Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη – Δημήτρης Κουφοντίνας (εκδ. Λιβάνης)
Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη – Δημήτρης Κουφοντίνας (εκδ. Λιβάνης)
Έχουν περάσει 12 έτη περίπου από την παράδοση του Δ. Κουφοντίνα και την ανάληψη της πολιτικής ευθύνης από μεριάς του, όσον αφορά τη δράση της οργάνωσης 17 Νοέμβρη. Έτσι μετά από ισάριθμα έτη φυλάκισης σε συνθήκες απομόνωσης στην ειδική πτέρυγα των φυλακών Κορυδαλλού, επιχειρεί μια συνολική αποτίμηση της δράσης της οργάνωσης, από την ίδρυσή της μέχρι και το 2002, όταν και έπεσε η αυλαία της ενεργητικής της δράσης, με τις συλλήψεις αρκετών μελών και την εξάρθρωσή της, αλλά και του δικού του πολιτικού βίου αναγνωρίζοντας ως γεννέθλια πράξη του την αντιδικτατορική εξέγερση της 17ης Νοέμβρη 1973. Όσοι παρακολουθούσαν τότε τις εξελίξεις, μπορούν να θυμηθούν εύκολα τα γεγονότα μέσα σ’ ένα ζοφερό κλίμα τρομοϋστερίας, μάλλον δυσανάλογο συγκριτικά με την ένταση και τη συχνότητα δράσης της οργάνωσης, τουλάχιστον στο πεδίο της βίας, τα χρόνια πριν την εξάρθρωσή της. Η οργάνωση «ένοπλης προπαγάνδας» που για 27 ολόκληρα έτη δρούσε σχεδόν ανενόχλητη, επιφέροντας ισχυρά χτυπήματα στον κρατικό μηχανισμό και σε επιφανείς εκπροσώπους της πολιτικής, οικονομικής, στρατιωτικής ελίτ, εγχώριας και διεθνούς, είχε πέσει στα χέρια των αρχών, των οποίων όμως είχε προλάβει σε αρκετές περιπτώσεις και σε πολλά επίπεδα, να καταδείξει την αδυναμία τους στην αντιμετώπιση του αντάρτικου πόλης, τόσο με την άνεση της πολύχρονης διαφυγής και απόκρυψης, όσο και σε βίαιες αντιπαραθέσεις στο δρόμο. Μολονότι υπήρξαν άοκνες προσπάθειες για τον εντοπισμό της αρκετές φορές στο παρελθόν, χρειάστηκε ένα μοιραίο λάθος ή “δώρο” όπως χαρακτηρίστηκε από διάφορους κρατικούς λειτουργούς, ώστε να αρχίσει να ξεδιπλώνεται το κουβάρι της δράσης της, που έως τότε παρέμενε στο σκοτάδι.
Ωστόσο, παρά την εικόνα στα όρια του μύθου ή σωστότερα χάρη και σ’ αυτήν την εικόνα της άτρωτης οργάνωσης φάντασμα, που με επιμέλεια έχτιζε η 17 Νοέμβρη για τρεις περίπου δεκαετίες, η κατάρρευση της ήρθε με ρυθμούς που κανείς δεν περίμενε, χάρη στις σχετικά εύκολες αποσπάσεις ομολογιών από τα περισσότερα μέλη της και κυρίως από την παντελή απουσία πολιτικού λόγου, γεγονός που πιθανά αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία. Στο διάστημα των δύο περίπου μηνών που μεσολάβησε από την έκρηξη της βόμβας στα χέρια του Σ. Ξηρού, μέχρι και την παράδοση του Δ. Κουφοντίνα, αυτή η απουσία και τα αλληλοκαρφώματα μεταξύ πρώην συντρόφων, οδήγησε στην ηθική και πολιτική απαξίωση της πάλαι ποτέ κραταιάς οργάνωσης στο χώρο του ελληνικού αντάρτικου πόλεων.
Κάτω απ’ αυτές τις αδυσώπητες και οριακές συνθήκες, ο Δ. Κουφοντίνας αποτέλεσε το καλοκαίρι του 2002, το μοναδικό στέλεχος της οργάνωσης που κατονομάστηκε από πρώην συντρόφους του και διέφευγε της σύλληψης. Στο ενδεχόμενο δίλημμα μεταξύ της διατήρησης της ελευθερίας του -έστω και με όρους σκληρής παρανομίας, λόγω του ανελέητου ανθρωποκυνηγητού που στήθηκε για τον εντοπισμό του ως υπ’ αριθμόν ένα δημόσιου κίνδυνου- και της παράδοσης στις αρχές, ώστε να αναλάβει την πολιτική ευθύνη, πράξη την οποία κανένα άλλο μέλος της οργάνωσης μέχρι τότε δεν αποτολμούσε, απάντησε ο ίδιος με ισχυρή βούληση και αξιοπαρατήρητα σταθερή -δεδομένων των συνθηκών- στάση του. Χαρακτήρισε “ανέντιμη” μια τέτοιου είδους ελευθερία, τη στιγμή που οι πολιτικοί του σύντροφοι είχαν συλληφθεί, ενώ κι ο ίδιος εκβιάζονταν σχεδόν ανοιχτά με τη σύλληψη και της ερωτικής του συντρόφου (πράξη που δεν αποσόβησε τελικά η παράδοσή του, έστω και προσωρινά). Έτσι το φθινόπωρο του 2002, παραδίδεται μόνος του στην ασφάλεια, προσπαθώντας να περισώσει οτιδήποτε μπορούσε από την χαμένη τιμή της οργάνωσης και, από τον ρόλο του υπερασπιστή των αρχών και των ιδεών της 17 Νοέμβρη, αποτέλεσε το μοναδικό στέλεχος-μέλος της που άρθρωσε συνεκτικό πολιτικό λόγο τόσο κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, όσο και στην απολογία του. Ένα λόγο όμως που υπό τις δεδομένες συνθήκες, σχεδόν απόλυτης έλλειψης στήριξης από τους συντρόφους, σε συνδυασμό με το κλίμα όχλου που εντέχνως δημιούργησαν οι πολέμιοι του, κατέστησε σχεδόν αδύνατο να γίνει επίκεντρο της υπόθεσης συνολικά και να αναδείξει τις πολιτικές της διαστάσεις. Ακόμα κι αυτή η μοναχική και απέλπιδα προσπάθεια άρθρωσης πολιτικού λόγου, φάνηκε να ενοχλεί τους κρατούντες που, προσπάθησαν και σε μεγάλο βαθμό κατάφεραν να αποσυνδέσουν την 17 Νοέμβρη από τον αυτοπροσδιορισμό της ως οργάνωσης πολιτικής (αντί)βίας και δη επαναστατικής, καταφέρνοντας να την παρουσιάσουν ως μια κυρίως ποινική ομάδα, αποκόβοντας έτσι συνειδητά το ελληνικό αντάρτικο πόλεων από τις συνθήκες που το δημιούργησαν και πολυκερματίζοντας την ιστορική αλήθεια, με τρόπο που καθιστούσε σχεδόν αδύνατη κάθε σύνδεση με τις απαρχές και την εξέτασή του ως ιστορικό φαινόμενο . Ας θυμίσουμε την ευθεία αμφισβήτηση από μία ειδήμων σε θέματα τρομοκρατίας, η οποία αναρωτήθηκε μετά την απολογία του Δ. Κουφοντίνα εάν το κείμενο από το οποίο διάβαζε ήταν δικό του ή ήταν υποβολιμαίο.
Βέβαια, έπειτα από 12 χρόνια μάς είναι ευκολότερο να κοιτάξουμε πίσω με μεγαλύτερη ψυχραιμία, εκείνη τη φορτισμένη περίοδο και να διακρίνουμε τις υπερβολές της εποχής. Τότε το κράτος έχοντας αδράξει την ιστορική ευκαιρία, εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο όλες τις δυνατότητες, ώστε να κάνει ξεκάθαρο προς πάσα κατεύθυνση πως το μονοπώλιο της άσκησης φυσικής βίας, εξ’ ορισμού του ανήκει (τον Βεμπεριανό ορισμό του κράτους υιοθετεί ο ίδιος ο συγγραφέας)[1]. Δεν κατάφερε και πρωτίστως δεν θέλησε να αποφύγει τις ρεβανσιστικές μεθοδεύσεις, ενάντια σε ότι αξιολογούσε πως το είχε απειλήσει μετωπικά και με περίσσιο θράσος. Με αυτήν την έννοια, η επιβολή των όρων του νικητή ήταν συντριπτική. Δεν αρκέστηκε απλά στην στέρηση της ελευθερίας όσων είχαν αντιταχθεί στην προηγούμενη μονοπώληση, αλλά επιδίωξε να τελειώνει μια και καλή με το ρόλο που διεκδικούσε να παίξει το αντάρτικο πόλης στην ελληνική κοινωνία, μην αναγνωρίζοντας το δικαίωμα της πολιτικής υπόστασης και ηθικής επιβίωσης του αντιπάλου, ακόμα και με όρους ηττημένου. Έτσι, έχοντας θεσμοθετήσει νομικά την ιδιαίτερη αντιμετώπιση της τρομοκρατίας με ειδικά δικαστήρια όπου δε θα παρίσταντο ένορκοι, παρά μόνο επαγγελματίες δικαστές οι οποίοι δεν είναι ευάλωτοι στο λαϊκό αίσθημα, δεν αναγνώρισε στην 17 Νοέμβρη την ύπαρξη πολιτικών κινήτρων, παρά μόνο ποινικές ευθύνες. Επιπλέον, εκτός του νομικού οπλοστασίου χρησιμοποιήθηκαν κι άλλα μέσα ώστε να απο-νομιμοποιηθεί και ανατραπεί κάθε ενδεχόμενο λαϊκό έρεισμα που είχε πιθανά δημιουργήσει η δράση της συγκεκριμένης οργάνωσης, όπως η συντονισμένη διαμόρφωση κλίματος από τα ΜΜΕ, η “Ψυχιατρικοποίηση”, ώστε να καταδειχτεί η «διαστροφή», η “επικίνδυνη ψυχοπαθολογία” και η «εγκληματική προδιάθεση» αρκετών από τους συγκεριμένους κατηγορούμενους. Σε κάποιο βαθμό υιοθετήθηκαν ακόμα και παρωχημένες θεωρίες όπως του Λαμπρόζο, όπου η «εγκληματική ροπή» διαφαίνεται από τη φυσιογνωμία και τα χαρακτηριστικά του προσώπου.
Ας περάσουμε όμως στο βιβλίο αυτό καθ’ αυτό. Σ’ ολόκληρο το έργο, ο Δ. Κουφοντίνας επιχειρεί να ξεδιπλώσει την πολιτική, ιστορική, ιδεολογική, βιωματική ματιά του, με φιλοσοφικό εργαλείο και αρωγό τη διαλεκτική “όξυνση των αντιθέσεων”. Στο βιωματικό πεδίο, η πολιτική του διαμόρφωση λαμβάνει χώρα στα πρώτα, έντονα, μεταπολιτευτικά χρόνια, γεγονός που του δίνει την ευκαιρία να συναντηθεί και να συναντήσει ποικίλες όψεις του εξίσου ποικιλόχρωμου ελληνικού κινήματος. Ο Κουφοντίνας περιγράφει σε αδρές γραμμές την περιπλάνηση του τόσο με όρους αρχών, όσο και με ιδεολογικής ή και κομματικής ταυτότητας. Ως μαθητής εντάχθηκε στη νεολαία ΠΑΣΟΚ, γεγονός που για να εκτιμήσουμε πρέπει να αναλογιστούμε πως ήταν η σοσιαλδημοκρατία στην Ελλάδα μετά την πτώση της χούντας. Δηλαδή, μια εποχή η που κοινωνική-κινηματική βάση του ΠΑΣΟΚ ήταν πολύ πιο ριζοσπαστική. Στο νεόκοπο τότε κόμμα του Αντρέα Παπανδρέου, υπήρχε μια πανσπερμία ιδεών και ομαδοποιήσεων με εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα, προσανατολισμό και στρατηγικό στόχο. Σίγουρα, κινούνταν πολύ αριστερότερα από τη σημερινή χρεοκοπημένη σοσιαλδημοκρατία και από τα πάνω και από τα κάτω. Με πρώην στελέχη του ΠΑΚ, με αριστερούς σοσιαλδημοκράτες, με τροτσκιστές που έκαναν «εισοδισμό στο μεγάλο ρεφορμιστικό κόμμα» με στόχο να το εκτρέψουν πως επαναστατική κατεύθυνση και αρκετές ακόμα διαφορετικές ομαδοποιήσεις. Στα γραφεία της βάσης, ιδιαίτερα στις εργατογειτονιές, ο κόσμος κρεμούσε δίχως αναστολές τις φωτογραφίες του Μαρξ και του Άρη, έπειτα από δεκαετίες ασύστολης ασυδοσίας του παρακράτους και επιβολής της φίμωσης μέσω κρατικής τρομοκρατίας. Κάτω από την πίεση αυτής ζωντανής βάσης, ο Αντρέας Παπανδρέου και η υπόλοιπη ηγεσία, αναγκάζονται να οικειοποιηθούν από συνθήματα μέχρι ατόφια μέρη των προγραμμάτων των αριστερών κομμάτων: “έξω οι βάσεις”, “έξω από την ΕΟΚ”, “έξω από το ΝΑΤΟ” ήταν κάποια από αυτά. Ωστόσο, ο Κουφοντίνας-όπως ο ίδιος διηγείται- μοιάζει να «διαβάζει» έγκαιρα πως η σοσιαλδημοκρατία λειτουργεί για το κίνημα σαν βαλβίδα ασφαλείας που εκτονώνει τον ατμό του ριζοσπαστισμού κι όχι σαν το πιστόνι που θα τον καταστήσει ορμητικότερο και θα τον διοχετεύσει σε ακόμα υψηλότερα επίπεδα. Για την ιστορία να προσθέσουμε πως στα τέλη εκείνης της δεκαετίας κι εφόσον το ΠΑΣΟΚ «φλερτάρει» με τον αέρα της εξουσίας, έχοντας ανέλθει σε κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, θα περάσει σε ομαδικές διαγραφές των πιο αριστερών στελεχών του. Ο Ανδρέας Παπανδρέου (και) με αυτήν την κίνηση πετυχαίνει δύο στόχους: αφενός ομογενοποιεί το κόμμα του προς την κατεύθυνση της εκλογικής ανάθεσης[2], αφετέρου δίνει πιστοποιητικά ομαλότητας στην άρχουσα τάξη, ώστε να πάρει το πράσινο φως μπροστά στη διαφαινόμενη εκλογική νίκη του 1981. Έκτοτε, ο ριζοσπαστισμός του θα κινείται πρωτεύοντος σε συνθηματολογικό επίπεδο: «στις 18 σοσιαλισμός» και δευτερεύοντος (μετεκλογικά), σε μεταρρυθμίσεις που ευνοούν μεν τα μικρομεσαία στρώματα, αλλά που θα αποδειχτούν βραχύβιες, συγκυριακές και επιδερμικές καθώς στηρίζονται περισσότερο στα ευρωπαϊκά κονδύλια και όχι σε φορολόγηση του πλούτου και ρήξη με την οικονομική ελίτ. Έτσι, η μικρή Πασόκικη άνοιξη της αλλαγής, θα διαρκέσει μόνο στην πρώτη τετραετία και θα ακολουθήσει επιστροφή στη λιτότητα από το 1985 κι έπειτα.
Όσον αφορά την περιπλάνηση του Δ. Κουφοντίνα στα κόμματα της εξωκοινοβουλευτικής και επαναστατικής αριστεράς (άκρας αριστεράς όπως την ονομάζει ο ίδιος), θα συνεχιστεί μ’ ένα σύντομο πέρασμα από μια τροτσκιστική ομάδα που δεν κατονομάζει και από ένα εξίσου σύντομο πέρασμα από την μαοϊκή ΟΜΛΕ, η οποία τον κάλυψε περισσότερο ιδεολογικά. Εδώ ίσως αξίζει να αναφέρουμε πως στο χώρο της μεταπολιτευτικής ελληνικής εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, οι μαοϊκές ιδέες είχαν διακριτά μεγαλύτερη πρόσληψη και απήχηση από τις τροτσκιστικές που θεωρούνταν πιο δύσκολες. Δεν πρέπει να υποτιμάμε το γεγονός πως ο Μάο είχε κατακτήσει την εξουσία στην Κίνα με μια «ανορθόδοξη» επανάσταση, ενώ ο Τρότσκι έμεινε αριστερή αντιπολίτευση εντός του Κ.Κ.Σ.Ε, μέχρι να ξεκινήσουν οι διώξεις και οι εξορίες που κατάληξαν στη δολοφονία του στο Μεξικό. Με κινηματικούς όρους, ο Δ. Κουφοντίνας θα περάσει από το Μαζικό Κίνημα και τις συνδικαλιστικές εκφάνσεις του και ακολούθως το Πολύμορφο. Ιδιαίτερη μνεία κάνει στην Αυτονομία, αν και στην Ελλάδα δε γνώρισε την απήχηση που είχε στην Ιταλία[3].
Μέσα απ’ τις παρυφές του ποικιλότροπα εκφραζόμενου κινήματος, με τις όποιες αποκλίσεις, διαφοροποιήσεις, διαδρομές που αρκετές εισάγονται από φοιτητές στο εξωτερικό ή εξόριστους την περίοδο της δικτατορίας, ο Κουφοντίνας θα έρθει σε επαφή και με τον ένοπλο χώρο. Αρχικά με τον ΕΛΑ[4], που όπως φαίνεται κι από τις περιγραφές του, υπήρξε η πλέον μαζική ένοπλη οργάνωση της μεταπολίτευσης κι απ’ αυτήν ξεπήδησαν αρκετές ακόμα οργανώσεις. Άλλωστε, τη μορφή ενός «στεγανοποιημένου» πυρήνα του ΕΛΑ, φαίνεται να είχε αρχικά και η 17 Νοέμβρη, πριν διασπαστεί σχηματίζοντας διακριτή οργάνωση.
Απ’ αυτό το σημείο κι έπειτα, το βιβλίο μας δίνει μια αρκετά περιγραφική εικόνα του ένοπλου στη μεταπολίτευση κι έπειτα. Ωστόσο, ο Δ. Κουφοντίνας έχει την επίγνωση πως ακόμα είναι νωρίς για συνολική ιστορική αποτίμηση του αντάρτικου πόλης στην Ελλάδα. Δίχως τη διάθεση να πιστώσουμε στο συγγραφέα τον “φετιχισμό του Τόμιγκαν” όπως εύστοχα χαρακτηρίζει την έπαρση ατόμων ή ομάδων της αριστεράς ο Σ. Τσίρκας στις Ακυβέρνητες Πολιτείες, που λόγω της τριβής τους με τα όπλα, διακατέχονταν από αίσθημα παντοδυναμίας, φτάνοντας συχνά σε ανεδαφικά συμπεράσματα και υπερφίαλες εκτιμήσεις, παρατηρούμε πως έκτοτε την προσωπική του διαδρομή, διακρίνουν επιλογές με μια διαχρονικά σταθερή προσήλωση, στην αναγκαιότητα της ανάπτυξης ενός ένοπλου τμήματος του κινήματος. Αν και ο ίδιος επαναλαμβάνει πως δεν υποτιμά την αναγκαιότητα όλων των ειδών πάλης, τον εαυτό του από τη συνάντηση με τον ΕΛΑ κι έπειτα, τον εντάσσει πάντα στα όρια του αντάρτικου πόλης. Με τη σημασία που έχουν λοιπόν οι προσωπικές αποφάσεις, ίσως αυτό το κομμάτι δεν αναλύεται όσο θα έπρεπε, ώστε να γίνει κατανοητή αυτή η αναγκαιότητα ως πολιτική επιλογή.
Όσον αφορά τη 17 Νοέμβρη ειδικότερα, μέσα από τις περιγραφές του Δ. Κουφοντίνα μπορούμε να την χωρίσουμε σε τρεις διαφορετικές περιόδους. Την αρχική μέχρι και το 1983, περίοδο που η οργάνωση διαμορφώνει την ιδιαίτερη ταυτότητά της, κυρίως με τις επιλογές των στόχων που χτυπάει. Το 1983 πραγματοποιείται η μοναδική συνδιάσκεψη που έλαβε χώρα στη διάρκεια των 27 χρόνων ζωής της οργάνωσης[5]. Μπορούμε να συμπεράνουμε πως η 17 Νοέμβρη είχε μεγαλώσει αρκετά, ώστε στη συνδιάσκεψη να κατέβουν 3 διαφορετικά κείμενα: το πλειοψηφικό και 2 μικρότερης επιρροής –αν και για τον ίδιο όχι μικρότερης πολιτικής σημασίας- όπου από τις συγκροτημένες αποχωρήσεις, αφήνει να εννοηθεί πως λειτουργούσαν ως φράξιες. Βέβαια, η στροφή της οργάνωσης προς «στρατιωτική» κατεύθυνση είχε αντανάκλαση στην εσωτερική δημοκρατία για λόγους ασφάλειας. Το τίμημα από τη συγκεκριμένη επιλογή στεγανοποίησης, μελλοντικά θα αποδειχτεί πολυεπίπεδο και βαρύ. Αργά αλλά σταθερά, ο συγγραφέας βλέπει με κριτικό μάτι κάποιες καίριες επιλογές, κάνοντας συνάμα και την αυτοκριτική του. Σταχυολογώντας μπορούμε να διακρίνουμε πως οι αποφάσεις της συνδιάσκεψης για στρατιωτική δράση, οδήγησαν μεν στην «πυκνή» από χτυπήματα 2η δεκαετία 1983-1992, είχαν κόστος δε στον εσωτερικό διάλογο, στη θεωρητική και ιδεολογική κατάρτιση των μελών, στο επίπεδο της πολιτικής κουβέντας στο εσωτερικό. Διαδικασίες όπως οι προηγούμενες, μπορούν να λειτουργήσουν διαβρωτικά, κάτι που όπως παραδέχεται και ο ίδιος ο συγγραφέας φάνηκε στην περίοδο των συλλήψεων, αφήνοντας να εννοηθεί πως τα μέλη της 17 Νοέμβρη δεν είχαν τελικά το υπόβαθρο ώστε να ανταπεξέλθουν σε μια τόσο έντονα ψυχοπιεστική κατάσταση, με αποτέλεσμα να σπάσουν στην ανάκριση.
Επίσης, κάτι που παραδέχεται ο Δ. Κουφοντίνας, είναι πως οργανώσεις με την κλειστή δομή της 17 Νοέμβρη και το στρατιωτικό χαρακτήρα, καταλήγουν να συμπεριφέρονται και να λειτουργούν με τον τρόπο που θεωρητικά πολεμούν, δηλαδή της «φωτεινής πρωτοπορίας» διαποτισμένες με τη λογική της ανάθεσης. Σημεία τα οποία ίσως δε φωτίζει αρκετά, είναι το κατά πόσο ο τραγικός θάνατος του Θ. Αξαρλιάν επηρέασε την 3η περίοδο της 17 Νοέμβρη, όπου διακρίνουμε αραιά χτυπήματα συγκριτικά με την προηγούμενη. Δεν ξεκαθαρίζει επίσης αν το συγκεκριμένο γεγονός αποτέλεσε αφετηρία εσωτερικού προβληματισμού ή και αποχωρήσεων από την οργάνωση. Επίσης, δε φαίνεται πουθενά ο προβληματισμός γύρω από την έλλειψη ανάληψης της ευθύνης από τα στελέχη της οργάνωσης, αν τελικά μπορεί να οφείλεται σε μια ακόμα λογική που ήθελε να αποφύγει η 17 Νοέμβρη. Δηλαδή, αυτήν της προστασίας της ηγεσίας, ακόμα και με ηθικούς ή πολιτικούς συμβιβασμούς.
Συμπερασματικά, μπορούμε να συμπυκνώσουμε στα εξής: α) ο συγγραφέας δίνει μια αρκετά συνεκτική περιγραφή του αντάρτικου πόλης από τη μεταπολίτευση έως το 2002 β) μέσα από τη δική του διαδρομή και οπτική φτάνει σε κάποια αυτοκριτικά συμπεράσματα, τα οποία εν πολλοίς αποτελούσαν και πάγια κριτική μεγάλου τμήματος της αριστεράς για το αντάρτικο πόλης σε συνθήκες αστικής δημοκρατίας. Αν όμως τα συγκεκριμένα συμπεράσματα, διατηρούν την αξία τους, είναι ακριβώς γιατί πρόκειται για προϊόν αυτοκριτικής και μάλιστα σε συνθήκες απομόνωσης. γ) οι συνθήκες με τα μπλοκαρίσματα σπιτιών επαφών ή πρώην μελών της οργάνωσης αμέσως μετά την έκρηξη στον Πειραιά, δίνουν για πρώτη φορά την αίσθηση της έμμεσης παραδοχής, πως τελικά οι διωκτικοί μηχανισμοί είχαν φτάσει αρκετά κοντά στην 17 Νοέμβρη δ) σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο, η συγκεκριμένη προσπάθεια δεν ξέρω αν έχει να πει κάτι καινούριο και δε γνωρίζω αν αυτό αποτέλεσε και μέλημα του συγγραφέα. Ωστόσο, μας δίνει έναν ιδιαίτερα κατατοπιστικό χάρτη για το αντάρτικο πόλης της μεταπολίτευσης, τις διαφορές ή και ομοιότητες μεταξύ των οργανώσεων. ε) χρήζει μεγαλύτερου προβληματισμού το αν τελικά οργανώσεις με τη δομή της 17 Νοέμβρη, εξυπηρετούν ακόμα και τους στόχους που οι ίδιες βάζουν, καθώς λογού χάρη στον πιο ανοιχτό και σε μεγαλύτερη επαφή με την κοινωνία ΕΛΑ, δεν παρατηρήθηκαν ή δεν εντοπίστηκαν τόσο αδύνατα και διαβρωτικά στοιχεία. ζ) τέλος, όσον αφορά τις ομολογίες ο συγγραφέας δίνει τη δική του ερμηνεία που βασίζεται σε πληθώρα παραγόντων. Προσπαθεί να ερευνήσει και να εξηγήσει τους λόγους που οδήγησαν στο σπάσιμο των περισσότερων μελών. Αντίθετα, όσον αφορά τα στελέχη που είχαν ηθική υποχρέωση να αναλάβουν την ευθύνη, αρκείται στο να θίξει απλά πως δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων. Εύλογα, μπαίνει το ερώτημα γιατί δεν προσπαθεί να δώσει κάποια ερμηνεία και να εξηγήσει αυτό το γεγονός. Από αυτήν την άποψη, ο συγγραφέας δίνει την αίσθηση πως κάποια ζητήματα δε θέλει- προς το παρόν τουλάχιστον- να τα ακουμπήσει. Άλλωστε, όπως λέει κι ο ίδιος μπορεί να μην ειπωθούν τα πάντα, αλλά όσα θα ειπωθούν θα είναι αλήθεια.
[1] Εδώ υπάρχει ένας ορισμός του κράτους που συγγενεύει με τις αντιλήψεις των Ρώσων αναρχικών του 19ου αιώνα. Ωστόσο, εκείνος που έδωσε έναν πιο συνεκτικό, συγγενή ορισμό ήταν ο Γερμανός κοινωνιολόγος Μαξ Βέμπερ, ο οποίος είδε τον καπιταλισμό περίπου ως φυσική κατάληξη του Προτεσταντισμού, της σκληρής ηθικής του και της εκτίμησης που έτρεφε για την εργασία, το εμπόριο, την αποταμίευση κ.ο.κ. Βέβαια, η συγκεκριμένη θεώρηση έχει αμφισβητηθεί πειστικά, διότι την εποχή που εξετάζει ο Βέμπερ, είχαν ήδη εμφανισθεί και εγκαθιδρυθεί-μέσω διαφορετικών τυπολογιών ανάπτυξης- ισχυροί καπιταλιστικοί θύλακοι και στην Ρωμαιο-Καθολική Ευρώπη. Όσον αφορά δε το κράτος ειδικότερα, για τον Βέμπερ αποτελούσε την “τάση μονοπώλησης της χρήσης φυσικής βίας” και στο βιβλίο του Δ. Κουφοντίνα, ο ορισμός του κράτους και η σχέση του με τη βία έρχεται σε εγγύτητα, αν δεν ταυτίζεται απόλυτα με την βεμπεριανή θεώρηση. .
[2] Η ρεφορμιστική λογική της ανάθεσης, αποτελεί μια ακόμα ειδοποιό διαφορά μεταξύ Ρεφορμιστικών και Επαναστατικών αριστερών πολιτικών σχηματισμών κι όχι μόνο. Η παραδοχή του συγγραφέα πως τελικά η 17 Νοέμβρη, λόγω της οργανωτικής της δομής (που τελικά είναι και πολιτική, καθώς το οργανωτικό και το πολιτικό ως ζητήματα, έχουν εν’ τέλει άρρηκτη και ισχυρά διαλεκτική σχέση μεταξύ τους), των στρατηγικών επιλογών της, του τεράστιου τελικά εσωτερικού δημοκρατικού ελλείμματος (μια συνδιάσκεψη σε 27 έτη δράσης, μειωμένη ανοχή στις 2 μειοψηφικές φράξιες και απομάκρυνσή τους, υποβάθμιση του εσωτερικού διαλόγου και της πολιτικο-ιδεολογικής θωράκισης των μελών), οδήγησε τελικά σε ότι η 17Ν μέμφονταν, δηλαδή να αποδεχτεί πρακτικά το ρόλο της “οργάνωσης πολιτικής πρωτοπορίας” που υποκαθιστά την αυτενέργεια της τάξης. Ο αριστερισμός της 17Ν στο συγκεκριμένο ζήτημα και η σιωπηρή αποδοχή από τα μέλη της, πως αποτελούν τμήμα της διακριτής οργανωτικά και “φωτεινής” πολιτικά εμπροσθοφυλακής του κινήματος, αποτελεί στην πραγματικότητα την άλλη όψη του νομίσματος της ανάθεσης. Οι προηγούμενες παραδοχές αποτελούν αναμφίβολα -έστω και ετεροχρονισμένη-αυτοκριτική από τη μεριά του Δ. Κουφοντίνα, για την κατάληξη της “πολιτικο-στρατιωτικής” επιλογής της 17Ν, με τεράστιο-όπως αποδείχτηκε και αποδέχεται κι ο συγγραφέας- κόστος .
[3] πολύ καλό για την ιταλική αυτονομία το βιβλίο του Νάνι Μπαλεστρίνι Οι αόρατοι/εκδ. Βιβλιοπέλαγος/μτφρ, Δ. Δεληολάνης
[4] Πιθανά, η σταθερότερη θέση που διακρίνει την πολιτική διαδρομή του συγγραφέα, τουλάχιστον από τα τέλη της δεκαετίας του 70′ κι έπειτα, αποτελεί η αναγκαιότητα ανάπτυξης ενός ένοπλου τμήματος του κινήματος. Αν και συχνά επικαλείται την αντίληψή του περί αναγκαιότητας ανάπτυξης όλων των μορφών πάλης, δίχως να τις ιεραρχεί αξιολογικά, εν τούτοις οι προσωπικές του επιλογές κινούνται εντός των ορίων του αντάρτικου πόλης. Την προηγούμενη επιλογή, μοιάζει να περιχαρακώνει αυστηρά η οργανωτική δομή και η στρατηγική της 17 Ν, η οποία σε αντίθεση με τον ΕΛΑ αποτελεί μια πολύ πιο κλειστή και “στεγανοποιημένη” οργάνωση. Το συγκεκριμένο γεγονός δε θα τις επιτρέψει να κεφαλαιοποιήσει οργανωτικά, πολιτικά, στελεχικά κ.λ.π. από τη δεξαμενή των συμπαθούντων που είχε δημιουργήσει με τη δράση της. Το έλλειμα αυτής της πολιτικής επιλογής ο Δ. Κουφοντίνας θα το βιώσει με τραγικό τρόπο, την πιο κρίσιμη στιγμή, μετά την έκρηξη στον Πειραιά. Δηλαδή, η απουσία δεσμών με το μαζικό κίνημα, το οποίο θεωρητικά συμπλήρωνε ή υπηρετούσε η 17 Ν, θα έχει ως απόρροια την παντελή απουσία ενός υποτυπώδους έστω δικτύου αλληλεγγύης που θα καθιστούσε αποτελεσματική την προστασία του, όσο διάστημα θα επέλεγε την παρανομία. Παρ’ όλα αυτά, ο συγγραφέας παραδέχεται πως κατά τη διάρκεια της υποδικίας και της δίκης, το περιορισμένο μεν, αψηφώντας το κλίμα κρατικής τρομοκρατίας δε, κίνημα αλληλεγγύης και έμπρακτης συμπαράστασης εκδηλώθηκε τελικά από τους κόλπους του χώρου που ο ίδιος ονομάζει άκρα αριστερά και που σε αρκετές περιπτώσεις είχε δεχτεί κι αυτή τις βολές κριτικής σε προκηρύξεις της 17 Ν.
[5] Εδώ παρατηρούμε άλλη μια αντίφαση μεταξύ θέσεων της οργάνωσης και πραγματικότητας, η οποία λόγω συνθηκών παρανομίας την καθιστά ακόμα πιο ακραία. Δηλαδή, σε 27 έτη δράσης το κορυφαίο όργανο που ακούει στο όνομα Συνδιάσκεψη συγκλήθηκε μονάχα μια φορά! Ο συγγραφέας στην προσπάθεια αυτοκριτικής και κριτικής της οργάνωσης, αναδεικνύει πόσο καταστροφική στάθηκε αυτή επιλογή, όμως υπάρχουν και κομμάτια που δεν ακουμπάει. Αναλυτικότερα, ενώ η 17 Ν θεωρεί ως ιστορικά αποτυχημένο το μοντέλο του Δημοκρατικού Συγκεντρωτισμού, στην πραγματικότητα το αναπαράγει στη χειρότερη μορφή του και υιοθετώντας μόνο το σκέλος του συγκεντρωτισμού. Όπως ο Δ.Κ. Παραδέχεται, οι 2 μειοψηφούσες φράξιες είδαν την πόρτα εξόδου από την οργάνωση. Η εξέλιξη αυτή βοήθησε βραχυπρόθεσμα, δημιουργώντας ένα ομοιογενές σύνολο “πολεμιστών” που προχώρησε στην πυκνή δράση της περιόδου 1983-92. Μεσοπρόθεσμα, φτώχυνε την οργάνωση από την πλευρά του διαλόγου, της κατάθεσης αντίθετων απόψεων, προβληματισμών και διαφωνιών. Τα προηγούμενα όμως για μια επαναστατική οργάνωση δεν πρέπει να αποτελούν τροχοπέδη, αλλά ένδειξη ζωντάνιας. Αποτελούν αντανακλάσεις του σύνθετου κοινωνικού γίγνεσθαί, το οποίο εισπράττουν τα μέλη στην καθημερινή τριβή τους στους χώρους που κινούνται και φέρνοντάς τους προβληματισμούς στην οργάνωση, πρέπει οι αντιθέσεις να οδηγούν σε νέες διαλεκτικές συνθέσεις. Αυτό όμως είναι αδύνατο όταν οι φορείς διαφωνιών φιμώνονται ή εξοβελίζονται. Μακροπρόθεσμα, η λογική της “καθαρής” δίχως διαφωνίες οργάνωσης, οδηγεί σε όσα τραυματικά βίωσε ο Δ.Κ. το 2002. Ο φτωχός εσωτερικός διάλογος, η ελλειμματική ιδεολογικο-πολιτική θωράκιση ελλοχεύουν-μεταξύ πολλών άλλων- τον κίνδυνο διάσπασης στην πρώτη δυσκολία του (φαινομενικά) δυνατού συνόλου στα επιμέρους συστατικά του (άτομα), ακριβώς γιατί η συνοχή δεν έχει διασφαλιστεί μέσω της υπέρβασης των αντιθέσεων. Πως όμως ήταν λειτουργική η 17 Ν για τόσα χρόνια; Αυτό το σημείο φοβάμαι πως δεν το ακουμπάει ο συγγραφέας. Στην πραγματικότητα, τα πρώτα χρόνια μοιάζει να κινείται με κεκτημένη ταχύτητα της συνδιάσκεψης του 1983. Αργότερα, μας σκιαγραφεί την ύπαρξη μιας συντονιστικής ομάδας (τηρουμένων των αναλογιών μοιάζει με το πολιτικό γραφείο αριστερών κομμάτων που στις ακραίες εκφάνσεις του έχει κύρος και δύναμη ογκόλιθου, διεκδικώντας το αλάθητο) η οποία συναντιούνταν κι αποφάσιζε. Ο συγγραφέας αποφεύγει να εξηγήσει ποιοι και με τι κριτήρια παρακολουθούσαν τις συνεδριάσεις του, αν τα μέλη εκλέγονταν, αν ήταν ανακλητά και πολλά άλλα. Συνεπώς, μπορούμε να κάνουμε κάποιες βάσιμες υποθέσεις απ’ όσα δε θεωρεί σκόπιμο να αναφέρει. Ειδικότερα, από το 1983 έως το 2002, ο Δ.Κ. Δεν κρίνει άξια αναφοράς ούτε μία μεγάλη πολιτική διαφωνία. Είναι δυνατόν σε μια επαναστατική οργάνωση να μην προκύπτουν διαφωνίες; Κι εφόσον δεν υπήρχαν όργανα κατοχυρωμένα καταστατικά (π.χ. Συνδιάσκεψη) πως επιλύονταν, με την επιβολή της “αυθεντίας;