Ιστορίες από την κρύπτη νο 3
Φόρος τιμής στο Νικόλαο Δ. Κωνσταντίνου (1918-2011)
Ιστορίες που είχε αφηγηθεί ο Νικόλαος Κωνσταντίνου με ιστορικό πλαίσιο τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο έχουμε φιλοξενήσει κι άλλες φορές στη σελίδα. Κάποιες από τις διηγήσεις αυτές, έπειτα από εφτά και πλέον δεκαετίες από τη λήξη του φονικότερου πολέμου που γνώρισε η ανθρωπότητα, μπορεί πλέον να διαβάζονται και σαν διασκεδαστικές μιας κι έχει παρέλθει η φόρτιση της συγκεκριμένης περιόδου. Ωστόσο, δεν παύουν να αποτελούν μαρτυρίες πολύτιμες για κάποιες αθέατες πλευρές της Ιστορίας, όπως τη βίωναν, κατά κύριο λόγο απλοί άνθρωποι που συμμετείχαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο σ’ αυτά τα συγκλονιστικά γεγονότα. Έτσι, σήμερα επιλέξαμε να καταγράψουμε δύο ακόμα διηγήσεις του Νικόλαου Κωνσταντίνου όπως τις βίωσε, με την πρώτη να διαδραματίζεται στο πρώτο έτος του πολέμου και τη δεύτερη προς το τέλος του.
ΔΙΗΓΗΣΗ ΠΡΩΤΗ
Η φιλόδοξη εκστρατεία του Μουσολίνι κατά της Ελλάδας συνάντησε απρόσμενη αντίσταση στα σύνορα με την Αλβανία κι έτσι ο ισχυρός του σύμμαχος Χίτλερ αναγκάζεται να παρέμβει απρόθυμα για να σώσει τα προσχήματα και το γόητρο του Άξονα που είχε καταρρακωθεί. Το διεθνές αντίκτυπο αυτής της μάχης του Δαυίδ απέναντι στον Γολιάθ, αντανακλούν σε μεγάλο βαθμό οι γνωστές δηλώσεις του Βρετανού πρωθυπουργού Ουίνστον Τσώρτσιλ που πανηγυρικά διατυπώνει πως «στο εξής δε θα λέμε πως οι Έλληνες πολεμούν σαν ήρωες, αλλά πως οι ήρωες πολεμούν σαν τους Έλληνες». Εξάλλου, καθώς εκείνη την εποχή υπήρξε μια αναμέτρηση τακτικών στρατών και δεν είχε δημιουργηθεί ακόμα το αντάρτικο στα ελληνικά βουνά, το οποίο δημιούργησε μεγάλο πονοκέφαλο στους κατακτητές, ανάγκασε τον ίδιο το Χίτλερ να παραδεχτεί μέσα στο Ράιχσταγκ λίγο πολύ τα ακόλουθα «ενώπιον της ιστορίας οφείλω να επισημάνω πως από όλους μας τους εχθρούς, οι Έλληνες ήταν αυτοί που πολέμησαν με τη μεγαλύτερη περιφρόνηση προς το θάνατο«.
Έτσι λοιπόν το επίκεντρο των μαχών κατά την εισβολή, υπήρξε αρχικά το αλβανικό μέτωπο και λίγο αργότερα τα ελληνο-βουλγαρικά σύνορα με τα ελληνικά οχυρά να προβάλουν σθεναρή αντίσταση, όμως αψιμαχίες έλαβαν χώρα και σε άλλα σημεία που βρίσκονταν πολύ βαθύτερα από τη γραμμή του μετώπου. Σε ένα τέτοιο και συγκεκριμένα στο Οχυρό Βορείου Ευβοϊκού, υπηρετούσε τη θητεία του ως ναύτης ο Νικόλαος Κωνσταντίνου. Το στενό πέρασμα προς την ηπειρωτική Ελλάδα, είχε θωρακιστεί με εντολή του Μεταξά από τα ισχυρά κανόνια του θωρηκτού «Κιλκίς» που ήταν δίδυμο με το «Αβέρωφ». Σύμφωνα με συμπέρασμα που έβγαζε ο ίδιος ο πρωταγωνιστής για αυτήν την επιλογή, το γεγονός της θωράκισης αυτού του σημείου, έδειχνε πως ο Έλληνας δικτάτορας φοβόταν μια ενδεχόμενη απόβαση των Βρετανών παρά μια επίθεση από τις «αδελφές» δυνάμεις του Άξονα.
Κάποιο πρωινό του 1940 λοιπόν κι ενώ ο ελληνικός στρατός μάχονταν ακόμα, πάνω από το οχυρό άρχισαν να πετούν γερμανικά σμήνη βομβαρδιστικών και καταδιωκτικών. Τα ελληνικά αντιαεροπορικά κατάφεραν να χτυπήσουν ένα «στούκας», το οποίο είδαν να πέφτει βγάζοντας πυκνούς καπνούς, ενώ οι πιλότοι πρόλαβαν να απεμπλακούν από το φλεγόμενο αεροσκάφος, ανοίγοντας τα αλεξίπτωτα τους. Άμεσα ο διοικητής του Ο.Β.Ε. έστειλε περιπόλους για να περισυλλέξουν και να αιχμαλωτίσουν τους Γερμανούς. Στο ένα περίπολο έτυχε να βρίσκεται κι ο Νικόλαος Κωνσταντίνου, ο οποίος άλλωστε κατάγονταν από τα χωριά της Εύβοιας. Έτσι έτυχε σε εκείνον να εντοπίσει τον Γερμανό πιλότο σε ένα διπλανό λόφο και την ώρα που μάζευε το αλεξίπτωτό του. Ακολουθώντας τις διαταγές που είχε πάρει, τον συνέλαβε δίχως εκείνος να προβάλει αντίσταση και συνεπώς δίχως να ασκήσει την παραμικρή βία πάνω του. Ενώ όμως τον οδηγούσε στη μονάδα άκουσε πάλι το θόρυβο απ’ τα γερμανικά αεροπλάνα που πετούσαν από πάνω τους. Ανήσυχος από την ιδέα πως αν τους εντοπίσουν θα αρχίσουν να τους χτυπούν με τα πολυβόλα, έπιασε τον Γερμανό και τον πέταξε μέσα σε κάτι θάμνους από σκίνα κι έπεσε από πάνω του για να προστατευτούν. Όμως ο πιλότος πανικοβλήθηκε μιας και δεν κατάλαβε πως αυτή η κίνηση ήταν για την προστασία τους κι όπως ήταν πεσμένος μπρούμυτα άρχισε να φωνάζει στη γλώσσα του «μαιν καεράτ, μάιν καμεράτ». Ο Έλληνας ναύτης δε γνώριζε διόλου τη γερμανική γλώσσα, αλλά ήξερε καλά τον τόπο του και τα χωριά. Έτσι με ανάμικτα συναισθήματα δέους και θαυμασμού για την αντικατασκοπία του εχθρού συλλογίστηκε πως τα πράγματα ήταν δύσκολα αν ακόμα κι ένας απλός πιλότος γνώριζε τόσο καλά την περιοχή. Απόδειξη πως ο Γερμανός γνώριζε τις Καμαράτες που δεν ήταν παρά ένα χωριουδάκι της βόρειας Εύβοιας! Όταν λοιπόν τα αεροπλάνα έφυγαν, οδήγησε τον αιχμάλωτο στο ελληνικό στρατόπεδο και βαθιά προβληματισμένος μοιράστηκε την ανησυχία του στον διοικητή. Εκείνος όμως εντελώς απρόσμενα, άρχισε να γελάει δυνατά δίχως να συμμερίζεται τις ανησυχίες του ναύτη. Όταν ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία του, συνεχάρη τον υφιστάμενο του για την επιτυχή κατάληξη της αποστολής και καθησύχασε τους φόβους του, εξηγώντας πως αυτό που είχε ακούσει να φωνάζει ο αιχμάλωτος αποτελούσε έκκληση για βοήθεια προς το σύντροφό του κι όχι το όνομα του γειτονικού χωριού.
Αυτή η διασκεδαστική εμπειρία αποτέλεσε το βάπτισμα του πυρός για το ναύτη Νικόλαο Κωνσταντίνου. Στον Γερμανό φέρθηκαν με το σεβασμό που αρμόζει σε αιχμάλωτο πολέμου κι όταν το μέτωπο κατέρρευσε τον παράδωσαν στους συμπατριώτες του. Ο Νικόλαος Κωνσταντίνου, έκανε μια πρώτη αποτυχημένη προσπάθεια να σμίξει με συμπατριώτες του που θα ακολουθούσαν το στόλο, αλλά στο ύψος της Χαλκίδας τους «πλάκωσαν τα Στούκας» και βγήκαν στη στεριά την τελευταία στιγμή. Η επιλογή της επιστροφής στο χωριό του αποτελούσε πλέον μονόδρομο. Μονάχα που όπως διηγιόταν ντρέπονταν να γυρίσει ηττημένος, λες κι ο πόλεμος είχε γίνει προσωπική του υπόθεση. Έτσι, άφησε πρώτα να πέσει το σκοτάδι και γύρισε στο πατρικό του σπίτι από τα χωράφια, σκίζοντας στην προσπάθεια τη στολή του. Όσο περνούσαν οι μέρες γίνονταν όλο και πιο καθαρό πως δεν τον χωρούσε ο τόπος με την καθημερινή παρουσία Ιταλών κατακτητών. Δε θα αργούσε η μέρα που από μια απόκρημνη ακτή της Εύβοιας θα έφευγε κρυφά για τη Μέση Ανατολή, ώστε να συνεισφέρει στην απελευθέρωση της πατρίδας του.
ΔΙΗΓΗΣΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
Μεταξύ της ιστορίας που μόλις διηθηθήκαμε κι αυτής που θα ακολουθήσει, έχουν μεσολαβήσει περίπου τέσσερα χρόνια. Αυτή η σχετικά μικρή χρονική περίοδος όμως είναι τόσο πυκνή σε γεγονότα, που σε κανονικές συνθήκες μπορεί να χρειαστεί το πέρασμα ολόκληρων δεκαετιών για να αποκομίσει κάποιος αντίστοιχες εμπειρίες.
Πιάνοντας το νήμα της διήγησης από τη φυγή του Ελληνικού στόλου για τη Μέση Ανατολή, γίνεται αντιληπτό πως όσοι ναύτες δεν υπηρετούσαν σε καράβια έμειναν πίσω. Αρκετοί από αυτούς κι ο Νικόλαος Κωνσταντίνου ανάμεσά τους, έβαλαν σκοπό να φύγουν κρυφά από κατεχόμενη Ελλάδα για να σμίξουν πάλι με το στόλο. Αυτό δεν ήταν φυσικά απλό και χρειάστηκε να περάσουν πολλοί μήνες για να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες. Έτσι καθώς ο παγκόσμιος πόλεμος κορυφώνεται και πριν ο ΕΛ:ΑΣ δώσει την οδηγία να ανέβουν στο βουνό όσοι ήθελαν να αντισταθούν, κάποιες δεκάδες Έλληνες μαζεύονται κρυφά στις ακτές για να βρεθούν στην καρδιά των γεγονότων.
Στην ακτή των Τσακαίων κρύβονται πολλοί περιμένοντας το καΐκι που θα τους περάσει στη Μέση Ανατολή, αλλά αυτό αργεί κι η πείνα αρχίζει να τους θερίζει. Ανάμεσά τους βρίσκεται κι ο Νικόλαος Κωνσταντίνου που κάποιο μεσημέρι ανέβηκε σε μια αχλαδιά για να ξεγελάσει κάπως την πείνα του. Σε λίγο εμφανίζεται μπροστά του κάποιος με ρούχα χωρικού που παραξενεμένος άρχισε τις ερωτήσεις. Όμως ο συνομιλητής του, φοβούμενος τους συνεργάτες των κατακτητών του απαντάει μονάχα πως είναι από κοντινό χωριό και πως πεινάει. Όταν ο χωρικός τον καλεί για τραπέζι, ξεκινούν μια κουβέντα με την οποία συμπεραίνουν πως είναι στενοί συγγενείς. Έπειτα από αυτήν τη διαπίστωση ο Νικόλαος Κωνσταντίνου ξεθαρρεύει και του αποκαλύπτει τον πραγματικό σκοπό της επίσκεψής του. Τότε ο συγγενής του κάνει ένα πλουσιοπάροχο τραπέζι και δίνει οδηγίες στη γυναίκα του να μαζέψει όσες προμήθειες μπορούν να κουβαληθούν, ώστε να τραφούν κι οι υπόλοιποι που κρύβονταν.
Για τους φυγάδες λοιπόν αυτή η εξέλιξη αποτέλεσε δώρο εξ ουρανού που τους βοήθησε να αντέξουν αρκετές μέρες ακόμα. Όταν όμως οι προμήθειες στέρεψαν, παρότρυναν το σύντροφό τους να επισκεφτεί εκ νέου το συγγενή του. Εκείνος αρχικά τους λέει πως θα πάει με τη δύση του ήλιου ώστε να έχει κάλυψη και μιας κι ήταν ακόμη μεσημέρι αποκόβεται σε ένα σκιερό μέρος για να πάρει ένα μεσημεριανό ύπνο. Καθώς λαγοκοιμόταν άκουσε καθαρά μια φωνή να τον προτρέπει να μη φύγει από την παραλία διότι την ίδια νύχτα θα έρχονταν το καΐκι. Αρχικά πιστεύει πως κάποιος κρυμμένος σύντροφος του κάνει πλάκα, όμως καθώς ανασηκώνεται δεν αντικρίζει κανέναν και διαπιστώνει πως δεν μπορεί ούτε να κρυφτεί κάποιος κοντά καθώς υπήρχε ξέφωτο. Αν και δεν είχε ποτέ παραφυσικές ανησυχίες το γεγονός τον αναστατώνει φοβερά κι αποφασίζει να μη φύγει από την παραλία. Αν οι σύντροφοί του επιμένουν, μπορεί να εξηγήσει σε κάποιον πως θα φτάσει στο σπίτι που θα πάρει προμήθειες. Πραγματικά ένας εθελοντής ακολουθεί τις οδηγίες του, ενώ ο ίδιος μένει με την υπόλοιπη ομάδα και μόλις πέφτει ο ήλιος αντικρίζουν από τον ορίζοντα το σκάφος που περίμεναν τόσες μέρες. Όταν αυτό φτάνει κοντά στην ακτή ακούγεται η φωνή του καπετάνιου να φωνάζει να βιαστούν γιατί θα πάρει τους πρώτους τριάντα. Ο Νικόλαος Κωνσταντίνου βρίσκεται στην κορυφή κάποιου βράχου, όπου ανέβηκε για να βλέπει καλύτερα και με το άκουσμα της οδηγίας του καπετάνιου δίνει ένα σάλτο προς το κατάστρωμα. Από την αγωνιώδη προσπάθεια χάνει το ένα παπούτσι που έπεσε στη θάλασσα και κάνει μονοσάνδαλος τη διαδρομή Εύβοια-Τουρκία-Συρία-Αίγυπτος. Αυτό το περιστατικό το διηγιόταν αργότερα γεμάτος περηφάνια στο γιο του «εγώ έφυγα με ένα παπούτσι για να ελευθερώσω την πατρίδα μου».
Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν γεμάτα έντονες εμπειρίες, τις οποίες κατάγραφε καθημερινά στο ημερολόγιό του. Όπως έλεγε χαρακτηριστικά η ικανότητα της Βρετανικής αντικατασκοπίας είχε ανυψώσει το ηθικό ολόκληρου του στόλου, καθώς προειδοποιούσε με ακρίβεια δευτερολέπτου πότε θα επιτεθούν τα εχθρικά αεροσκάφη. «Με τέτοια πληροφόρηση δε γίνεται να χάσουμε τον πόλεμο» έλεγαν οι ναύτες μεταξύ τους. Βέβαια οι παρεμβάσεις των Εγγλέζων δεν ήταν πάντα για καλό. Για παράδειγμα κάποιο απόγευμα που το «Μιαούλης» βρίσκονταν στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας, είδαν να έρχονται κατά πάνω του αρκετές φελούκες με οπλισμένους Αιγύπτιους που αξίωναν να κάνουν έλεγχο στο αντιτορπιλικό. Η αξίωση παραβίαζε κάθε έννοια θαλάσσιου δικαίου, πόσο μάλλον εν καιρώ πολέμου. Βέβαια ο καπετάνιος του «Μιαούλης» ήταν έμπειρος κι αποδείχτηκε ικανός να αντιμετωπίσει αυτήν την προσπάθεια επίδειξης ισχύος. Αρχικά έδωσε εντολή στα πολυβόλα να σημαδέψουν τις φελούκες κι όταν διαπίστωσε πως οι Αιγύπτιοι ήταν διατεθειμένοι να πιέσουν έχοντας την κάλυψη των Εγγλέζων, διέταξε με δυνατή φωνή ώστε να ακουστεί μιας κι ήξερε πως τον καταλάβαιναν «σε προσπάθεια κατάληψης του σκάφους, βάλατε χωρίς νεότερη διαταγή». Το αποτέλεσμα ήταν οι φελούκες να εξαφανιστούν το ίδιο γρήγορα όπως είχαν εμφανιστεί. Όταν την επόμενη ημέρα ο πλοίαρχος πήγε να διαμαρτυρηθεί στο Βρετανικό αρχηγείο, οι Εγγλέζοι προσποιήθηκαν πως αγνοούσαν την πρωτοβουλία των Αιγυπτίων.
Ανάμεσα στις ημερολογιακές καταγραφές, υπήρξε και μία που είχε ξεχωριστό ενδιαφέρον. Η ημερομηνία της καταγραφής ήταν 1η Απριλίου 1944. Εκείνο το βράδυ ο δίοπος ξύπνησε από έναν ανεξήγητο εφιάλτη. Είχε δει ένα τόπο που έμοιαζε με την Ευβοιώτικη γη και στον ορίζοντα υπήρχαν πολλά πανύψηλα κυπαρίσσια. Το μέρος ήταν απειλητικά ήσυχο και ξάφνου δίχως να φυσάει ο παραμικρός άνεμος, τα κυπαρίσσια άρχισαν να λυγίζουν λες κι ήθελαν να φιλήσουν τη γη. Ξύπνησε αλαφιασμένος δίχως να μπορεί να εξηγήσει την ερμηνεία αυτού που είχε δει. Έτσι αρκέστηκε να καταγράψει το όνειρο συμπληρώνοντας στο τέλος την ημερομηνία. Λίγους μήνες αργότερα κι όταν ο στόλος γύρισε στην Ελλάδα, πληροφορήθηκε το κακό που είχε πλήξει την οικογένειά του. Ο μεγαλύτερος αδελφός του που ήταν μέλος του ΕΑΜ κι είχε διοριστεί φιλόλογος στο Ξηροχώρι της Εύβοιας, εκτελέστηκε μαζί με άλλους τριάντα δύο πατριώτες από τα Τάγματα Ασφαλείας σαν αντίποινα για ενέργεια του ΕΛΑΣ. Όταν ρώτησε για την ημερομηνία της εκτέλεσης, του είπαν πως έγινε την 1η Απριλίου του 1944.
Ωστόσο, του γυρισμού στην πατρίδα είχε προηγηθεί η συμμαχική απόβαση στην Ιταλία, στην οποία έλαβε μέρος κι ο ελληνικός στόλος. Το κλίμα στα πλοία, καθώς πλησίαζαν την ιταλική χερσόνησο, ήταν ιδιαίτερα αισιόδοξο. Μάλιστα αρκετοί ναύτες έλεγαν φωναχτά τις σκέψεις τους, πως δηλαδή θα ξεσπούσαν στους Ιταλούς για τα τόσα χρόνια πολέμου και κακουχιών. Όμως η ιστορία δεν είχε πει την τελευταία της λέξη. Παρά λοιπόν τις προσδοκίες, τα σχέδια θα έμεναν ανολοκλήρωτα και θα χαράσσονταν καινούρια. Ο σημαντικότερος λόγος υπήρξε η συνειδητοποίηση πως ο ιταλικός λαός απείχε μακράν από τις περιγραφές της προπαγάνδας. Οι Ιταλοί ούτε πολεμοχαρείς έμοιαζαν, ούτε φασίστες στην πλειοψηφία τους. Αντίθετα, οι Έλληνες έβρισκαν πως είχαν πολλά κοινά με τούτο το λαό. Επιπλέον, υπήρχαν οι Ιταλίδες που μάγεψαν τους Έλληνες ναύτες με την ομορφιά τους, το γέλιο και τη θέληση για ζωή. Στον αντίποδα, οι Άγγλοι αν και τυπικά σύμμαχοι στο πεδίο των μαχών βρίσκονταν μακριά από το μεσογειακό ταμπεραμέντο. Ακόμα χειρότερα επιδείκνυαν συμπεριφορά αποικιοκράτη και σε αρκετές περιπτώσεις συμπεριφέρονταν βάρβαρα στους άμαχους. Συνέπεια του προηγούμενου, υπήρξε το εξής παράδοξο: Ιταλοί και Έλληνες που ήταν αντίπαλοι στα χαρτιά συμμαχούσαν τις περισσότερες φορές για να αντιμετωπίσουν τους μεθυσμένους Βρετανούς ναύτες. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι συμπλοκές τελείωναν με τους ήχους από τις σφυρίχτρες της ναυτονομίας.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα ο δίοπος Κωνσταντίνου γνώρισε την όμορφη Γιολάντα με φυσικό επακόλουθο να ξελογιαστεί από την ιταλική ομορφιά. Τη συναντούσε σε κάθε του έξοδο και τις περισσότερες φορές κατέληγαν να κοιμούνται μαζί στο μικρό της σπίτι στον Τάραντα. Ωστόσο, κάποιο βράδυ που ξενύχτησαν παραπάνω τον πήρε ο ύπνος για τα καλά με αποτέλεσμα να χάσει τις βάρκες που επέστρεφαν τους ναύτες στα πλοία τους. Απευθύνθηκε στους Εγγλέζους που είχαν την κεντρική οργάνωση και μέσα σε μια βάρκα έψαχναν το αντιτορπιλικό υπό το φως ενός μονάχα φακού, καθότι το λιμάνι ήταν σε συσκότιση από το φόβο γερμανικού βομβαρδισμού. Η προσπάθεια ήταν άκαρπη κι ακόμα χειρότερα, την επόμενη μέρα το «Μιαούλης» απέπλευσε προς άγνωστη κατεύθυνση. Ο Νικόλαος Κωνσταντίνου πάνω στην απελπισία του, μπόρεσε να σκεφτεί καθαρά κι έτσι απευθύνθηκε για μια ακόμα φορά στο βρετανικό ναυαρχείο που ήταν επικεφαλής όλων των επιτελικών σχεδιασμών. Εκεί ένας αξιωματικός αφού του έδειξε κάτι χάρτες που λίγο κατάλαβε, του ζήτησε να παρουσιαστεί πάλι συγκεκριμένη ώρα και θα τον βοηθούσαν να φτάσει στον προορισμό του. Πραγματικά επέστρεψε στο ναυαρχείο αρκετή ώρα πριν τη συμφωνημένη και με έκπληξη διαπίστωσε τη βρετανική οργάνωση, καθώς ένα τζιπ τον περίμενε με τη μηχανή αναμμένη. Ο οδηγός τον οδήγησε στο σταθμό του τρένου κι εκεί του εξήγησε σε ποιο σταθμό έπρεπε να κατέβει ώστε να βρει το πλοίο του στο λιμάνι. Όμως η περιπέτεια δεν είχε τελειώσει ακόμα, καθώς στη διαδρομή το τρένο έγινε στόχος των «στούκας» με αποτέλεσμα να εκτροχιαστεί. Ο Νικόλαος Κωνσταντίνου βρέθηκε μόνος στο δρόμο να κάνει ώτο-στοπ. Ευτυχώς η οδηγία για τα Ι.Χ. να διευκολύνουν ένστολους τον βοήθησε να βρει γρήγορα όχημα με κατεύθυνση το λιμάνι που του είχαν υποδείξει. Λίγες ώρες αργότερα βρέθηκε στον προορισμό του και με μεγάλη ανακούφιση διαπίστωσε πως το «Μιαούλης» μόλις τώρα διακρίνονταν στον ορίζοντα. Αμέσως επισκέφτηκε το λιμεναρχείο και ζήτησε να επικοινωνήσουν με το πλοίο του. Σ’ αυτό καθώς το ταξίδι του ήταν ήρεμο και δεν είχε χρειαστεί να σημάνει συναγερμός και να δοθεί αναφορά δεν είχε γίνει αντιληπτή η απουσία του.
Βέβαια, η περιπέτειά του δεν είχε τελειώσει ακόμα. Αν κι ανακουφισμένος που γλίτωσε την πιθανή κατηγορία λιποταξίας, μόλις πάτησε το πόδι του στο κατάστρωμα βρέθηκε εν μέσω δύο πυρών. Από τη μία έδωσε αναφορά στον πλοίαρχο και βέβαια είσπραξε μια ποινή που αναλογούσε σε πολυήμερη στέρηση εξόδου. Από την άλλη, ακόμα χειρότερα, είχε να αντιμετωπίσει την καχύποπτη επιτροπή του ΕΛΑΝ. Έκπληκτος αντιμετώπισε ερωτήσεις του στυλ «τι είδους έγγραφα παράδωσε στο βρετανικό ναυαρχείο εκ μέρους του καπετάνιου¨». Απεγνωσμένα προσπάθησε να εξηγήσει πως η αργοπορία του οφείλονταν σε γυναικείο δάκτυλο κι όχι σε μυστικές υπηρεσίες. Οι ερωτήσεις με αυτονόητη απάντηση, του στυλ «και γιατί απευθύνθηκες στους Άγγλους;» ή «πως ήξερες τον προορισμό μας, αφού ούτε εμείς δεν τον γνωρίζαμε μέχρι πριν λίγο» έδειχναν πως η αλήθεια δύσκολα θα γίνονταν πιστευτή.
Η αποκορύφωση της έντασης ήρθε μ’ ένα οξύθυμο μέλος της επιτροπής που έπειτα από μια έξοδο και κατανάλωση οινοπνεύματος του αποκρίθηκε ως εξής «Κωνσταντίνου είσαι εχθρός του λαού! Θα λογοδοτήσεις γι’ αυτό». Χρειάστηκε η επέμβαση των πιο ψύχραιμων για να ηρεμήσουν τα πνεύματα, ενώ έκτοτε οι σχέσεις τους παράμειναν τεταμένες. Με το συγκεκριμένο άνθρωπο ξανασυναντήθηκαν τυχαία στα δύσκολα χρόνια του εμφύλιου στην Ελλάδα, στην αίθουσα κάποιου στρατοδικείου. Ο καθένας σε κάποιο δικό του είχε πάει να συμπαρασταθεί. Ο δίοπος έφερνε ακόμα πολύ βαριά τις κουβέντες του πρώην συμπολεμιστή του, όμως ο τόπος ήταν ακατάλληλος για να γυρέψει εξηγήσεις. Γνώριζε πόσο εύκολα μοίραζαν οι στρατοδίκες το «εις θάνατον» κι έτσι επέλεξε να μη δώσει συνέχεια. «Τέτοιο κρίμα δεν ήθελα να το έχω στο λαιμό μου» έλεγε.