις που ευνοούν μεν τα μικρομεσαία στρώματα, αλλά που θα αποδειχτούν βραχύβιες, συγκυριακές και επιδερμικές καθώς στηρίζονται περισσότερο στα ευρωπαϊκά κονδύλια και όχι σε φορολόγηση του πλούτου και ρήξη με την οικονομική ελίτ. Έτσι, η μικρή Πασόκικη άνοιξη της αλλαγής, θα διαρκέσει μόνο στην πρώτη τετραετία και θα ακολουθήσει επιστροφή στη λιτότητα από το 1985 κι έπειτα.

Όσον αφορά την περιπλάνηση του Δ. Κουφοντίνα  στα κόμματα της εξωκοινοβουλευτικής και επαναστατικής αριστεράς (άκρας αριστεράς όπως την ονομάζει ο ίδιος), θα συνεχιστεί μ’ ένα σύντομο πέρασμα από μια τροτσκιστική ομάδα που δεν κατονομάζει και από ένα εξίσου σύντομο πέρασμα από την μαοϊκή ΟΜΛΕ, η οποία τον κάλυψε περισσότερο ιδεολογικά. Εδώ ίσως αξίζει να αναφέρουμε πως στο χώρο της μεταπολιτευτικής ελληνικής εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, οι μαοϊκές ιδέες είχαν διακριτά μεγαλύτερη πρόσληψη και απήχηση από τις τροτσκιστικές που θεωρούνταν πιο δύσκολες. Δεν πρέπει να υποτιμάμε το γεγονός πως ο Μάο είχε κατακτήσει την εξουσία στην Κίνα με μια «ανορθόδοξη» επανάσταση, ενώ ο Τρότσκι έμεινε αριστερή αντιπολίτευση εντός του Κ.Κ.Σ.Ε, μέχρι να ξεκινήσουν οι διώξεις και οι εξορίες που κατάληξαν στη δολοφονία του στο Μεξικό. Με κινηματικούς όρους, ο Δ. Κουφοντίνας θα περάσει από το Μαζικό Κίνημα και τις συνδικαλιστικές εκφάνσεις του και ακολούθως το Πολύμορφο. Ιδιαίτερη μνεία κάνει στην Αυτονομία, αν και στην Ελλάδα δε γνώρισε την απήχηση που είχε στην Ιταλία[3].

Μέσα απ’ τις παρυφές του ποικιλότροπα εκφραζόμενου κινήματος, με τις όποιες αποκλίσεις, διαφοροποιήσεις, διαδρομές που αρκετές εισάγονται από φοιτητές στο εξωτερικό ή εξόριστους την περίοδο της δικτατορίας, ο Κουφοντίνας θα έρθει σε επαφή και με τον ένοπλο χώρο. Αρχικά με τον ΕΛΑ[4], που όπως φαίνεται κι από τις περιγραφές του, υπήρξε η πλέον μαζική ένοπλη οργάνωση της μεταπολίτευσης κι απ’ αυτήν ξεπήδησαν αρκετές ακόμα οργανώσεις. Άλλωστε, τη μορφή ενός «στεγανοποιημένου» πυρήνα του ΕΛΑ, φαίνεται να είχε αρχικά και η 17 Νοέμβρη, πριν διασπαστεί σχηματίζοντας διακριτή οργάνωση.

Απ’ αυτό το σημείο κι έπειτα, το βιβλίο μας δίνει μια αρκετά περιγραφική εικόνα του ένοπλου στη μεταπολίτευση κι έπειτα. Ωστόσο, ο Δ. Κουφοντίνας έχει την επίγνωση πως ακόμα είναι νωρίς για συνολική ιστορική αποτίμηση του αντάρτικου πόλης στην Ελλάδα. Δίχως τη διάθεση να πιστώσουμε στο συγγραφέα τον “φετιχισμό του Τόμιγκαν” όπως εύστοχα χαρακτηρίζει την έπαρση ατόμων ή ομάδων της αριστεράς ο Σ. Τσίρκας στις Ακυβέρνητες Πολιτείες, που λόγω της τριβής τους με τα όπλα, διακατέχονταν από αίσθημα παντοδυναμίας, φτάνοντας συχνά σε ανεδαφικά συμπεράσματα και υπερφίαλες εκτιμήσεις, παρατηρούμε πως έκτοτε την προσωπική του διαδρομή, διακρίνουν επιλογές με μια διαχρονικά σταθερή προσήλωση, στην αναγκαιότητα της ανάπτυξης ενός ένοπλου τμήματος του κινήματος. Αν και ο ίδιος επαναλαμβάνει πως δεν υποτιμά την αναγκαιότητα όλων των ειδών πάλης,  τον εαυτό του από τη συνάντηση με τον ΕΛΑ κι έπειτα, τον εντάσσει πάντα στα όρια του αντάρτικου πόλης. Με τη σημασία που έχουν λοιπόν οι προσωπικές αποφάσεις, ίσως αυτό το κομμάτι δεν αναλύεται όσο θα έπρεπε, ώστε να γίνει κατανοητή αυτή η αναγκαιότητα ως πολιτική επιλογή.

Όσον αφορά τη 17 Νοέμβρη ειδικότερα, μέσα από τις περιγραφές του Δ. Κουφοντίνα μπορούμε να την χωρίσουμε σε τρεις διαφορετικές περιόδους. Την αρχική μέχρι και το 1983, περίοδο που η οργάνωση διαμορφώνει την ιδιαίτερη ταυτότητά της, κυρίως με τις επιλογές των στόχων που χτυπάει. Το 1983 πραγματοποιείται η μοναδική συνδιάσκεψη που έλαβε χώρα στη διάρκεια των 27 χρόνων ζωής της οργάνωσης[5]. Μπορούμε να συμπεράνουμε πως η 17 Νοέμβρη είχε μεγαλώσει αρκετά, ώστε στη συνδιάσκεψη να κατέβουν 3 διαφορετικά κείμενα: το πλειοψηφικό και 2 μικρότερης επιρροής –αν και για τον ίδιο όχι μικρότερης πολιτικής σημασίας- όπου από τις συγκροτημένες αποχωρήσεις, αφήνει να εννοηθεί πως λειτουργούσαν ως φράξιες. Βέβαια, η στροφή της οργάνωσης προς «στρατιωτική» κατεύθυνση είχε αντανάκλαση στην εσωτερική δημοκρατία για λόγους ασφάλειας. Το τίμημα από τη συγκεκριμένη επιλογή στεγανοποίησης, μελλοντικά θα αποδειχτεί πολυεπίπεδο και βαρύ.  Αργά αλλά σταθερά, ο συγγραφέας βλέπει με κριτικό μάτι κάποιες καίριες επιλογές, κάνοντας συνάμα και την αυτοκριτική του. Σταχυολογώντας μπορούμε να διακρίνουμε πως οι αποφάσεις της συνδιάσκεψης για στρατιωτική δράση, οδήγησαν μεν στην «πυκνή» από χτυπήματα 2η δεκαετία 1983-1992, είχαν κόστος δε στον εσωτερικό διάλογο, στη θεωρητική και ιδεολογική κατάρτιση των μελών, στο επίπεδο της πολιτικής κουβέντας στο εσωτερικό. Διαδικασίες όπως οι προηγούμενες, μπορούν να λειτουργήσουν διαβρωτικά, κάτι που όπως παραδέχεται και ο ίδιος ο συγγραφέας φάνηκε στην περίοδο των συλλήψεων, αφήνοντας να εννοηθεί πως τα μέλη της 17 Νοέμβρη δεν είχαν τελικά το υπόβαθρο ώστε να ανταπεξέλθουν σε μια τόσο έντονα ψυχοπιεστική κατάσταση, με αποτέλεσμα να σπάσουν στην ανάκριση.

Επίσης, κάτι που παραδέχεται ο Δ. Κουφοντίνας, είναι πως οργανώσεις με την κλειστή δομή της 17 Νοέμβρη και το στρατιωτικό χαρακτήρα, καταλήγουν να συμπεριφέρονται και να λειτουργούν με τον τρόπο που θεωρητικά πολεμούν, δηλαδή της «φωτεινής πρωτοπορίας» διαποτισμένες με τη λογική της ανάθεσης. Σημεία τα οποία ίσως δε φωτίζει αρκετά, είναι το κατά πόσο ο τραγικός θάνατος του Θ. Αξαρλιάν επηρέασε την 3η περίοδο της 17 Νοέμβρη, όπου διακρίνουμε αραιά χτυπήματα συγκριτικά με την προηγούμενη. Δεν ξεκαθαρίζει επίσης αν το συγκεκριμένο γεγονός αποτέλεσε αφετηρία εσωτερικού προβληματισμού ή και αποχωρήσεων από την οργάνωση. Επίσης, δε φαίνεται πουθενά ο προβληματισμός γύρω από την έλλειψη ανάληψης της ευθύνης από τα στελέχη της οργάνωσης, αν τελικά μπορεί να οφείλεται σε μια ακόμα λογική που ήθελε να αποφύγει η  17 Νοέμβρη. Δηλαδή, αυτήν της προστασίας της ηγεσίας, ακόμα και με ηθικούς ή πολιτικούς συμβιβασμούς.

Συμπερασματικά, μπορούμε να συμπυκνώσουμε στα εξής: α) ο συγγραφέας δίνει μια αρκετά συνεκτική περιγραφή του αντάρτικου πόλης από τη μεταπολίτευση έως το 2002 β) μέσα από τη δική του διαδρομή και οπτική φτάνει σε κάποια αυτοκριτικά συμπεράσματα, τα οποία εν πολλοίς αποτελούσαν και πάγια κριτική μεγάλου τμήματος της αριστεράς για το αντάρτικο πόλης σε συνθήκες αστικής δημοκρατίας. Αν όμως τα συγκεκριμένα συμπεράσματα, διατηρούν την αξία τους, είναι ακριβώς γιατί πρόκειται για προϊόν αυτοκριτικής και μάλιστα σε συνθήκες απομόνωσης.  γ) οι συνθήκες με τα μπλοκαρίσματα σπιτιών επαφών ή πρώην μελών της οργάνωσης αμέσως μετά την έκρηξη στον Πειραιά, δίνουν για πρώτη φορά την αίσθηση της έμμεσης παραδοχής, πως τελικά οι διωκτικοί μηχανισμοί είχαν φτάσει αρκετά κοντά στην 17 Νοέμβρη δ) σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο, η συγκεκριμένη προσπάθεια δεν ξέρω αν έχει να πει κάτι καινούριο και δε γνωρίζω αν αυτό αποτέλεσε και μέλημα του συγγραφέα. Ωστόσο, μας δίνει έναν ιδιαίτερα κατατοπιστικό χάρτη για το αντάρτικο πόλης της μεταπολίτευσης, τις διαφορές ή και ομοιότητες μεταξύ των οργανώσεων. ε) χρήζει μεγαλύτερου προβληματισμού το αν τελικά οργανώσεις με τη δομή της 17 Νοέμβρη, εξυπηρετούν ακόμα και τους στόχους που οι ίδιες βάζουν, καθώς λογού χάρη στον πιο ανοιχτό και σε μεγαλύτερη επαφή με την κοινωνία ΕΛΑ, δεν παρατηρήθηκαν ή δεν εντοπίστηκαν τόσο αδύνατα και διαβρωτικά στοιχεία. ζ) τέλος, όσον αφορά τις ομολογίες ο συγγραφέας δίνει τη δική του ερμηνεία που βασίζεται σε πληθώρα παραγόντων. Προσπαθεί να ερευνήσει και να εξηγήσει τους λόγους που οδήγησαν στο σπάσιμο των περισσότερων μελών. Αντίθετα, όσον αφορά τα στελέχη που είχαν ηθική υποχρέωση να αναλάβουν την ευθύνη, αρκείται στο να θίξει απλά πως δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων. Εύλογα, μπαίνει το ερώτημα γιατί δεν προσπαθεί να δώσει κάποια ερμηνεία και να εξηγήσει αυτό το γεγονός. Από αυτήν την άποψη, ο συγγραφέας δίνει την αίσθηση πως κάποια ζητήματα δε θέλει- προς το παρόν τουλάχιστον- να τα ακουμπήσει. Άλλωστε, όπως λέει κι ο ίδιος μπορεί να μην ειπωθούν τα πάντα, αλλά όσα θα ειπωθούν θα είναι αλήθεια.

[1]    Εδώ υπάρχει ένας ορισμός του κράτους που συγγενεύει με τις αντιλήψεις των Ρώσων αναρχικών του 19ου αιώνα. Ωστόσο, εκείνος που έδωσε έναν πιο συνεκτικό, συγγενή ορισμό ήταν ο Γερμανός κοινωνιολόγος Μαξ Βέμπερ, ο οποίος είδε τον καπιταλισμό περίπου ως φυσική κατάληξη του Προτεσταντισμού, της σκληρής ηθικής του και της εκτίμησης που έτρεφε για την εργασία, το εμπόριο, την αποταμίευση κ.ο.κ. Βέβαια, η συγκεκριμένη θεώρηση έχει αμφισβητηθεί πειστικά, διότι την εποχή που εξετάζει ο Βέμπερ, είχαν ήδη εμφανισθεί και εγκαθιδρυθεί-μέσω διαφορετικών τυπολογιών ανάπτυξης- ισχυροί καπιταλιστικοί θύλακοι και στην Ρωμαιο-Καθολική Ευρώπη. Όσον αφορά δε το κράτος ειδικότερα, για τον Βέμπερ αποτελούσε την “τάση μονοπώλησης της χρήσης φυσικής βίας” και στο βιβλίο του Δ. Κουφοντίνα, ο ορισμός του κράτους και η σχέση του με τη βία έρχεται σε εγγύτητα, αν δεν ταυτίζεται απόλυτα με την βεμπεριανή θεώρηση. .

[2]    Η ρεφορμιστική λογική της ανάθεσης, αποτελεί μια ακόμα ειδοποιό διαφορά μεταξύ Ρεφορμιστικών και Επαναστατικών αριστερών πολιτικών σχηματισμών κι όχι μόνο. Η παραδοχή του συγγραφέα πως τελικά η 17 Νοέμβρη, λόγω της οργανωτικής της δομής (που τελικά είναι και πολιτική, καθώς το οργανωτικό και το πολιτικό ως ζητήματα, έχουν εν’ τέλει άρρηκτη και ισχυρά διαλεκτική σχέση μεταξύ τους), των στρατηγικών επιλογών της, του τεράστιου τελικά εσωτερικού δημοκρατικού ελλείμματος (μια συνδιάσκεψη σε 27 έτη δράσης, μειωμένη ανοχή στις 2 μειοψηφικές φράξιες και απομάκρυνσή τους, υποβάθμιση του εσωτερικού διαλόγου και της πολιτικο-ιδεολογικής θωράκισης των μελών), οδήγησε τελικά σε ότι η 17Ν μέμφονταν, δηλαδή να αποδεχτεί πρακτικά το ρόλο της “οργάνωσης πολιτικής πρωτοπορίας” που υποκαθιστά την αυτενέργεια της τάξης. Ο αριστερισμός της 17Ν στο συγκεκριμένο ζήτημα και η σιωπηρή αποδοχή από τα μέλη της, πως  αποτελούν τμήμα της διακριτής οργανωτικά και “φωτεινής” πολιτικά εμπροσθοφυλακής του κινήματος, αποτελεί στην πραγματικότητα την άλλη όψη του νομίσματος της ανάθεσης. Οι προηγούμενες παραδοχές  αποτελούν αναμφίβολα -έστω και ετεροχρονισμένη-αυτοκριτική από τη μεριά του Δ. Κουφοντίνα, για την κατάληξη της “πολιτικο-στρατιωτικής” επιλογής  της 17Ν, με τεράστιο-όπως αποδείχτηκε και αποδέχεται κι ο συγγραφέας- κόστος .

[3]             πολύ καλό για την ιταλική αυτονομία το βιβλίο του Νάνι Μπαλεστρίνι Οι αόρατοι/εκδ. Βιβλιοπέλαγος/μτφρ, Δ. Δεληολάνης

[4]    Πιθανά, η σταθερότερη θέση που διακρίνει την πολιτική διαδρομή του συγγραφέα, τουλάχιστον από τα τέλη της δεκαετίας του 70′ κι έπειτα, αποτελεί η αναγκαιότητα ανάπτυξης  ενός ένοπλου τμήματος του κινήματος. Αν και συχνά επικαλείται την αντίληψή του περί αναγκαιότητας ανάπτυξης όλων των μορφών πάλης, δίχως να τις ιεραρχεί αξιολογικά, εν τούτοις οι προσωπικές του επιλογές κινούνται εντός των ορίων του αντάρτικου πόλης. Την προηγούμενη επιλογή, μοιάζει να περιχαρακώνει αυστηρά η οργανωτική δομή και η στρατηγική της 17 Ν, η οποία σε αντίθεση με τον ΕΛΑ αποτελεί μια πολύ πιο κλειστή και “στεγανοποιημένη” οργάνωση. Το συγκεκριμένο γεγονός δε θα τις επιτρέψει να κεφαλαιοποιήσει οργανωτικά, πολιτικά, στελεχικά κ.λ.π. από τη δεξαμενή των συμπαθούντων που είχε δημιουργήσει με τη δράση της. Το έλλειμα αυτής της πολιτικής επιλογής ο Δ. Κουφοντίνας θα το βιώσει με τραγικό τρόπο, την πιο κρίσιμη στιγμή, μετά την έκρηξη στον Πειραιά. Δηλαδή, η απουσία δεσμών με το μαζικό κίνημα, το οποίο θεωρητικά συμπλήρωνε ή υπηρετούσε η 17 Ν, θα έχει ως απόρροια την παντελή απουσία ενός υποτυπώδους έστω δικτύου αλληλεγγύης που θα καθιστούσε αποτελεσματική την προστασία του, όσο διάστημα θα επέλεγε την παρανομία. Παρ’ όλα αυτά, ο συγγραφέας παραδέχεται πως κατά τη διάρκεια της υποδικίας και της δίκης, το περιορισμένο μεν, αψηφώντας το κλίμα κρατικής τρομοκρατίας δε, κίνημα αλληλεγγύης και έμπρακτης συμπαράστασης  εκδηλώθηκε τελικά από τους κόλπους του χώρου που ο ίδιος ονομάζει άκρα αριστερά και που σε αρκετές περιπτώσεις είχε δεχτεί κι αυτή τις βολές κριτικής σε προκηρύξεις της 17 Ν.

[5]    Εδώ παρατηρούμε άλλη μια αντίφαση μεταξύ θέσεων της οργάνωσης και πραγματικότητας, η οποία λόγω συνθηκών παρανομίας την καθιστά ακόμα πιο ακραία. Δηλαδή, σε 27 έτη δράσης το κορυφαίο όργανο που ακούει στο όνομα Συνδιάσκεψη συγκλήθηκε μονάχα μια φορά! Ο συγγραφέας στην προσπάθεια αυτοκριτικής και κριτικής της οργάνωσης, αναδεικνύει πόσο καταστροφική στάθηκε αυτή επιλογή, όμως υπάρχουν και κομμάτια που δεν ακουμπάει. Αναλυτικότερα, ενώ η 17 Ν θεωρεί ως ιστορικά αποτυχημένο το μοντέλο του Δημοκρατικού Συγκεντρωτισμού, στην πραγματικότητα το αναπαράγει στη χειρότερη μορφή του και υιοθετώντας μόνο το σκέλος του συγκεντρωτισμού. Όπως ο Δ.Κ. Παραδέχεται, οι 2 μειοψηφούσες φράξιες είδαν την πόρτα εξόδου από την οργάνωση. Η εξέλιξη αυτή βοήθησε βραχυπρόθεσμα, δημιουργώντας ένα ομοιογενές σύνολο “πολεμιστών” που προχώρησε στην πυκνή δράση της περιόδου 1983-92. Μεσοπρόθεσμα, φτώχυνε την οργάνωση από την πλευρά του διαλόγου, της κατάθεσης αντίθετων απόψεων, προβληματισμών και διαφωνιών. Τα προηγούμενα όμως για μια επαναστατική οργάνωση δεν πρέπει να αποτελούν τροχοπέδη, αλλά ένδειξη ζωντάνιας. Αποτελούν αντανακλάσεις του σύνθετου κοινωνικού γίγνεσθαί, το οποίο εισπράττουν τα μέλη στην καθημερινή τριβή τους στους χώρους που κινούνται και φέρνοντάς τους προβληματισμούς στην οργάνωση, πρέπει οι αντιθέσεις να οδηγούν σε νέες διαλεκτικές συνθέσεις. Αυτό όμως είναι αδύνατο όταν οι φορείς διαφωνιών φιμώνονται ή εξοβελίζονται. Μακροπρόθεσμα, η λογική της “καθαρής” δίχως διαφωνίες οργάνωσης, οδηγεί σε όσα τραυματικά βίωσε ο Δ.Κ. το 2002. Ο φτωχός εσωτερικός διάλογος, η ελλειμματική ιδεολογικο-πολιτική θωράκιση ελλοχεύουν-μεταξύ πολλών άλλων- τον κίνδυνο διάσπασης στην πρώτη δυσκολία του (φαινομενικά) δυνατού συνόλου στα επιμέρους συστατικά του (άτομα), ακριβώς γιατί η συνοχή δεν έχει διασφαλιστεί μέσω της υπέρβασης των αντιθέσεων. Πως όμως ήταν λειτουργική η 17 Ν για τόσα χρόνια; Αυτό το σημείο φοβάμαι πως δεν το ακουμπάει ο συγγραφέας. Στην πραγματικότητα, τα πρώτα χρόνια μοιάζει να κινείται με κεκτημένη ταχύτητα της συνδιάσκεψης του 1983. Αργότερα, μας σκιαγραφεί την ύπαρξη μιας συντονιστικής ομάδας (τηρουμένων των αναλογιών μοιάζει με το πολιτικό γραφείο αριστερών κομμάτων που στις ακραίες εκφάνσεις του έχει κύρος και δύναμη ογκόλιθου, διεκδικώντας το αλάθητο) η οποία συναντιούνταν κι αποφάσιζε. Ο συγγραφέας αποφεύγει να εξηγήσει ποιοι και με τι κριτήρια παρακολουθούσαν τις συνεδριάσεις του, αν τα μέλη εκλέγονταν, αν ήταν ανακλητά και πολλά άλλα. Συνεπώς, μπορούμε να κάνουμε κάποιες βάσιμες υποθέσεις απ’ όσα δε θεωρεί σκόπιμο να αναφέρει. Ειδικότερα, από το 1983 έως το 2002, ο Δ.Κ. Δεν κρίνει άξια αναφοράς ούτε μία μεγάλη πολιτική διαφωνία. Είναι δυνατόν σε μια επαναστατική οργάνωση να μην προκύπτουν διαφωνίες; Κι εφόσον δεν υπήρχαν όργανα κατοχυρωμένα καταστατικά (π.χ. Συνδιάσκεψη) πως επιλύονταν, με την επιβολή της “αυθεντίας;

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ-ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΛΕΞΑΤΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ-ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΛΕΞΑΤΟΣ (εκδ. Γειτονιές του Κόσμου)

λεξικο-     Πρόκειται γι’ αυτό ακριβώς που περιγράφει ο τίτλος. Δηλαδή, ένα λεξικό ειδικής θεματολογίας, οργανωμένο σε λήμματα (συγκεκριμένα 1.400) με ΑΒητική σειρά.

Περιλαμβάνει ανθρώπους (στελέχη, καλλιτέχνες κ.λ.π.), συλλογικότητες (οργανώσεις, σωματεία κόμματα κ.α.), έντυπα, λέξεις από την ορολογία που συναντάμε συχνότερα στο Εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα (με έμφαση στην αριστερά) και πληθώρα άλλων λέξεων.

ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑ του έργου, αποτελεί η παράθεση λημμάτων που δε συναντάμε καν σε εγκυκλοπαίδειες και σε κάποιες περιπτώσεις ούτε στο διαδίκτυο.

ΜΕΙΟΝΕΚΤΗΜΑ του έργου, αποτελεί η ιδιαίτερα συνοπτική παράθεση πληροφοριών για κάθε λήμμα. Ωστόσο, ας έχουμε κατά νου πως πρόκειται για λεξικό κι όχι εγκυκλοπαίδεια.

Συμπερασματικά, πρόκειται για ένα χρήσιμο έργο που καλύπτει επαρκώς το χώρο που αναφέρει ο τίτλος, στην περίπτωση που θέλουμε να υπάρχει στη βιβλιοθήκη μας, ένα λεξικό που συγκεντρώνει μια τόσο ιδιαίτερη θεματολογία, ώστε να ανατρέχουμε εύκολα και να αντλούμε γρήγορα πληροφορίες για ζητήματα του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος.

Η γαλλική και ιταλική επιπλοκή της Ευρωζώνης

Ένα καλογραμμένο, απλό & κατανοητό άρθρο-ανάλυση, που δείχνει πως δημιουργήθηκε η κρίση και γιατί υποδαυλίστηκε, μεταξύ «φιλικών» κρατών της Ε.Ε. Αν μη τι άλλο, το άρθρο του Κ. Λαπαβίτσα αποτελεί από τις πλέον ενδιαφέρουσες αναλύσεις για την κρίση, χρησιμοποιώντας τα πάντα επίκαιρα εργαλεία του μαρξισμού. Και, κυρίως αναδεικνύει κατανοητά και πειστικά τόσο τη σημασία της ταξικής πάλης εντός κάθε έθνους-κράτους, όσο κι αυτήν του ανταγωνισμού μεταξύ αστικών τάξεων ανάμεσα σε θεωρητικά συμμαχικά διαφορετικά κράτη της Ε.Ε.

 

Η γαλλική και ιταλική επιπλοκή της Ευρωζώνης

11 Μαρτίου 2014

c9ed3-86432-lapavitsasτου Κώστα Λαπαβίτσα

Την προηγούμενη εβδομάδα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σε μια σπάνια έξαρση ειλικρίνειας, ανακοίνωσε ότι η Γαλλία και η Ιταλία έχουν πλέον γίνει το επίκεντρο του προβλήματος της Ευρωζώνης. Οι δύο χώρες πάσχουν από έλλειμμα ανταγωνιστικότητας. Πολύ σωστή η θέση της Επιτροπής, μόνο που δεν ήθελε, ή δεν είχε το κουράγιο, να βγάλει τα λογικά συμπεράσματα. Ας συμβάλλουμε λοιπόν στις προσπάθειες των καλών γραφειοκρατών των Βρυξελλών με μια απλή ανάλυση.

Το διάγραμμα που παραθέτω προέρχεται από μια μελέτη που έκανα το 2013 από κοινού με το Χάινερ Φλάσμπεκ για λογαριασμό του Ινστιτούτου Ρόζα Λούξεμπουργκ στη Γερμανία. Δείχνει τη μεταβολή του ονομαστικού μοναδιαίου κόστους εργασίας στη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ελλάδα και την Ισπανία. Το ονομαστικό μοναδιαίο κόστος εργασίας είναι ο πλέον διαδεδομένος δείκτης ολικής, ή εθνικής, ανταγωνιστικότητας, διότι λαμβάνει υπόψη του τις αλλαγές στην παραγωγικότητα και εστιάζει στις αλλαγές του συνολικού κόστους εργασίας.

Αν η καμπύλη μιας χώρας υπερβαίνει αυτή μιας άλλης, η πρώτη χάνει ανταγωνιστικότητα. Η μεταβολή του ονομαστικού μοναδιαίου κόστους εργασίας είναι επίσης πολύ στενά συνδεδεμένη με τον πληθωρισμό, χωρίς βέβαια να τον προκαλεί. Για το λόγο αυτό το διάγραμμα δείχνει και το στόχο πληθωρισμού της ΕΚΤ, που βρίσκεται λίγο πιο κάτω από 2%. Αν το κόστος εργασίας μιας χώρας υπερβαίνει συστηματικά αυτό μιας άλλης, τότε και ο πληθωρισμός της θα είναι υψηλότερος, άρα θα χάνει ανταγωνιστικότητα.

ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΟ ΜΟΝΑΔΙΑΙΟ ΚΟΣΤΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

eurozone

Το βαθύτερο πρόβλημα της Ευρωζώνης απεικονίζεται με ενάργεια στο διάγραμμα. Από την υιοθέτηση του ευρώ και μετά η ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας και της Ισπανίας ως προς τη Γερμανία κατέρρευσε. Το αποτέλεσμα ήταν μεγάλα ελλείμματα στις τρέχουσες συναλλαγές και των δύο χωρών, που στην περίπτωση της Ελλάδας έφτασαν το τεράστιο 15% του ΑΕΠ το 2008. Τα ελλείμματα, πολύ φυσιολογικά, χρηματοδοτήθηκαν με δανεισμό από τις πλεονασματικές χώρες, δηλαδή κυρίως τη Γερμανία. Έτσι εμφανίστηκε ο διαχωρισμός κέντρου – περιφέρειας. Οι άφθονες ροές κεφαλαίου από το κέντρο, με πολύ φθηνά επιτόκια μέχρι το 2008, οδήγησαν και σε πιστωτική έκρηξη στην περιφέρεια. Η κατάληξη ήταν η περιφέρεια να βουλιάξει στα χρέη – ιδιωτικά και δημόσια, εγχώρια και διεθνή.

Ο κύριος λόγος απώλειας της ανταγωνιστικότητας, όπως επίσης δείχνει το διάγραμμα δεν ήταν μια μισθολογική έκρηξη στην περιφέρεια, αλλά η καθήλωση του εργατικού κόστους στη Γερμανία, ιδίως μέχρι το 2008. Το ανταγωνιστικό όφελος για τις γερμανικές επιχειρήσεις, δεδομένου ότι μέσα στην ΟΝΕ δε μπορεί να υπάρξει υποτίμηση, ήταν τεράστιο. Η γερμανική εμπορική υπεροχή οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στην πίεση που δέχθηκαν οι Γερμανοί εργάτες και ελάχιστα στην περιβόητη γερμανική αποτελεσματικότητα και τα συναφή.

Για να το θέσω με μαρξιστικούς όρους, η κρίση της Ευρωζώνης είναι στη βάση της πρόβλημα ταξικό, δηλαδή σχέσεων κεφαλαίου-εργασίας. Το μοναδιαίο κόστος εργασίας ποικίλλει σε κάθε χώρα ανάλογα με την ιστορία της, του θεσμούς της και την ταξική της πάλη. Η γερμανική αστική τάξη σε συνεργασία με το κράτος και με τη στήριξη των συνδικάτων κατήγαγε θρίαμβο επί της γερμανικής εργατικής τάξης τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Σχεδόν όλη η αύξηση της παραγωγικότητας – όση αυτή ήταν – πήγε στα κέρδη του κεφαλαίου. Οι αστικές τάξεις της περιφέρειας δεν είχαν την ίδια επιτυχία απέναντι στις δικές τους εργατικές τάξεις κι έτσι βρέθηκαν υποτελείς της γερμανικής μέσα στην ΟΝΕ.

Η υπεροχή της Γερμανίας της επέτρεψε να επιβάλλει τη δικιά της συνταγή επίλυσης της κρίσης, η οποία φαίνεται με παραστατικό τρόπο στο διάγραμμα. Ο βαθύτερος στόχος, είτε υπήρχε Μνημόνιο, όπως στην Ελλάδα, είτε όχι, όπως στην Ισπανία, ήταν η συντριβή του εργατικού κόστους . Η μείωση ήταν εντυπωσιακή και στις δύο χώρες και φυσικά συνοδεύτηκε από τεράστια ανεργία και διάλυση των κοινωνικών δομών. Η μερική ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας συμβάδισε με την απάλειψη του εξωτερικού ελλείμματος, ενώ παράλληλα η λιτότητα έφερε σχετική δημοσιονομική σταθεροποίηση και στις δύο χώρες. Οι επιτυχίες για τις οποίες τόσο επαίρεται η κυβέρνηση Σαμαρά οφείλονται σε κοινωνική συντριβή και οικονομική καταστροφή.

Η σχετική σταθεροποίηση της περιφέρειας μέσω της συντριβής του εργατικού κόστους δεν απάλειψε όμως τα αίτια της κρίσης, όπως μας λέει και η ίδια η Επιτροπή. Αντίθετα, το αδιέξοδο της Ευρωζώνης έχει γίνει σχεδόν πλήρες μέσω της γερμανικής συνταγής. Δεν έχει κανείς παρά να δει το διάγραμμα για να καταλάβει τους λόγους. Όσο η Γερμανία ήταν απασχολημένη με την καθυπόταξη της περιφέρειας, το μοναδιαίο κόστος εργασίας στη Γαλλία και στην Ιταλία συνέχισε να ανεβαίνει χωρίς σοβαρή αλλαγή ρυθμού. Να σημειωθεί ότι και οι δύο χώρες, ιδίως η Γαλλία, είναι πολύ κοντά στο στόχο πληθωρισμού της ΕΚΤ, άρα δεν τίθεται θέμα πειθαρχίας από την πλευρά τους. Στην πράξη η μη πειθαρχική χώρα είναι η Γερμανία, όπου το κεφάλαιο συνεχίζει να κρατάει το εργατικό κόστος εξαιρετικά χαμηλά.

Το αποτέλεσμα ήταν η σωρευτική απώλεια ανταγωνιστικότητας και για τη Γαλλία και για την Ιταλία που πλέον είναι πολύ μεγάλη. Συνεπώς και οι δύο χώρες έχουν βρεθεί να αντιμετωπίζουν αυξανόμενα προβλήματα εξωτερικών συναλλαγών, χρέους, οικονομικής δυστοκίας και ανεργίας εντός της ΟΝΕ. Η σταδιακή εμφάνιση γαλλικού και ιταλικού ζητήματος επιβεβαιώνει τη βαθιά αποτυχία της Ευρωζώνης, καθώς η κρίση της περιφέρειας βαθμιαία πέρασε και στο κέντρο. Το πρόβλημα δεν έχει ακόμη εμφανιστεί στις χρηματοπιστωτικές αγορές γιατί και οι δύο χώρες δανείζονται σε μεγάλο βαθμό από εγχώριες πηγές, αλλά είναι θέμα χρόνου. Όταν θα πάρει οξεία μορφή, η Γερμανία θα βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη θέση γιατί φυσικά δε θα μπορεί να αντιμετωπίσει την Ιταλία, πόσο μάλλον τη Γαλλία, όπως τις χώρες της περιφέρειας. Η διάλυση του ευρώ θα τεθεί ξανά επί τάπητος.

Αλλά και για τη γαλλική αστική τάξη, που είναι ο μεγάλος χαμένος της ΟΝΕ, το πρόβλημα είναι εξαιρετικά δισεπίλυτο. Αν συνεχίσει την παρούσα πορεία, το αδιέξοδο απλώς θα μεγαλώνει. Αν υιοθετήσει τη γερμανική συνταγή σκληρής λιτότητας και μείωσης μισθών, θα προκαλέσει γιγαντιαία ύφεση σε ολόκληρη την Ευρωζώνη διακινδυνεύοντας άνοδο της άκρας Δεξιάς στην εξουσία. Αν φύγει από την ΟΝΕ, θα πρέπει να είναι έτοιμη για βαθιές και ουσιαστικές ρήξεις σε όλα τα επίπεδα. Το τι θα κάνει δεν έχει ακόμη διαφανεί, αλλά ο χρόνος τελειώνει.

Όσον αφορά την περιφέρεια, τέλος, τα πράγματα είναι απλώς τραγικά. Τα κατάφερε βέβαια να παραμείνει στο ευρώ συντρίβοντας τους μισθούς και την παραγωγή της, αλλά δεν κέρδισε κανένα πλεονέκτημα αφού η Γερμανία συνεχίζει την τρέχουσα πολιτική. Η ανάκαμψη που θα σημειωθεί, όταν τελειώσει η βαθύτατη ύφεση, θα είναι πιθανότατα ασθενική και ασταθής. Στην πράξη η περιφέρεια θα λιμνάσει κρατώντας τους μισθούς χαμηλά εσαεί. Πρόκειται για ομαδική αυτοκτονία χωρών με στόχο τη συμμετοχή σε μια αποτυχημένη νομισματική ένωση. Ο ιστορικός του μέλλοντος θα έχει πολλά να πει για τον παραλογισμό που κατέλαβε την Ευρώπη στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα.

ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ για την Αριστερή Ανασύνθεση

c9ed3-86432-lapavitsas του Κώστα Λαπαβίτσα

Την προηγούμενη εβδομάδα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σε μια σπάνια έξαρση ειλικρίνειας, ανακοίνωσε ότι η Γαλλία και η Ιταλία έχουν πλέον γίνει το επίκεντρο του προβλήματος της Ευρωζώνης. Οι δύο χώρες πάσχουν από έλλειμμα ανταγωνιστικότητας. Πολύ σωστή η θέση της Επιτροπής, μόνο που δεν ήθελε, ή δεν είχε το κουράγιο, να βγάλει τα λογικά συμπεράσματα. Ας συμβάλλουμε λοιπόν στις προσπάθειες των καλών γραφειοκρατών των Βρυξελλών με μια απλή ανάλυση.

Το διάγραμμα που παραθέτω προέρχεται από μια μελέτη που έκανα το 2013 από κοινού με το Χάινερ Φλάσμπεκ για λογαριασμό του Ινστιτούτου Ρόζα Λούξεμπουργκ στη Γερμανία. Δείχνει τη μεταβολή του ονομαστικού μοναδιαίου κόστους εργασίας στη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ελλάδα και την Ισπανία. Το ονομαστικό μοναδιαίο κόστος εργασίας είναι ο πλέον διαδεδομένος δείκτης ολικής, ή εθνικής, ανταγωνιστικότητας, διότι λαμβάνει υπόψη του τις αλλαγές στην παραγωγικότητα και εστιάζει στις αλλαγές του συνολικού κόστους εργασίας.

Αν η καμπύλη μιας…

Δείτε την αρχική δημοσίευση 911 επιπλέον λέξεις

Καταδικάζεται η βία απ’ όπου κι αν προέρχεται; του Ν. Μπογιόπουλου κι ένα σχόλιο τουBlog

              Καταδικάζεται η βία απ’ όπου κι αν προέρχεται;
του Ν. Μπογιόπουλου

πηγή: http://www.alfavita.gr

Αυτό προφανώς και δεν είναι ο «ύμνος στη βία». Είναι αποσπάσματα και στίχοι από τον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν». Και προέρχεται δια χειρός Διονυσίου Σολωμού. Οι κύριοι του «καταδικάζετε τη βία απ΄ όπου κι αν προέρχεται;» τι έχουν να πουν;

 

 

«Κατεβαίνουνε, και ανάφτει του πολέμου αναλαμπή το τουφέκι ανάβει, αστράφτει, λάμπει, κόφτει το σπαθί./ Γιατί η μάχη εστάθει ολίγη; Λίγα τα αίματα γιατί; Τον εχθρό θωρώ να φύγει και στο κάστρο ν’ ανεβεί./ Ακούω κούφια τα τουφέκια, ακούω σμίξιμο σπαθιών, ακούω ξύλα, ακούω πελέκια, ακούω τρίξιμο δοντιών./ Με τα μάτια τους γυρεύουν όπου είν’ αίματα πηχτά, και μες στα αίματα χορεύουν με βρυχίσματα βραχνά/ Κοίτα χέρια απελπισμένα πώς θερίζουνε ζωές! Χάμου πέφτουνε κομμένα χέρια, πόδια, κεφαλές,/ και παλάσκες και σπαθία με ολοσκόρπιστα μυαλά, και με ολόσχιστα κρανία, σωθικά λαχταριστά./ Παντού φόβος και τρομάρα και φωνές και στεναγμοί παντού κλάψα, παντού αντάρα, και παντού ξεψυχισμοί./ Σαν ποτάμι το αίμα εγίνη και κυλάει στη λαγκαδιά, και το αθώο χόρτο πίνει αίμα αντίς για τη δροσιά./ Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά, και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!».

Αυτό προφανώς και δεν είναι ο «ύμνος στη βία». Είναι αποσπάσματα και στίχοι από τον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν». Και προέρχεται δια χειρός Διονυσίου Σολωμού. Οι κύριοι του «καταδικάζετε τη βία απ΄ όπου κι αν προέρχεται;» τι έχουν να πουν; Τον… καταδικάζουν τον Σολωμό; Τον… καταδικάζουν τον ελληνικό εθνικό ύμνο; Το «σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή»το καταδικάζουν;      

«Όταν η διοίκησις  βιάζη, αθετή, καταφρονή τα δίκαια του λαού και δεν εισακούη τα παράπονα του, το να κάμη τότε ο λαός, ή κάθε μέρος του λαού, επανάστασιν, ν’ αρπάξη τα άρματα και να τιμωρηση του τυράννους του, είναι το πλέον ιερόν απ’ όλα τα δίκαια του και το πλέον απαραίτητον απ’ όλα τα χρέη του. Αν ευρίσκωνται όμως εις τόπον οπού είναι περισσότεροι τύραννοι, οι πλέον ανδρείοι πατριώτες και φιλελεύθεροι πρέπει να πιάσουν τα περάσματα των δρόμων και τα ύψη των
βουνών, εν όσω ν’ ανταμωθούν πολλοί, να πληθύνη ο αριθμός των, και τότε ν’ αρχίσουν την επιδρομήν κατά των τυράννων (…)»

Αυτό δεν είναι συνταγή κάποιου «κουκουλοφόρου». Είναι απόσπασμα , από το«Νέα Πολιτική Διοίκησις», το επαναστατικό κείμενο του Ρήγα Φεραίου. Οι κύριοι του  «καταδικάζετε τη βία απ΄ όπου κι αν προέρχεται;», πώς και δεν τον έχουν… καταδικάσει ακόμα τον Ρήγα;

 Όταν ο Κολοκοτρώνης έπαιρνε στο κατόπι τον Δράμαλη στα Δερβενάκια, όσο να ‘ναι μια τόσο δα βία την άσκησε. Των κυρίων του «καταδικάζετε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται;» πώς και τους ξέφυγε ο Γέρος του Μοριά;

Σηκωθείτε παιδιά της Πατρίδας/ Η μέρα της δόξας έφθασε/ Ενάντια της τυραννίας μας/ Το ματωμένο λάβαρο υψώθηκε/ Ακούστε τον ήχο στα λιβάδια/ Το ουρλιαχτό αυτών των φοβερών στρατιωτών/ Έρχονται ανάμεσά μας/ Να κόψουν τους λαιμούς των γιων και των συζύγων σας./ Στα όπλα πολίτες/ Σχηματίστε τα τάγματά σας/ Προελάστε, προελάστε/ Αφήστε το μολυσμένο αίμα/ Να ποτίσει τα αυλάκια στα χωράφια μας./ Ιερή αγάπη για την Πατρίδα/ Οδήγησε και στήριξε τα εκδικητικά μας όπλα/ Ελευθερία, λατρευτή Ελευθερία/ Μπες στον αγώνα με τους υπερασπιστές σου/ Κάτω από τις σημαίες μας, άσε τη νίκη/ να σπεύσει σε σένα, ρωμαλέα δύναμη/ Έτσι ώστε στο θάνατο οι εχθροί σου/Να δουν το θρίαμβό σου και τη δόξα μας».

Αυτά τα «αιμοβόρα» λόγια είναι στίχοι από την «Μασσαλιώτιδα», τον εθνικό ύμνο της Γαλλίας. Σε αυτόν τον ύμνο στεκόταν προσοχή ο Ζισκάρ Ντε Στεν όταν παραχωρούσε το αεροπλάνο του για να γυρίσει από το Παρίσι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, το 1974. Οι κύριοι του «καταδικάζετε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται;» ανάμεσα στον Ζισκάρ και στην Αντουανέτα, διαλέγουν την Αντουανέτα;

Ναι μεν «Η Ελευθερία οδηγεί το Λαό», αλλά με όπλα, με σπαθιά και γιαταγάνια; Τς, τς, τς… Αλήθεια, των κυρίων «καταδικάζετε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται;», πώς και τους ξέφυγε (και) ο Ντελακρουά;

Αλλά ας θυμηθούμε και κείνο το τραγούδι της Αντίστασης:

«Δε φοβάμαι την κρεμάλα, δε φοβάμαι το σκοινί/Και στο διάβα μου όλοι τρέμουν ράλληδες και γερμανοί/ Ράλληδες, ταγματαλήτες, μπουραντάδες, γερμανοί/ Τα κεφάλια σας θα πέσουν, απ’ τ’ αντάρτικο σπαθί»

Η και το άλλο «Το τραγούδι του Άρη» που τραγουδιόταν σε όλη την Ελλάδα μετά τη μάχη στο Μικρό Χωριό, το 1942:

«Βαριά στενάζουν τα βουνά/ Κι ο ήλιος σκοτεινιάζει/ Το δόλιο το Μικρό Χωρίο/ Και πάλι ανταριάζει/ Λαμποκοπούν χρυσά σπαθιά/ πέφτουν ντουφέκια ανάρια/ ο Άρης κάνει πόλεμο/ μ’ αντάρτες παλικάρια».

Εδώ οι κύριοι του  «καταδικάζετε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται;» διαπιστώνουν πολύ σοβαρό πρόβλημα; Μάλλον θα ήταν καλύτερα να μην υπήρχε αντάρτικο σπαθί, τότε, ή κι αν υπήρχε, να ήταν πιο «φιλικό» με τους ναζί και τους γερμανοτσολιάδες; 

Ανταρτοπούλες του ΕΛΑΣ, μαχήτριες κατά του ναζιστικού ζυγού. Μήπως θα τις πάρει κι αυτές η «μπάλα» των κυρίων  «καταδικάζετε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται;» 

Ακούστε αγαπητοί σημαιοφόροι της προπαγανδιστικής πυροβολαρχίας του «καταδικάζω τη βία απ όπου κι αν προέρχεται»: Έχουν περάσει πολλές χιλιάδες χρόνια που ο άνθρωπος ήταν σκλάβος, μετά έγινε δουλοπάροικος και τους τελευταίους αιώνες προλετάριος, δηλαδή μισθωτός σκλάβος, για να μπορούμε πια να αντιληφθούμε τι κρύβεται πίσω από τον δήθεν «πασιφισμό» σας:

Η δική σας «καταδίκη της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται», αποτελεί έναν «κομψό», κατ’ επίφαση «δημοκρατικό», τάχα μου «φιλελεύθερο» και πάντα ραφιναρισμένο  τρόπο για να υπονομεύετε το δίκιο του αγώνα των καταπιεσμένων. Πώς; Μα παίρνοντας «ίσες» αποστάσεις τόσο ανάμεσα στο «δίκιο», στις «ελευθερίες» και στο «δικαίωμα» του καταπιεστή να καταπιέζει, όσο και στο δίκιο, στις ελευθερίες και στο δικαίωμα του καταπιεσμένου να αντιδρά. Να αντιστέκεται. Να μην συνθηκολογεί με την καταπίεση και με τον καταπιεστή του.

Το θέμα σας – ας είμαστε ειλικρινείς – δεν είναι η αποκήρυξη της βίας και της κάθε βίας, όπως λέτε. Εκτός αν αποκηρύσσεται και τον κ.Βορίδη και την γνωστή δήλωσή του περί της «νόμιμης κρατικής βίας». Εσείς που «καταδικάζετε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται» την «νόμιμη – κατ’ εσάς – κρατική βία» την αποκηρύσσετε;    

Πίσω από τον δήθεν «πασιφισμό» σας και από τα διαγγέλματα «κοινωνικής ειρήνης» προς μια κοινωνία που της έχετε βάλει μπουρλότο, στόχος σας είναι να σπιλώσετε  τον αγώνα του καταπιεσμένου ενάντια στον τύραννο και τον εκμεταλλευτή του, βαφτίζοντας «βία» την αντίσταση και τη διαμαρτυρία του. Κι αφού τη σπιλώσετε και τη συκοφαντήσετε, μετά σπεύδετε να την αντιπαραβάλλεται με τη βία του εκμεταλλευτή, με τη βία των μνημονίων, με τη βία της φτωχοποίησης, με τη βία των ΜΑΤ, με τη βία των νόμων σας. Αυτή τη βία, βέβαια, δεν την λέτε βία. Την βαφτίζετε «νομιμότητα» και «δημοκρατία».

Φυσικά οι πάντα ευπρεπείς εστέτ του δήθεν ανθρωπισμού, θα συνεχίσουν το ίδιο τροπάρι: «Καταδικάζετε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται;»… Νομίζουν ότι έτσι θα φέρουν πιο κοντά όχι μόνο το «Τέλος της Ιστορίας», αλλά και το τέλος της φιλοσοφίας. Μεγαλεπήβολος στόχος, αλλά κατά κακή τύχη των διακόνων της ιστορικής αφασίας και της πολιτικής υποκρισίας υπάρχει η πραγματικότητα. Και   προς δόξαν της πραγματικότητας, τη βία – ως συστατικό στοιχείο της ύπαρξης των κοινωνιών όπου αντιπαρατίθενται αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα – είτε την καταδικάζεις, είτε δεν την καταδικάζεις, αυτή υπάρχει. Ερήμην των ηθικοπλαστικών κηρυγμάτων και τρις ερήμην της πολιτικής κατεργαριάς.

Καταδικάστε τη βία όσο θέλετε, 24 ώρες το 24ωρο. Όμως: Για όσο στον κόσμο θα επικρατεί ο νόμος του ισχυρού, γα όσο θα θεωρείται «δημοκρατία» να υπάρχουν οι «από πάνω» και οι «από κάτω», για όσο το δίκιο θα καθορίζεται με βάση την δύναμη και θα υποτάσσεται σε αυτήν,  για όσο οι κοινωνίες θα χωρίζονται σε τάξεις όπου οι πεντακοσιομέδιμνοι  θα κάνουν κουμάντο πάνω στους ζευγίτες και όλοι μαζί πάνω στους δούλους, το να καταδικάζεις τη βία (ακόμα κι όταν αυτή η καταδίκη είναι ειλικρινής) είναι τόσο μάταιο όσο το να καταδικάζεις το γήρας. Η’ το θάνατο. Όσο κι αν τον καταδικάσεις, αυτός υπάρχει. Και θα υπάρχει μέχρι τη δευτέρα παρουσία (τουλάχιστον…). Πριν σπεύσουν κάποιοι να πουν ότι όποιος αναγνωρίζει το αναπόφευκτο της ύπαρξης της βίας ταυτόχρονα την «δικαιώνει», απαντάμε: Η αναγνώριση ότι ο θάνατος υπάρχει, μόνο κάποιος παράλογος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι συνιστά εκδήλωση «αγάπης» προς το θάνατο ή δήλωση «δικαίωσης» της ύπαρξής του ή ότι αναιρεί την απέχθεια απέναντί του.

Το ίδιο συμβαίνει και με τη βία. Επομένως το ζητούμενο δεν είναι η ρητορική καταδίκη της βίας – «μαμής» της Ιστορίας κατά Μαρξ. Το ζητούμενο είναι η δίκη, η καταδίκη και ο εξοβελισμός της «μάνας» και του «πατέρα» της βίας και όλων όσοι την γεννούν. Ας πάρουμε για παράδειγμα, το θέμα του πολέμου. Τι πιο βίαιο! Αλλά αν θέλεις να είσαι σοβαρός, το πώς τοποθετείσαι απέναντι στον πόλεμο δεν μπορεί να τελειώνει (ούτε καν να αρχίζει) με την έκφραση της καταδίκης του πολέμου. Γιατί έχει και «παρακάτω». Η μήπως δεν έχει «παρακάτω»; Δεν απαιτείται, δηλαδή, να προσδιοριστεί ο χαρακτήρας του πολέμου; Το «καταδικάζω τον πόλεμο» σε βγάζει, τάχα, από την υποχρέωση να τοποθετηθείς, να πάρεις θέση αν είναι δίκαιος ή άδικος ο πόλεμος, από πλευράς εκείνων που είτε ως αμυνόμενοι, είτε ως επιτιθέμενοι, συμμετέχουν σε αυτόν;

Εκτός αν καταλήξουμε ότι κάθε πόλεμος είναι άδικος και ότι με ένα «καταδικάζω τον πόλεμο» ξεμπερδεύουμε. Αλλά τότε εξίσου «άδικο» με τους Τούρκους το ’21 είχαν και οι επαναστατημένοι Έλληνες. Όμως, αν κάθε πόλεμος είναι «άδικος», και αν η αδικία επιμερίζεται εξίσου σε όλους όσοι συμμετέχουν ή εξαναγκάζονται να συμμετάσχουν σε αυτόν, τότε καλύτερη  δικαίωση του «αδικητή» δεν μπορεί να υπάρξει.

Η «Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας» και της Αμερικανικής Επανάστασης, που αναγνώριζε την ισότητα μεταξύ των ανθρώπων και τα αναφαίρετα δικαιώματα του κάθε πολίτη, όπως η ζωή, η ελευθερία και η επιδίωξη της ευτυχίας, κάπως έτσι προέκυψε.  Οι κύριοι  του «καταδικάζετε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται;» την καταδικάζουν;

Όταν επομένως μιλάμε για βία, το χρέος μας δεν είναι να αραδιάζουμε επίθετα και προσδιορισμούς για να αποδείξουμε πόσο απεχθής μας είναι, μη και δεν πάρουμε μέρος στο γενικό μεθύσι κάποιας αταξικής, απολίτικης και αντι-ιστορικής «συναδέλφωσης». Υποχρέωση του καθενός – εφόσον σέβεται τον εαυτό του – είναι να προσδιορίζει το χαρακτήρα της βίας.

Και στο σημείο αυτό, αφήνουμε τη «βαριά φιλοσοφία» και ερχόμαστε στην τρέχουσα επικαιρότητα: Υποχρέωση του καθενός, αν μάλιστα είναι αξιοπρεπής (ούτε κομμουνιστής ούτε μη κομμουνιστής, ούτε αριστερός ούτε δεξιός, ούτε προοδευτικός ούτε συντηρητικός, αλλά «απλώς» αξιοπρεπής), είναι να μην επιτρέπει να συκοφαντούνται οι κοινωνικοί αγώνες μέσα από τη χυδαία επιχείρηση να διασυνδεθούν, να παραλληλιστούν ή πολύ περισσότερο να ταυτιστούν με το  ναζιστικό έγκλημα. Με το φασιστικό λιντσάρισμα. Με την ατομική τρομοκρατία. Με την παρα-κρατική δράση. Με την προβοκατόρικη, δολοφονική δράση τύπου «Μαρφίν» κοκ.

Δεν υπάρχει πιο ευδιάκριτο σινιάλο επερχόμενης πολιτικής «ανωμαλίας» από τη χυδαιότητα που ισχυρίζεται, άμεσα ή έμμεσα, ότι η λαϊκή αντίσταση αποτελεί τάχα τη «δικαίωση», τη «νομιμοποίηση», τον «τροφοδότη», το «συγκοινωνούν δοχείο»  ή ακόμα και τον «γεννήτορα» (!) της τραμπούκικης, της υποκοσμιακής, της ναζιστικής και κάθε μορφής φασιστικής  βίας.

Εκείνο που ισχύει είναι το ακριβώς αντίθετο:

Οι μαζικοί, λαϊκοί, κοινωνικοί και πολιτικοί αγώνες, εφόσον είναι τέτοιοι, όχι μόνο δεν αποτελούν την «κατάφαση», αλλά την πιο κατηγορηματική, την πιοεκκωφαντική άρνηση – μέχρι του σημείου της κατάργησή της – της βίας που ασκείται πάνω στον καταπιεσμένο. Η κατάργηση αυτής της βίας, που γεννά όχι μόνο το δικαίωμα αλλά και το καθήκον της αντίστασης απέναντί της, είναι και ο μόνος δρόμος για την αντιμετώπιση της βίας, γενικά, και της διάχυσής της.

Υποχρέωση, τελικά, του καθενός – εφόσον σέβεται τον εαυτό του – δεν είναι να εξαντλείται στην «καταδίκη της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται». Είναι ηκαταδίκη και η αντίσταση στη βία, αλλά από εκεί  που πραγματικά προέρχεται. Είναι η καταδίκη, η αντίσταση και η αποκάλυψη της βίας – και όσων κρύβονται πίσω της – που αναπαράγει, ενισχύει, διευκολύνει  και «νομιμοποιεί» την καθεστωτική βιαιότητα.

 Μήπως γνωρίζουν οι κύριοι «καταδικάζετε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται;» από πού παίρνει εντολές αυτό το παλικάρι;

Τα όσα σημειώνουμε παραπάνω μόνο από κάποιον συκοφάντη ή εντελώς ευήθη θα ερμηνεύονταν ως στάση που προσεγγίζει τη βία ως κάτι, τάχα, το επιθυμητό. Εκείνο που λέμε είναι ότι η βία αντιμετωπίζεται υπό το πρίσμα της μόνης ελεύθερης προσέγγισης που μπορεί να υπάρξει. Και η μόνη ελεύθερη προσέγγιση είναι εκείνη που διαθέτει επίγνωση της αναγκαιότητας.

Αν πάλι όλα αυτά δεν ισχύουν, τότε όχι μόνο θα πρέπει να «καταδικάσουμε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται», αλλά θα πρέπει να ζητήσουμε και «συγγνώμη»:

Να ζητήσουμε «συγγνώμη», για παράδειγμα, για λογαριασμό του Άρη και του αντάρτη του ΕΛΑΣ που άσκησαν βία κατά της χιτλερικής χολέρας. «Συγγνώμη» για λογαριασμό του Καραϊσκάκη και του Κολοκοτρώνη. «Συγγνώμη» για λογαριασμό του στρατιώτη του Κόκκινου Στρατού που τσάκισε το κτήνος του ναζισμού στο Ράιχσταγκ. «Συγγνώμη» για λογαριασμό των κολίγων στο Κιλελέρ. Συγγνώμη για λογαριασμό εκείνων που γκρέμισαν τη Βαστίλη και των άλλων που πολέμησαν για την κατάργηση της δουλείας στην Αμερική. «Συγγνώμη» για λογαριασμό και του πιτσιρικά της «Ιντιφάντα» που πετούσε τόσο βίαια τις πέτρες του στα τανκς των Ισραηλινών. «Συγγνώμη» και για την άποψή μας ότι ο λαός μας,  οργανωμένα, αποφασιστικά και μαζικά – δηλαδή δημοκρατικά – έχει κάθε δικαίωμα να πάρει την «όψη που με βιά μετράει τη γη» και να αποτινάξει από το σβέρκο του τα μνημόνια και ό,τι γεννάει τα μνημόνια.

«Συγγνώμη»; Δεν θα μπορέσουμε…

Από τη μια η βία του ισραηλινού τανκ. Από την άλλη η βία της πέτρας του Παλαιστίνιου πιτσιρικά. Ερώτηση: «Καταδικάζετε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται;». Απάντηση: «Όχι»!