Μπουεναβεντούρα Ντουρρούτι (1886-1936)-Ιστορικό αφιέρωμα

Μπουεναβεντούρα Ντουρρούτι (1886-1936)

Μπουεναβεντούρα Ντουρρούτι.                                         Ο .Μπουεναβεντούρα Ντουρρούτι, υπήρξε κορυφαίος Ισπανός Επαναστάτης και σίγουρα ένας από τους μεγαλύτερους του 20ου αιώνα. Γεννήθηκε το 1886 στη Λεόν κι από τα νεανικά του χρόνια επέδειξε δυναμική συνδικαλιστική δράση, συμμετέχοντας ενεργά στην απεργία των εργατών των σιδηροδρόμων του Βορρά. το 1917.

Λόγω της πλούσιας δράσης του ενάντια στη μοναρχία και υπέρ των δικαιωμάτων των εργατών, γνώρισε διώξεις, φυλακίσεις, εκτοπίσεις, ενώ για αρκετό διάστημα ζούσε στην παρανομία εντός και εκτός Ισπανίας. Κατά τη δεκαετία του 20 από τις γραμμές της αναρχοσυνδικαλιστικής Εθνικής Συνομοσπονδίας Εργασίας-C.N.T. , προσπάθησε να οργανώσει το αναρχικό κίνημα της Καταλανίας και τους αγώνες του. Αξίζει να επισημανθεί πως στην Ισπανία, αλλά ιδιαίτερα στην Καταλονία και τη Βαρκελώνη, είχαν μεγάλη απήχηση οι ιδέες του Ρώσου αναρχικού Μπακούνιν και η C.N.T. είχε τεράστια επιρροή στο εργατικό κίνημα.

Ο Ντουρρούτι μαζί με τους επίσης αναρχικούς συντρόφους του Φρανσίσκο Ασκάσο και Γκαρσία Ολιβέρ , ίδρυσαν την ομάδα Los Solidaritos (οι Αλληλέγγυοι), οι οποίοι προσπάθησαν δίχως επιτυχία, να δολοφονήσουν τον αυταρχικό βασιλιά της Ισπανίας Αλφόνσο ΙΓ΄ το 1924 στο Παρίσι.

Οφείλουμε να τονίσουμε πως στην συγκεκριμένη ιστορική περίοδο και στο κοινωνικό πλαίσιο της Ισπανίας του Μεσοπολέμου, κυριαρχούσε η ακραία φτώχεια για τις εργατικές και αγροτικές μάζες, ενώ υπέβοσκε τεράστια οργή από την καταπίεση και την εκμετάλλευση αιώνων από τη μοναρχία, τους αριστοκράτες και τον κλήρο, οι οποίοι ζούσαν με προκλητικά πολυτελή τρόπο. Υπό τις συνθήκες ακραίας εξαθλίωσης και άγριας καταστολής για το λαό, οι επιλογές του Ντουρρούτι να απαντάει στη βία των κυρίαρχων τάξεων με βία, τον κατέστησαν γρήγορα δημοφιλή ως “τιμωρό” στις τάξεις των καταπιεσμένων.

Λατινική Αμερική

Κατά την επιβολή της δικτατορίας του του Πρίμο ντε Ριβέρα, ο Ντουρρούτι (μαζί με τον Ασκάσο) καταφεύγει στη Λατινική Αμερική και στην Αργεντινή, ώστε να γλυτώσει από το κύμα τρομοκρατίας που εξαπέλυσε ο δικτάτορας. Εκεί γνώρισε θερμότατη υποδοχή, με αποτέλεσμα να μπει στο στόχαστρο των διωκτικών αρχών. Όμως η φήμη του καταγράφηκε στη χώρα και η επαναστατική κληρονομιά θα απέφερε καρπούς λίγα χρόνια αργότερα, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη δράση ένας ακόμα μεγάλου Επαναστάτη που άκουγε στο όνομα Ερνέστο Τσε Γκεβάρα. Όσο για τον Ντουρρούτι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αργεντινή και να περιπλανηθεί σε χώρες της Λατινικής Αμερικής: Χιλή, Ουρουγουάη και το Μεξικό. Σημειολογικά μπορούμε να επισημάνουμε πως παρόμοια περιπλάνηση με μοτοσυκλέτα επιχείρησε αργότερα κι ο Τσε, γεγονός που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση της συνείδησής του.

Παρίσι

Στις αρχές της δεκαετίας του 20, ο Ισπανός Επαναστάτης εγκαθίσταται στο Παρίσι, όπου είχαν καταφύγει πολλοί αναρχικοί αγωνιστές. Εκεί άνοιξε βιβλιοπωλείο κι ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τον διεθνούς φήμης Ουκρανό αναρχικό ηγέτη Νέστορα Μαχνό, ο οποίος κατέφυγε στη Γαλλία μετά την ανοιχτή ρήξη του με τo Επαναστατικό πλην μαρξιστικό, καθεστώς των Μπολσεβίκων. Το 1924 έλαβε χώρα η αποτυχημένη απόπειρα κατά του βασιλιά της Ισπανίας που αναφέραμε, με αποτέλεσμα την σύλληψη των Ντουρρούτι και Ασκάσο. Λίγο πριν την αποφυλάκισή τους, η Αργεντινή αξίωσε την έκδοσή τους προκειμένου να εκτελεστεί η ποινή της θανατικής καταδίκης που τους είχε επιβληθεί, όμως το τεράστιο και δυναμικό κίνημα συμπαράστασης που ξέσπασε στη Γαλλία αποσόβησε αυτό το ενδεχόμενο.

Η Περιπλάνηση

Καθώς οι γαλλικές αρχές έδωσαν διορία στους δύο αναρχικούς να εγκαταλείψουν τη χώρα, αντιμετώπισαν την αρνητική στάση αρκετών ευρωπαϊκών κρατών όπως το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο και συγκυριακά βρήκαν καταφύγιο για κάποιο διάστημα στη Γερμανία. Στη συνέχεια επέστρεψαν παράνομα στη Γαλλία, όπου ακολούθησε νέα σύλληψη και μετά την αποφυλάκιση κατέφυγαν εκ’ νέου στη Γερμανία κι αργότερα στο Βέλγιο που αυτή τη φορά τους χορήγησε άδεια παραμονής. Αξίζει να αναφερθεί πως στη συγκεκριμένη περίοδο, η μοναδική χώρα που τους πρόσφερε επίσημα άσυλο ήταν η Σοβιετική Ένωση, όμως ο Ντουρρούτι αρνήθηκε την προσφορά, πιθανά επηρεασμένος από τις αρνητικές αντιλήψεις του Νέστορα Μάχνο για το επαναστατικό καθεστώς της χώρας.

Επιστροφή στην Ισπανία

Στα τέλη της δεκαετίας του 20 και συγκεκριμένα το 1927, ιδρύεται στην Ισπανία η Αναρχική Ομοσπονδία Ιβηρικής (F.A.I), με στόχο το συντονισμό και τη δράση όλων των αναρχικών ομάδων της χώρας. Τέσσερα χρόνια αργότερα συντελείται και η πτώση της Ισπανικής δικτατορίας, γεγονός που επέτρεψε στον Ντουρρούτι να επιστρέψει στην πατρίδα του. Παρά τη δημοκρατία όμως το κλίμα στη χώρα είναι έκρυθμο. Η ταξική πάλη είναι ιδιαίτερα οξυμένη με απεργίες σε διάφορα σημεία της χώρας, άγρια καταστολή και δολοφονίες απεργών, λοκ-άουτ από πλευράς εργοδοτών. Ο Ντουρρούτι παρότι παντρεμένος με την Γαλλίδα Εμιλιέν Μορέν, η οποία μάλιστα κυοφορούσε, δε θα μπορούσε να μείνει αδρανής. Άλλωστε η CNT γίνονταν όλο και ισχυρότερη, αυξάνοντας την επιρροή της και ο Ντουρρούτι μαζί με άλλους συντρόφους του της FAI, επιδίδονται σε ληστείες για ενίσχυση του εργατικού κινήματος. Οφείλουμε να επισημάνουμε πως αποτελεί γενική παραδοχή, ακόμα και πολιτικών του αντιπάλων, πως από τις ενέργειες αυτές ο Ντουρρούτι δεν κράτησε τίποτα για προσωπικό του όφελος και παρέδιδε τα πάντα στις οργανώσεις, ενώ ο ίδιος εξακολουθούσε να έχει λιτό βίο, γεγονός που ενίσχυσε το κύρος του στα μάτια των εργατών.

ΙΣΠΑΝ ΕΜΦΥΛΙΟΣΗ καθοριστική Δεκαετία του 30′

Στην Καταλονία έχει ιδρυθεί το αριστερό Επαναστατικό POUM (κόμμα Μαρξιστικής ενοποίησης), που παρά την πολιτική επιρροή του, υπήρξε δυσανάλογα μικρό αριθμητικά, συγκριτικά με τις οργανώσεις των Αναρχικών. Μια αντικειμενική και αξιόπιστη οπτική για το POUM, αποδίδει ο διάσημος Βρετανός σκηνοθέτης Κεν Λόουτς στην ταινία του “Γη και Ελευθερία”, αλλά κι ο επίσης Βρετανός συγγραφέας Τζ. Όργουελ που πήρε μέρος στον Ισπανικό εμφύλιο από τις γραμμές της ένοπλης πολιτοφυλακής του POUM και καταγράφει τις εμπειρίες του στο βιβλίο “Φόρος τιμής στην Καταλονία”. Έτσι το 1932 οι Αναρχικοί μαζί με το POUM, οργανώνουν εξέγερση σε όλη την Καταλονία, η οποία όμως καταστέλλεται, με αποτέλεσμα ο Ντουρρούτι μαζί με άλλους Αναρχικούς και Μαρξιστές αγωνιστές να εξοριστούν στην Ισπανική Γουινέα, δίχως καν τη διεξαγωγή δίκης ,.

Κατά την επιστροφή του στην Ισπανία μετά την προηγούμενη εκτόπιση, το κλίμα στη χώρα είναι έντονα πολωμένο. Οι εξεγέρσεις είναι συχνές σε Μαδρίτη, Βαρκελώνη, Αστούριες. Στόχο των εξεγερμένων αποτελεί συχνά η καθολική εκκλησία, ως μισητό σύμβολο καταπίεσης από τα χρόνια ακόμα του Μεσαίωνα και της Ιεράς εξέτασης. Όμως οι περισσότερες εξεγέρσεις είναι ανοργάνωτες, με αποτέλεσμα την άγρια καταστολή τους και την εξαπόλυση τρομερών αντιποίνων. Ο ίδιος ο Ντουρρούτι βρίσκεται συχνά στο στόχαστρο των αρχών και συχνά συλλαμβάνεται δίχως κάποια συγκεκριμένη κατηγορία.

Επιπλέον, η άρχουσα τάξη αρχίζει να προετοιμάζει από το 1934 μια πιο οργανωμένη δύναμη καταστολής και διασφάλισης των συμφερόντων της. Μιλάμε φυσικά για το φασιστικού τύπου κόμμα των φαλαγγιτών, του οποίου αργότερα θα αναδειχτεί ως αδιαφιλονίκητος ηγέτης ο στρατηγός Φράνκο. Το κόμμα χρηματοδοτείται και επανδρώνεται από την παραδοσιακή αριστοκρατία και από νεόκοπους αστούς.

Η Επανάσταση των καταπιεσμένων και το Φασιστικό πραξικόπημα.

Οι εκλογές των αρχών του 1936 φέρνουν στην εξουσία το Λαϊκό Μέτωπο, το οποίο αποτελείται από διάφορους σχηματισμούς Σοσιαλιστών και Ρεμπουμπλικάνων. Όμως ήδη η Ισπανική άρχουσα τάξη έχει κάνει την επιλογή πως δε θα επιτρέψει να θιγούν τα συμφέροντά της, ούτε θα δώσει την ευκαιρία σταθεροποίησης στη νεόκοπη δημοκρατία. Είχε έρθει η ώρα να αναλάβει δράση το στρατιωτικό της σκέλος , που φυσικά αποτελείται από τους φασίστες φαλαγγίτες. Έτσι, οι τελευταίοι αναλαμβάνουν δράση στις 11 Ιούλη του 1936 με κατάληψη του ραδιοφωνικού σταθμού της Βαλένθια απ’ τον οποίο εκδίδουν και ανακοίνωση, καλώντας και τον στρατό να συμπαραταχθεί μαζί τους. Στην πραγματικότητα πρόκειται για την πρώτη πράξη του τριετούς εμφύλιου πολέμου, που ξεπέρασε τα όρια της χώρας, αποτελώντας και τον προάγγελο του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου. Τους φαλαγγίτες εντός Ισπανίας υποστηρίζουν ανοιχτά η Αριστοκρατία, οι μεγαλοαστοί, οι μεγαλογαιοκτήμονες και φυσικά η Καθολική εκκλησία. Συνάμα, δέχτηκαν την ανοιχτή συνδρομή της φασιστικής Ιταλίας του Μουσολίνι και της ναζιστικής Γερμανίας του Χίτλερ, οι οποίοι τους προμήθευαν δίχως φειδώ με πολεμοφόδια, ανθρώπινο δυναμικό και συμμετοχή σε επιχειρήσεις, όπως ο βομβαρδισμός της Γκουέρνικα (Γκερνίκα) απ’ τα γερμανικά βομβαρδιστικά.

Το δημοκρατικό στρατόπεδο αποτελείται από σοσιαλιστές, δημοκράτες, αναρχικούς, αριστερούς κ.λ.π. Η έλλειψη συνοχής και τα διαφορετικά στρατηγικά σχέδια θα έχουν τελικά τραγικές συνέπειες. Ως εξωτερική βοήθεια θα σχηματιστούν οι περίφημες Διεθνείς Ταξιαρχίες από εθελοντές που συνέτρεξαν απ’ όλο τον κόσμο για να υπερασπιστούν την Ισπανική δημοκρατία. Ωστόσο, σε επίπεδο υλικού και εφοδίων μονάχα η Σοβιετική Ένωση θα στέλνει κάποια κι αυτά επιλεκτικά για να μη φτάνουν στα χέρια των Αναρχικών ή αριστερών που δεν ήταν πιστοί στη Μόσχα. Το γεγονός θα έχει αποτέλεσμα την απότομη διεύρυνση της πολιτικής επιρροής του Κ.Κ.Ι, το οποίο ήταν σχεδόν ανύπαρκτο πριν τον εμφύλιο, ενώ κατά τη διάρκειά του θα διαδραματίσει ρόλο τουλάχιστον αμφιλεγόμενο.

Στη Βαρκελώνη όπου το εργατικό κίνημα ήταν δυνατό και με την πλειοψηφία να συσπειρώνεται γύρω απ’ τους αναρχικούς, το στρατιωτικό πραξικόπημα ξέσπασε στις 19 Ιούλη, όμως συνετρίβη εν τη γέννεση του. Ο Ντουρρούτι έλαβε μέρος στις μάχες αν και μόλις είχε εγχειριστεί, ωστόσο έχασε στη μάχη τον αγαπημένο του σύντροφο Ασκάσο. Δε συμβαίνει όμως το ίδιο και σε άλλες περιοχές της Ισπανίας. Ακόμα χειρότερα, σε ένα πραξικόπημα που αρχικά φαίνονταν πως θα αντιμετωπιστεί εύκολα, λόγω της ολιγωρίας της κεντρικής κυβέρνησης, ο Φράνκο κατόρθωσε να περάσει στρατεύματα από το Ισπανικό Μαρόκο στην Ισπανία.

ΙΣΠΑΝ ΕΜΦΥΛΙΟΣ-1                                      Η Δράση του Μποεναβαντούρα Ντουρρούτι στον Ισπανικό Εμφύλιο

Μετά την αντιμετώπιση του πραξικοπήματος η Βαρκελώνη και η Καταλονία ζούσαν επαναστατικές στιγμές. Οι εργάτες ανέλαβαν τη διαχείριση αρκετών εργοστασίων και υπηρεσιών, ενώ παρόμοιες προσπάθειες κολεκτιβίστικης διαχείρισης εμφανίστηκαν και στην ύπαιθρο. Οι ένοπλες εργατικές πολιτοφυλακές (POUM, Αναρχικοί) ανέλαβαν την υπεράσπιση της πόλης και της συντριβής του φασισμού,

Ο Ντουρρούτι συγκρότησε την περίφημη ταξιαρχία που πήρε το όνομά του κι έφυγε για το μέτωπο της Αραγωνίας. Εκεί απελευθέρωσε την επαρχία από τη φασιστική απειλή και διέσωσε τις αγροτικές κολεκτίβες και στη συνέχεια κατέλαβε τη Σαραγόσα.

Η Υπεράσπιση της Μαδρίτης

Ωστόσο εντελώς διαφορετική ήταν η εικόνα στην πρωτεύουσα της χώρας Μαδρίτη. Εκεί οι δυνάμεις των αναρχικών, ήταν εμφανώς υποδεέστερες και του POUM έως ανύπαρκτες. Αντίθετα είχαν κερδίσει έδαφος το Κ.Κ.Ι βοηθούμενο κι από τις Διεθνείς Ταξιαρχίες. Γενικότερα το σύνολο των υπερασπιστών της πόλης αποτελούνταν κυρίως από κακά εξοπλισμένους εργάτες.

Στον αντίποδα, ο Φράνκο άρχισε να πολιορκεί την πόλη στις αρχές Νοέμβρη με τέσσερις φάλαγγες επαγγελματιών στρατιωτών, επανδρωμένες από άντρες της Λεγεώνας των Ξένων και Μαυριτανούς στρατιώτες. Επιπλέον, είχε την αρωγή των Γερμανικών και Ιταλικών βομβαρδιστικών και τα ναζιστικά στρατεύματα της Λεγεώνας Κόνδωρ. Τέλος, εντός της πόλης υπήρχε η γνωστή “Πέμπτη Φάλαγγα”, αποτελούμενη από φασίστες που έκαναν δολιοφθορές και χτυπούσαν από τα νότα τους ηρωικούς υπερασπιστές (από αυτό έχει προκύψει κι ο συχνά χρησιμοποιούμενος στην πολιτική, όρος “Πεμπτοφαλαγγίτης”, που αφορά τον εσωτερικό και προβοκατόρικο “εχθρό”).

Ο Ντουρρούτι διαβλέποντας τον κίνδυνο της πτώσης της Μαδρίτης, άφησε το μέτωπο της Αραγωνίας και με ένα μέρος της ταξιαρχίας του, έσπευσε για την υπεράσπιση της πρωτεύουσας. Η άφιξή του σκόρπισε ενθουσιασμό κι αναπτέρωσε το ηθικό των αμυνόμενων, αποτρέποντας έτσι την εύκολη κατάληψη της πόλης.

Ωστόσο, στις 20 Νοέμβρη συνέβη το αναπάντεχο! Κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, ο Ντουρρούτι χτυπήθηκε θανάσιμα! Οι εκδοχές για τις συνθήκες διαφορετικές και αντικρουόμενες. Κάποιοι καταμαρτυρούν αυτοτραυματισμό, άλλοι το αποδίδουν σε δολοφονία από εσωτερικούς πολιτικούς αντιπάλους που δεν ήθελαν να ανέβει το κύρος των αναρχικών κι άλλοι σε αδέσποτη σφαίρα. Όποια κι αν είναι η αλήθεια, το αποτέλεσμα για το ηθικό των αναρχικών, αλλά και γενικότερα των αμυνόμενων υπήρξε ολέθριο και μη αναστρέψιμο.

Η σορός του αναρχικού ηγέτη μεταφέρθηκε στη Βαρκελώνη, όπου δεκάδες χιλιάδες κόσμου τον συνόδευσαν από το κτίριο της CNT στο νεκροταφείο. Η πόλη είχε χάσει τον ήρωά της.

Αντί επιλόγου, πρέπει να διασαφηνίσουμε πως σε αντίθεση με άλλους αναρχικούς ηγέτες όπως για παράδειγμα ο Γκ. Ολιβέρ και η Φ. Μοντσένυ, που παραβιάζοντας τις βασικότερες αρχές της ιδεολογίας τους έγιναν υπουργοί της τοπικής κυβέρνησης της Καταλανίας, ο Ντουρρούτι επέλεξε το πεδίο της πρώτης γραμμής μετώπου. Δήλωνε πάντα αναρχικός, όμως η ευφυΐα κι η εμπειρία του, γρήγορα τον δίδαξαν τη σημασία της πειθαρχίας ώστε να είναι αποτελεσματική η ταξιαρχία που ηγούνταν, έστω κι αν ιδανικά προτιμούσε αυτή να εκδηλώνεται ως αυτοπειθαρχεία.

Τέλος, επισημαίνουμε πως με τη δράση του συγκαταλέγεται αυτοδίκαια μεταξύ των κορυφαίων Επαναστατών του 20ου αιώνα, που οραματίζονταν έναν κόσμο που δε θα υπάρχει εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.

ΠΗΓΕΣ

  1. Φόρος τιμής στην Καταλωνία/Τζ. Όργουελ,/εκδ. Ελεύθεροσ Τύπος
  2. Το σύντομο καλοκαίρι της Αναρχίας/ Χ. Εντσεσμέργκερ/εκδ. Οδυσσέας
  3. Η Ισπανική Επανάσταση του 1936. Ένας κριτικός απολογισμός/Μάρραιη Μπούτσκιν/εκδ. Ελεύθερος Τύπος

 

Τζώρτζ Όργουελ-Φόρος τιμής στην Καταλωνία

                          Τζώρτζ Όργουελ-Φόρος τιμής στην Καταλωνία (εκδ. Ελεύθερος Τύπος)

orgoyel

Ο Τζ. Όργουελ είναι ευρύτερα γνωστός στο χώρο της Ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, κυρίως μέσα από τα δύο έργα του: το 1984 και το Η φάρμα των ζώων. Στο πρώτο περιγράφει μια εφιαλτική εκδοχή της κοινωνίας του μέλλοντος, όπου οι άνθρωποι βρίσκονται υπό διαρκή παρακολούθηση και έλεγχο, ενώ η έννοια της ιδιωτικότητας έχει απολέσει κάθε νόημα. Στο δεύτερο, πλέκει μια ιστορία με αλληγορικό νόημα, στην οποία τα ζώα μιας φάρμας εξεγείρονται κατά των ανθρώπων που τα καταδυναστεύουν. Ωστόσο, αν και επιτυγχάνουν τον αρχικό τους στόχο που είναι η εκδίωξη των ανθρώπων, αντί για την εξάλειψη της καταπίεσης, της εκμετάλλευσης και της κατάκτησης της αληθινής ελευθερίας, θα εμφανιστούν νέοι δυνάστες  με τη μορφή των γουρουνιών, που εκμεταλλευόμενοι και καπηλευόμενοι τον αγώνα όλων των ζώων της φάρμας, θα πάρουν τελικά το ρόλο των ανθρώπων, οδηγώντας έτσι την εξέγερση σε χρεοκοπία και θα αφήσουν την πικρή γεύση της ματαιότητας στο συνολικό εγχείρημα. Το δεύτερο μυθιστόρημα του Τζ. Όργουελ, σκιαγραφεί σε αδρές γραμμές την πορεία και την κατάληξη της Οκτωβριανής Επανάστασης στη Ρωσία το 1917, την οποία ένας από τους βασικότερους πρωταγωνιστές και ηγέτες της, ο Λ. Τρότσκι χαρακτήρισε με ιδιαίτερη ευστοχία ως «Η Προδομένη Επανάσταση» (με αυτόν ακριβώς τον τίτλο ο Ρώσος Επαναστάτης, έχει συγγράψει και εκδώσει βιβλίο που καταγγέλλει την εκτροπή), λόγω της τελικής επικράτησης του σταλινισμού και όσων παρεπόμενων την εξέτρεψαν από τους αρχικά δηλωμένους στόχους της.  Χάρη λοιπόν στη Φάρμα των Ζώων, αλλά όπως θα δούμε και σ’ αυτό το βιβλίο που παρουσιάζουμε, ο Βρετανός συγγραφέας μπήκε στο στόχαστρο της κριτικής, της συκοφάντησης  και της εκτόξευσης λάσπης προς το πρόσωπό του, τόσο από την Σοβιετική Ένωση, όσο και από τα διάφορα Κ.Κ. με σταλινικές καταβολές.

Για την ακρίβεια, στο αυτοβιογραφικό Φόρος Τιμής στην Καταλωνία, ο Τζ. Όργουελ καταγράφει τις εμπειρίες που αποκόμισε από την εθελοντική συμμετοχή του στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, εντασσόμενος στον συνασπισμό των δημοκρατικών δυνάμεων, ενάντια στον φασιστικό συνασπισμό που συγκροτήθηκε κυρίως γύρω από το πρόσωπο του φασίστα στρατηγού Φρανσίσκο Φράνκο. Από αυτήν την άποψη, το συγκεκριμένο βιβλίο έχει και την αξία Ιστορικού ντοκουμέντου.

Ειδικότερα, όπως μας διηγείται ο συγγραφέας κατετάγη εθελοντικά και μάλλον από μια συγκυρία συμπτώσεων στην ένοπλη πολιτοφυλακή του POUM (κόμμα μαρξιστικής ενοποίησης), το οποίο κατείχε δυσανάλογο πολιτικό βάρος συγκριτικά με τις μικρές αριθμητικές του δυνάμεις . Στην πραγματικότητα είχε μεγάλη επιρροή, κυρίως στην Βαρκελώνη και την ευρύτερη περιοχή της Καταλωνίας, όπου τις μεγαλύτερες δυνάμεις πολιτικά, στρατιωτικά και αριθμητικά συγκέντρωναν οι Αναρχικοί γύρω από την F.A.Ι (αναρχική ομοσπονδία Ιβηρικής) και το συνδικαλιστικό τους όργανο CNT, ενώ αξιοσημείωτη επιρροή είχαν και οι Σοσιαλιστές. Ωστόσο, POUM και Αναρχικοί αποτελούσαν τις βασικές Επαναστατικές συνιστώσες του δημοκρατικού τόξου στην Καταλωνία. Εδώ αξίζει να αναφέρουμε την αρχικά μικρή επιρροή του Κ.Κ. Ισπανίας μεταξύ της αριστεράς. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου το Κ.Κ.Ι γνώριζε όλο και μεγαλύτερη απήχηση, χάρη σε δύο κινήσεις τακτικής της Σοβιετικής Ένωσης. Η πρώτη ήταν η επιλεκτική βοήθεια της Ε.Σ.Σ.Δ.σε οπλισμό, ιματισμό, χρηματοδότηση κ.λ.π., κυρίως προς τις πολίτικες δυνάμεις που έλεγχε. Η δεύτερη αποτελούσε τη συγκρότηση των Διεθνών Ταξιαρχιών, τις οποίες έσπευσαν να πλαισιώσουν αντιφασίστες αγωνιστές απ’ όλο σχεδόν τον κόσμο και κυρίως την Ευρώπη.

Έτσι, μέσα από τις σελίδες του συγκεκριμένου βιβλίου, ο Όργουελ καταγράφει με καταφανές λογοτεχνικό ταλέντο, Ιστορικά ντοκουμέντα και πολιτικά γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφύλιου, όπως η Κοινωνική Επανάσταση στη Βαρκελώνη και την Καταλωνία και λόγω της προηγούμενης τις καινοτόμες αλλαγές που επιχειρήθηκαν από τους Επαναστάτες, τους εργάτες και τους αγρότες. Μεταξύ άλλων αξίζει να αναφέρουμε τη δημιουργία των ένοπλων εργατικών πολιτοφυλακών που από την πρώτη στιγμή έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην κατάπνιξη του Φρανκικού πραξικοπήματος στην περιοχή. Τον έλεγχο των εργοστασίων και της παραγωγής με βάση τον εργατικό έλεγχο, τη λειτουργία των μεταφορών και των συγκοινωνιών, τη φροντίδα για κάλυψη των βασικών βιοτικών αναγκών και της υγειονομικής περίθαλψης από τους εργάτες, το συντονισμό και την απολαβή αγαθών και υπηρεσιών σύμφωνα με τις εκάστοτε ανάγκες κ.α. Τέλος, την κολεκτιβοποίηση της καταλανικής γης από τους αγρότες στην ύπαιθρο και την επίλυση όποιων διαφορών προέκυπταν μέσα από τα αγροτικά συμβούλια.

 Επίσης, ο συγγραφέας δίνει μια γλαφυρή περιγραφή της εικόνας στο μέτωπο που υπηρέτησε και από το οποίο αποχώρησε μόνο όταν τραυματίστηκε σοβαρά στο λαιμό από σφαίρα κάποιου ελεύθερου σκοπευτή. Ο Όργουελ περιγράφει με λεπτό χιούμορ τις πρωτόγνωρες γι’ αυτόν εμπειρίες από τη συναναστροφή του με τον ισπανικό λαό  που συγκριτικά με την κουλτούρα του λαού του δικού του τόπου καταγωγής εντόπισε τεράστιες διαφορές. Την προσπάθεια προσαρμογής του ως Βρετανού στις ισπανικές συνήθειες και το μεσογειακό ταμπεραμέντο Καταγράφει με σχεδόν περιπαιχτική διάθεση καταστάσεις που ήρθε αντιμέτωπος και που σαν γνήσιου Εγγλέζου του φαίνονταν τουλάχιστον παράδοξες, όπως η κακή σχέση των Ισπανών με το χρόνο και την ακρίβεια, γεγονός που είχε συνέπειες από την διεξαγωγή μιας μάχης που σχεδόν ποτέ δεν τηρούνταν το χρονοδιάγραμμα, μέχρι τις πολύωρες καθυστερήσεις των τρένων που τον έκαναν να μην μπορεί να υπολογίσει πότε θα φτάσει στον προορισμό του.

Πέραν όμως της περιγραφής χαριτωμένων περιστατικών ή σωστότερα σοβαρότατων γεγονότων με χαριτωμένο τρόπο, εκείνο που έχει τη μεγαλύτερη σημασία για τη ιστορία, είναι η καταγραφή των πολιτικών εξελίξεων που καταγραφεί ο συγγραφέας, όπως: η σταδιακή υποχώρηση της της Επαναστατικής πλημμυρίδας και οι έριδες που ξέσπασαν στο εσωτερικό του δημοκρατικού συνασπισμού. Η κλιμάκωση της αντιπαλότητας μεταξύ των δημοκρατικών δυνάμεων και  η καταστολή των επαναστατικών συνιστωσών από τους ίδιους τους συμμάχους τους. Το POUM και οι αναρχικοί βρέθηκαν εκτός νόμου, οι πολιτοφυλακές αντικαταστάθηκαν από τακτικό στρατό, χιλιάδες αγωνιστές φυλακίστηκαν ή δολοφονήθηκαν, δημιουργώντας τελικά στο στρατόπεδο των δημοκρατικών ένα αγεφύρωτο χάσμα αίματος, ενώ την ίδια στιγμή ο Φράνκο προέλαυνε προς την κατάκτηση της Μαδρίτης και την κατάληψη της εξουσίας. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, ο Όργουελ στιγματίζει τουλάχιστον ως αμφιλεγόμενο το ρόλο του Κ.Κ.Ισπανίας που αντί για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του Ισπανικού λαού, έπαιζε μάλλον το ρόλο του «μακριού χεριού» της Σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής.

Αποτέλεσμα αυτής της βίαιης αντιπαράθεσης εντός του ανομοιογενούς συνόλου του δημοκρατικού συνασπισμού, με διαφορετικούς τελικά στόχους, προσανατολισμούς και φιλοδοξίες επήλθε η επικράτηση του Φράνκο που βύθισε την Ισπανία στο βαθύ σκοτάδι μιας από τις σκληρότερες δικτατορίες που γνώρισε η Ευρώπη για περίπου μισό αιώνα.

Εξάλλου, στο πεδίο της τέχνης και του κινηματογράφου, σχεδόν ταυτόσημο με την οπτική του Όργουελ αποτελεί το σενάριο της ταινίας Γη και Ελευθερία του επίσης διάσημου Βρετανού σκηνοθέτη Κεν Λόουτς. Συμπερασματικά, μπορούμε να καταλήξουμε πως το βιβλίο αξίζει να διαβαστεί τόσο ως ιστορική μαρτυρία ενός ανθρώπου που έζησε και συμμετείχε στα γεγονότα του ισπανικού εμφύλιου, αλλά και γιατί το συγγραφικό ταλέντο του Όργουελ το καθιστά ιδιαίτερο για το είδος του.

Κωνσταντίνου Δημήτρης

Goya: ΔΕΙΓΜΑ ΕΡΓΩΝ ΚΑΙ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ/ επιμέλεια Ελένη Παπαγεωργίου

                               Goya (1746-1828)

Goya-1

Ο Γκόγια γεννήθηκε στο χωριό Φουεντετόδος, όπου έζησε τα παιδικά του χρόνια πριν μετακομίσει με την οικογένειά του στη Σαραγόσα. Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών ξεκίνησε μαθήματα ζωγραφικής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών με τον ζωγράφο Χοσέ Λουθάν Μαρτίνεθ, καλλιτέχνη που είχε εκπαιδευτεί στη Νάπολι και συνδεόταν φιλικά με τον πατέρα του Γκόγια. Το 1764 και το 1766 συμμετείχε σε εξετάσεις για την υποτροφία που είχε θεσπίσει η Βασιλική Ακαδημία του Σαν Φερνάρντο στη Μαδρίτη, στις οποίες τελικά απέτυχε. Αργότερα, υπήρξε μαθητής του διακεκριμένου αυλικού ζωγράφου Φρανσίσκο Μπαγέ, στη Μαδρίτη. Το 1771 ταξίδεψε στη Ρώμη όπου συνέχισε την εκπαίδευσή του, ενώ μετά την επιστροφή του ανέλαβε τις πρώτες σημαντικές παραγγελίες για εκκλησίες και μοναστήρια της περιοχής της Σαραγόσας, κυρίως νωπογραφίες, τις οποίες ολοκλήρωσε μέσα στα επόμενα χρόνια. Τον Ιούλιο του 1773 παντρεύτηκε την Χοσέφα Μπαγέ, αδερφή τού δασκάλου του και τον επόμενο χρόνο εγκαταστάθηκε στη Μαδρίτη, όπου ανέλαβε να φιλοτεχνήσει προσχέδια για το Βασιλικό Ταπητουργείο της Αγίας Βαρβάρας (Real Fábrica de Tapices de Santa Bárbara). Η επιρροή του Μπαγιέ στους κύκλους της αυλής της Μαδρίτης υπήρξε ενδεχομένως καθοριστική για την ανάθεση του έργου στον Γκόγια, πέρα από το ταλέντο που είχε ήδη εκδηλωθεί στο πρώιμο έργο του. Οι ύστεροι τοιχοτάπητες που ολοκλήρωσε αποτυπώνουν την αυτονομία του Γκόγια ως καλλιτέχνη και την ανάπτυξη ενός προσωπικού ύφους που εξελίχθηκε τα επόμενα χρόνια. Τον Μάιο του 1780 εκλέχθηκε μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Σαν Φερνάντο (Real Academia de Bellas Artes de S Fernando) υποβάλοντας τον πίνακα Ο Χριστός στο Σταυρό, μία συμβατική σύνθεση στα ακαδημαϊκά πρότυπα του Άντον Ράφαελ Μενγκς, που πιθανώς στηρίζεται στο ομώνυμο έργο του Ντιέγκο Βελάσκεθ. Πέντε χρόνια αργότερα, διορίστηκε βοηθός διευθυντή του τμήματος ζωγραφικής της Ακαδημίας, ενώ στις 25 Ιουνίου του 1786 ανακηρύχθηκε επισήμως «ζωγράφος του βασιλιά» της Ισπανίας Καρόλου Γ‘, με ετήσιο μισθό 15.000 ρεάλια. Την περίοδο αυτή, ο Γκόγια καθιερώθηκε και απέκτησε σημαντική φήμη ως προσωπογράφος. Ο θάνατος του Καρόλου Γ’ το 1788, λίγο πριν το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης, οδήγησε σε μία νέα εποχή πολιτικών και κοινωνικών αναταράξεων, υπό την ηγεμονία του Καρόλου Δ’. Υπό την προστασία του νέου βασιλιά, ο Γκόγια ανακηρύχθηκε «ζωγράφος της Αίθουσας του βασιλιά» και σύντομα εξελίχθηκε σε έναν από τους διασημότερους και πιο πετυχημένους ζωγράφους της Ισπανίας. Το 1795 διορίστηκε Διευθυντής Ζωγραφικής της Ακαδημίας, θέση από την οποία παραιτήθηκε όμως δύο χρόνια αργότερα, εξαιτίας προβλημάτων υγείας, τα οποία είχαν εμφανιστεί από το 1792, όταν προσβλήθηκε από μία σοβαρή νόσο που είχε ως αποτέλεσμα την μόνιμη απώλεια της ακοής του. Σχετικά με την αρρώστια του, δεν διαθέτουμε ακριβείς πληροφορίες, ούτε γνωρίζουμε αν υπήρξε αποκλειστικά σωματικής φύσης ή επηρέασε την ψυχική του υγεία. Το 1799, ονομάστηκε «Πρώτος Ζωγράφος της Αίθουσας του Βασιλιά», με ετήσιο μισθό 50.000 ρεάλια. Τον ίδιο χρόνο, τυπώθηκε και η δημοφιλής σειρά χαρακτικών του, με τίτλο Καπρίτσια (Los Caprichos), έργο που είχε ξεκινήσει να φιλοτεχνεί από το 1796 και επιβεβαίωνε μία γενικότερη αλλαγή στο ύφος του έργου του, αν και οι επίσημες παραγγελίες που αναλάμβανε διατηρούσαν ακόμα τις καθιερωμένες φόρμες. Ανάμεσα σε αυτές τις παραγγελίες ξεχωρίζουν, την περίοδο αυτή, οι νωπογραφίες που φιλοτέχνησε για τον Άγιο Αντώνιο δε λα Φλόριδα της Μαδρίτης, καθώς και το ομαδικό πορτρέτο για την οικογένεια του Καρόλου Δ’. Το 1808, ο βασιλιάς της Ισπανίας παραιτήθηκε και τον διαδέχτηκε ο γιος του, Φερνδινάνδος Δ’, ο οποίος αναγκάστηκε να καταφύγει στο εξωτερικό λόγω της εισβολής των στρατευμάτων του Ναπολέοντα. Ο Γκόγια, όπως και η πλειοψηφία των φιλελεύθερων Ισπανών, διχάστηκε σε ό,τι αφορά τη στάση που έπρεπε να κρατήσει καθώς έβλεπε θετικά τις μεταρρυθμίσεις που πίστευε πως θα προωθούσαν οι Γάλλοι, από την άλλη πλευρά όμως, δεν ήταν αδιάφορος απέναντι σε πατριωτικά αισθήματα και στη γενικευμένη εξέγερση του ισπανικού λαού εξαιτίας των εκτελέσεων που πραγματοποίησαν τα γαλλικά στρατεύματα.

Goya-2

Διατηρούσε επίσης στενές σχέσεις με Ισπανούς εκπροσώπους του Διαφωτισμού. Τελικά διατήρησε τη θέση του ως αυλικός ζωγράφος, αποτυπώνοντας στις προσωπογραφίες του τόσο Ισπανούς όσο και Γάλλους στρατιωτικούς. Τον Οκτώβριο του 1808 ταξίδεψε στη Σαραγόσα όπου ανέλαβε να φιλοτεχνήσει έναν πίνακα με θέμα την αντίσταση των κατοίκων της πόλης. Ολοκλήρωσε επίσης μία προσωπογραφία του Ιωσήφ Βοναπάρτη που ανέβηκε στο θρόνο της Ισπανίας το Δεκέμβριο του 1808. Ανάμεσα στα διασημότερα έργα του Γκόγια, αυτής της περιόδου, ανήκει ένας κύκλος χαρακτικών που απεικονίζουν τη σκληρότητα του πολέμου, με γενικό τίτλο Οι Συμφορές του Πολέμου. Μετά την παραίτηση του Ναπολέοντα και την επιστροφή του Φερδινάνδου Ζ’ στην Ισπανία, επαναφέρθηκε το παλαιό απολυταρχικό καθεστώς, ενώ δεκάδες χιλιάδες Ισπανοί αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε άλλες χώρες. Ο Γκόγια διατήρησε τη θέση του, παρά το γεγονός πως είχε υπηρετήσει τον Γάλλο βασιλιά και θεωρείτο «ύποπτος» ως φιλελεύθερος, αν και αναγκάστηκε να απολογηθεί προς την Ιερά Εξέταση για τους πίνακες Γυμνή maja και Ντυμένη maja που θεωρήθηκαν «άσεμνοι», χωρίς ωστόσο να καταδικαστεί. Με αφορμή την παλινόρθωση των Βουρβόνων, φιλοτέχνησε τους πίνακες 2α Μαΐου 1808 και 3η Μαΐου 1808, χάρη στους οποίους βελτίωσε τις σχέσεις του με τον Ισπανό μονάρχη. Το 1819 ο Γκόγια μετακόμισε στα περίχωρα της Μαδρίτης, σε μία κατοικία που ονομάστηκε από τους περίοικους «Η έπαυλη του κουφού» (La Quinta del Sordo). Στα τέλη του έτους αρρώστησε βαριά, την ίδια περίοδο που φιλοτέχνησε τους αποκαλούμενος και «μαύρους» πίνακές του. Το 1824, όταν οι διώξεις έναντι των φιλελεύθερων και αντιμοναρχικών στοιχείων ανανεώθηκαν, ο Γκόγια υπέβαλε αίτημα για άδεια μετακίνησής του στη Γαλλία, για λόγους υγείας. Εγκαταστάθηκε αρχικά στο Παρίσι, ενώ αργότερα έζησε στο Μπορντώ μέχρι το τέλος της ζωής του, με εξαίρεση λίγες ημέρες κατά τις οποίες επισκέφθηκε τη Μαδρίτη προκειμένου να διευθετήσει το ζήτημα της συνταξιοδότησής του. Ακόμα και σε προχωρημένη ηλικία, ο Γκόγια συνέχισε να εργάζεται, ενώ στα τελευταία χρόνια της ζωής του ολοκλήρωσε μία σειρά λιθογραφιών, με σκηνές ταυρομαχίας. Πέθανε στις 16 Απριλίου του 1828 στο Μπορντώ, σε ηλικία 82 ετών. Τα λείψανά του μεταφέρθηκαν το 1901 στη Μαδρίτη και θάφτηκαν τελικά στην εκκλησία του Αγίου Αντωνίου δε λα Φλόριδα, διακοσμημένη με τις νωπογραφίες του Γκόγια του 1798. Τα πρώτα έργα του Γκόγια, ως επί το πλείστον νωπογραφίες για εκκλησίες και καθεδρικούς ναούς της Σαραγόσας, αποτύπωναν θρησκευτικά θέματα και ήταν επηρεασμένα από την κυρίαρχη τεχνοτροπία του ροκοκό. Μετά την εγκατάστασή του στη Μαδρίτη, το 1774, τού ανατέθηκε να φιλοτεχνήσει προσχέδια για το Βασιλικό Ταπητουργείο της Αγίας Βαρβάρας, με το οποίο ανέπτυξε μία σταθερή συνεργασία. Αυτό το είδος της ζωγραφικής δεν έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης, ωστόσο αποτελούσε πιθανότατα μία ευκαιρία διάκρισης για τον νεαρό Γκόγια, ο οποίος παρουσίασε τα προσχέδια για τους τοιχοτάπητες το 1780, μπροστά στον βασιλιά. Συνολικά συνέθεσε 62 προσχέδια, αντλώντας τα θέματά του με βάση τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα των μελών της βασιλικής οικογένειας, των οποίων τα δωμάτια θα διακοσμούσαν, αποδίδοντας κυρίως σκηνές της καθημερινότητας, όπως στιγμιότυπα από κυνήγι ή διασκεδάσεις. Αρκετά προσχέδια του αποτύπωσαν επίσης τους άνδρες (majos) και τις γυναίκες (majas) των λαϊκών συνοικιών, που διακρίνονταν για την προκλητική τους συμπεριφορά και την ιδιαίτερη ενδυμασία τους. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι συνθέσεις Ο Γάμος και Η Μαριονέτα, στις οποίες διαφαίνεται η κριτική διάθεση του Γκόγια. Η πρώτη αποτελεί ένα σχόλιο αποδοκιμασίας για τους γάμους που πραγματοποιούνταν από οικονομικό συμφέρον, ενώ η δεύτερη σατιρίζει την ικανότητα των γυναικών να χειραγωγούν τους άνδρες.

Goya-3

Από το 1786, χρονιά κατά την οποία έλαβε τον τίτλο του «ζωγράφου του βασιλιά», ο Γκόγια ξεχώρισε και έγινε περισσότερο γνωστός μέσα από τις προσωπογραφίες του, φιλοτεχνώντας κυρίως πορτρέτα εκπροσώπων της άρχουσας τάξης και πλούσιων αστών. Στο ομαδικό πορτρέτο Η Οικογένεια του Καρόλου Δ’, ακολούθησε το παράδειγμα του Ντιέγκο Βελάσκεθ, απεικονίζοντας τον εαυτό του σε μία άκρη του πίνακα, όπως είχε κάνει και ο Βελάσκεθ στον πίνακα Las Meninas. Ο Γκόγια είχε μελετήσει το έργο του Βελάσκεθ, ο οποίος επίσης διακρίθηκε ως προσωπογράφος, και πιθανώς επηρεάστηκε από αυτό. Ενδεικτικό είναι ακόμα το γεγονός πως επέλεξε να απεικονίσει με απόλυτα ρεαλιστικό τρόπο τα μέλη της βασιλικής οικογένειας, χωρίς διάθεση κολακείας. Ανάμεσα στους διακεκριμένους παραγγελιοδότες του Γκόγια, ανήκε επίσης ο πρωθυπουργός της Ισπανίας, Μανουέλ Γκοντόυ. Το γεγονός της βαριάς ασθένειάς του, που εκδηλώθηκε το 1792 και προκάλεσε μεταξύ άλλων την απώλεια της ακοής του, αποτέλεσε πιθανά την αφορμή για την έντονη διαφοροποίηση των καλλιτεχνικών προσανατολισμών του και την απεικόνιση των προσωπικών του οραμάτων, πέρα από τις επίσημες παραγγελίες που αναλάμβανε. Την περίοδο αυτή ολοκλήρωσε ένα νέο κύκλο έργων μικρών διαστάσεων, ζωγραφισμένα σε πλάκες λευκοσίδηρου, που διακρίνονταν για την πρωτοτυπία, τη φαντασία αλλά και την εφιαλτική ατμόσφαιρα τους. Σε ένα από αυτά, με τίτλο Το Προαύλιο των Τρελών, ο Γκόγια απεικόνισε μία ομάδα τρελών, μερικοί από τους οποίους παλεύουν μεταξύ τους ενώ άλλοι χαμογελούν ή ειρωνεύονται προς τον θεατή. Στον πίνακα φαίνεται αμυδρά μία περίφραξη, ενώ ο φωτισμός εντείνει με τη σειρά του τη ζοφερή ατμόσφαιρα που μεταδίδεται.

Goya-4

Στα πλαίσια των «οραματικών» έργων του, ο Γκόγια κυκλοφόρησε το 1799 μία σειρά 80 χαρακτικών, με τον γενικό τίτλο Καπρίτσια (όρος που απέδιδε περισσότερο την έννοια φαντασιώσεις). Για τη δημιουργία των χαρακτικών, υιοθέτησε τη μέθοδο της οξυγραφίας, κυρίως της γραμμικής, αλλά και της τονικής. Οι συνθέσεις σατίριζαν ή καυτηρίαζαν τα ανθρώπινα πάθη ή τα ήθη της κοινωνίας της εποχής, ειδικότερα την εξουσία της Ιεράς Εξέτασης και γενικά του κλήρου, τη στιγμή που ο ίδιος ο Γκόγια αποτελούσε οπαδό του Διαφωτισμού. Λίγες ημέρες μετά την κυκλοφορία τους, τα Καπρίτσια έπαψαν να διατίθενται, πιθανά υπό το βάρος πιέσεων που ασκήθηκαν από εκκλησιαστικούς κύκλους, ενώ το 1803 οι μήτρες των χαρακτικών δόθηκαν ως δώρο στον Κάρολο Δ’ και μεταφέρθηκαν στο Βασιλικό Χαλκογραφείο. Τυπώθηκαν εκ νέου πολύ μεταγενέστερα, στα μέσα του 19ου αιώνα, ενισχύοντας σημαντικά τη φήμη του Γκόγια εκτός των ισπανικών συνόρων. Στα δημοφιλέστερα έργα του Γκόγια ανήκει ο πίνακας Γυμνή maja (La Maja Desnuda), που φιλοτεχνήθηκε περίπου το 1800 και αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα γυμνά στην ιστορία της ισπανικής τέχνης. Απεικονίζει μία γυμνή γυναίκα (maja) που σε αντίθεση με ανάλογους παλαιότερους πίνακες (όπου ακολουθείται συνήθως η «αιδήμονα» στάση), δεν επιχειρεί να καλύψει τα επίμαχα σημεία του σώματός της αλλά στρέφει προκλητικά το βλέμμα προς το θεατή. Παραγγελιοδότης του έργου ήταν πιθανώς ο Μάνουελ Γκοντόυ, εκδοχή που εξηγεί ενδεχομένως την ύπαρξη του έργου, καθώς μόνο κάποιος με ανάλογη εξουσία θα μπορούσε να παραγγείλει ένα τόσο προκλητικό θέμα, με δεδομένο πως το γυναικείο γυμνό ήταν απαγορευμένο στη Ισπανία εκείνη την εποχή. Σχετικά με την ταυτότητα του μοντέλου έχουν διατυπωθεί διάφορες πιθανές εκδοχές, ωστόσο καμία δεν έχει αποδειχθεί μέχρι σήμερα. Ο Γκόγια ζωγράφισε επίσης ένα πανομοιότυπο έργο, στο οποίο το μοντέλο απεικονίζεται ντυμένο, με τίτλο Ντυμένη maja (La Maja Vestida). Η πρώτη αναφορά σε αυτό τον πίνακα χρονολογείται στα 1800 και βρέθηκε στο ημερολόγιο ενός χαράκτη και ακαδημαϊκού που επισκέφτηκε το παλάτι του Γκοντόυ. Το γεγονός ότι δεν αναφέρεται η Γυμνή maja, οδηγεί ενδεχομένως στο συμπέρασμα πως αποτελεί μεταγενέστερο πίνακα[1]. Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή, ο Γκοντόυ παρήγγειλε την Ντυμένη maja λίγο μετά το γυναικείο γυμνό, έτσι ώστε να εμφανίζει στους καλεσμένους του έναν από τους δύο πίνακες, ανάλογα με την ηθική τους[2]. Οι πίνακες κατασχέθηκαν από την Ιερά Εξέταση το 1815 και ο Γκόγια αναγκάστηκε να απολογηθεί για το «άσεμνο» περιεχόμενό τους. Η ενασχόλησή του με τη χαρακτική συνεχίστηκε, όταν με αφορμή την εισβολή των γαλλικών στρατευμάτων ολοκλήρωσε ένα κύκλο έργων που ονομάστηκε Συμφορές του Πολέμου, αποτελούμενος από 82 συνθέσεις που αποτύπωναν τις θηριωδίες του πολέμου. Ο Γκόγια επέλεξε να φιλοτεχνήσει τα έργα από μία μάλλον ουδέτερη οπτική γωνία, χωρίς διάθεση να εξυμνήσει τα κατορθώματα μίας πλευράς ή να αναδείξει στοιχεία ηρωισμού, ενώ τα θέματά τους δεν βασίστηκαν σε προσωπικές του εμπειρίες, αλλά αποτέλεσαν προϊόν της φαντασίας του. Μετά την ήττα του Ναπολέοντα, ο Γκόγια συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον Φερδινάνδο Ζ’ και το 1814 ολοκλήρωσε δύο παραγγελίες για τους πίνακες 2α Μαΐου 1808 και 3η Μαΐου 1808, στους οποίους αποτύπωσε την εξέγερση που είχε ξεσπάσει το 1808 στη Μαδρίτη. Στα έργα αυτά, ο Γκόγια επιχείρησε να αποδώσει τα ιστορικά γεγονότα δίνοντας στην ισπανική εξέγερση μία θρησκευτική διάσταση, χωρίς να δώσει έμφαση στη ρεαλιστική απεικόνιση των σκηνών. Το χειμώνα του 1819, ο Γκόγια ξεκίνησε να φιλοτεχνεί μία σειρά 14 ελαιογραφιών, έργα που έμειναν γνωστά με την ονομασία «μαύροι πίνακες» λόγω των σκοτεινών τόνων που τα χαρακτηρίζουν. Οι πίνακες προορίζονταν για τη διακόσμηση της νέας κατοικίας του, στα περίχωρα της Μαδρίτης, και συνέπεσαν χρονικά με μία σοβαρή επιδείνωση της υγείας του. Οι «μαύροι πίνακες», όπως και άλλοι που ανήκουν στο ύστερο έργο του, διακρίνονται για την ζοφερή και απαισιόδοξη ατμόσφαιρά τους. Ένας από τους δημοφιλέστερους πίνακες της σειράς αυτής, με τίτλο Κρόνος, απεικονίζει τον ομώνυμο θεό της μυθολογίας να καταβροχθίζει ένα από τα παιδιά του. Το ίδιο θέμα απεικόνισε περίπου το 1636 ο Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς, ο οποίος ωστόσο απέδωσε τον Κρόνο με λιγότερο τερατώδη χαρακτηριστικά, σε σύγκριση με το αντίστοιχο έργο του Γκόγια που διακρίνεται για την ωμότητα του. Οι «μαύροι πίνακες» ήταν αρχικά τοιχογραφίες, οι οποίες μεταγενέστερα «μεταφέρθηκαν» σε μουσαμά και από το 1881 ανήκουν στο Μουσείο Πράδο. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, μετά την εγκατάστασή του στο Μπορντώ της Γαλλίας, ο Γκόγια φιλοτέχνησε κυρίως προσωπογραφίες φιλικών του προσώπων και άλλες μικρογραφίες, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με την τεχνική της λιθογραφίας, που είχε ανακαλυφθεί περίπου το 1798. Μεταξύ των τελευταίων έργων του Γκόγια ξεχωρίζουν οι τέσσερις λιθογραφίες της σειράς Οι Ταύροι του Μπορντώ, που απεικονίζουν σκηνές από ταυρομαχίες, αγαπημένο θέμα του Γκόγια από τα νεανικά του χρόνια.

Goya-5

Την περίοδο 1815-16, παράλληλα με τις Συμφορές του πολέμου, είχε φιλοτεχνήσει επίσης μία σειρά 33 χαρακτικών με γενικό τίτλο Ταυρομαχία, στις οποίες απεικονίζονται αρκετές βίαιες σκηνές ή ριψοκίνδυνες ενέργειες των ταυρομάχων. Αντίθετα, στους Ταύρους του Μπορντώ, ο Γκόγια εστιάζει περισσότερο στην ταυρομαχία ως είδος λαϊκής διασκέδασης και αναχυψής. Στις 3 Μαΐου του 1808 εκτελέστηκαν μαζικά περίπου 400 Ισπανοί πολίτες από τα γαλλικά στρατεύματα, οδηγώντας σε μία γενικευμένη ισπανική εξέγερση. Ο Γκόγια υπήρξε εν γένει αναγνωρισμένος καλλιτέχνης στην Ισπανία και έλαβε πολυάριθμες διακρίσεις εν ζωή. Η φαντασία του, η ικανότητά του στη διαχείριση του χρώματος και των σκιών, οι καινοτομίες στη σύνθεση και η πρωτοτυπία του αναγνωρίστηκαν από σύγχρονους κριτικούς, ενώ παράλληλα κατακρίθηκε κυρίως για την έλλειψη πειθαρχίας και στις συνθέσεις του και το γεγονός πως δεν «επέμενε» σε λεπτομέρειες των έργων του. Ο Γκόγια δεν διέθετε μεγάλο αριθμό μαθητών, με αποτέλεσμα να μην επηρεάσει άμεσα την καλλιτεχνική ζωή της εποχής του, διαδίδοντας τις γνώσεις, τις αισθητικές του αντιλήψεις ή την τεχνική του σε άλλους ζωγράφους. Σχετικά με τους μαθητές του, διαθέτουμε λίγες πληροφορίες, κυρίως από αναφορές των ονομάτων τους σε σχέδια, έγγραφα ή επιστολές του. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται οι Luis Gil Ranc (1787-1867), Felipe Arrojo (1801-70) και María del Rosario Weiss (1814-43). Η τελευταία υπήρξε κόρη της συντρόφου του Γκόγια, Λεοκάντια Βάις, και μαθήτριά του κατά την παραμονή του στο Μπορντώ. Αν και κατά την τελευταία εικοσαετία της ζωής του, οι προσωπογραφίες του εκτοπίστηκαν από έργα άλλων σύγχρονων καλλιτεχνών, όπως του Vicente López y Portaña (1772-1850), ορισμένοι ρομαντικοί καλλιτέχνες συνέχισαν να αναπαράγουν πίνακες ή χαρακτικά του Γκόγια, είτε μιμούμενοι το ύφος του, είτε αντιγράφοντας έργα του. Εκτός των ισπανικών συνόρων, η φήμη του ενισχύθηκε σημαντικά με την κυκλοφορία της σειράς χαρακτικών Καπρίτσια. Βασισμένος στα χαρακτικά του Γκόγια, ο Ευγένιος Ντελακρουά ολοκλήρωσε ανάλογα σχέδια, στα μέσα της δεκαετίας του 1820, ενώ μέχρι το 1835, ο Γκόγια θεωρείται πως είχε ασκήσει επίδραση στο σύνολο των Γάλλων ρομαντικών ζωγράφων, ανανεώνοντας παράλληλα το ενδιαφέρον στη Γαλλία, για την ισπανική τέχνη. Ο Εντουάρ Μανέ μελέτησε επίσης το έργο του Γκόγια, γεγονός που αναδεικνύεται χαρακτηριστικά στον πίνακα Η εκτέλεση του Αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού (1867), έργο που παραπέμπει στον πίνακα 3η Μαΐου 1808 του Γκόγια. Μετά το θάνατό του, μέρος του έργου του, κυρίως εκείνο που θεματικά συνδεόταν με τις κοινωνικές και πολιτικές αναταράξεις στην Ισπανία, έπαψε να γίνεται εύκολα αντιληπτό από τις επόμενες γενιές. Έργα όπως οι «μαύροι πίνακες», κρίθηκαν κυρίως υπό το πρίσμα της ωμότητάς και της σκληρότητας που αποπνέουν, θεωρούμενα ως δημιουργία ενός «διαταραγμένου» μυαλού. Οι ιμπρεσιονιστές, αλλά και μεταγενέστερα ρεύματα, εκτίμησαν το έργο του Γκόγια και εμπνεύστηκαν από αυτό, με αποτέλεσμα από τα τέλη του 19ου αιώνα να αναγνωρίζεται ως ένας από τους πρώτους «μοντέρνους» ζωγράφους.

Goya-6

Πηγη:http://el.wikipedia.org/wiki/Φρανθίσκο_Γκόγια

PABLO PICASSO-ΔΕΙΓΜΑ ΕΡΓΩΝ ΚΑΙ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ/ επιμέλεια Ελένη Παπαγεωργίου

PABLO PICASSO

 

Ο εκπατρισμένος Ισπανός ζωγράφος, γλύπτης, χαράκτης, κεραμίστας και σκηνογράφος Πάμπλο Πικάσο (Pablo Picasso) γεννήθηκε στην Μάλαγα της Ισπανίας στις 25 Οκτωβρίου του 1881 και πέθανε στο Μουζέν της Γαλλίας στις 8 Απριλίου του 1973. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες του 20ου αιώνα και δημιουργός (μαζί με τον Ζωρζ Μπράκ) του Κυβισμού. Το τεράστιο σε όγκο έργο του παραμένει ολοζώντανο και ο θρύλος επιζεί –φόρος τιμής στη ζωτικότητα του «ανήσυχου» Ισπανού με τα «σκοτεινά… διαπεραστικά» μάτια που πίστευε στην πρόληψη ότι η δουλειά θα τον κρατούσε ζωντανό. Για 80 περίπου, από τα 91 χρόνια του, ο Πικάσο αφοσιώθηκε σε μια καλλιτεχνική παραγωγή που υπήρξε παράλληλη και συνέβαλε σημαντικά στην όλη ανάπτυξη της μοντέρνας τέχνης κατά τον 20ο αιώνα.

PABLO PICASSO-1

Ζωή και σταδιοδρομία.

Πρώιμα χρόνια.

Ο Πάμπλο Πικάσο ήταν γιός του Χοσέ Ρουίθ Μπλάσκο, καθηγητή του σχεδίου, και της Μαρίας Πικάσο Λόπεθ. Η εξαιρετική επιδεξιότητά του στο σχέδιο άρχισε να εκδηλώνεται νωρίς, στην ηλικία των 10 περίπου χρόνων, όταν έγινε μαθητής του πατέρα του στην Λα Κορούνια, όπου εγκαταστάθηκε η οικογένειά του το 1891. Ο πατέρας του μετέθεσε στον γιό του τις προσωπικές φιλοδοξίες του, παρέχοντάς του μοντέλα και υποστήριξη για την πρώτη έκθεσή του εκεί σε ηλικία 13 χρόνων.

Η οικογένεια εγκαταστάθηκε στη Βαρκελώνη το φθινόπωρο του 1895, και ο Πάμπλο έγινε δεκτός στην τοπική Ακαδημία Καλών Τεχνών (La liotja), όπου είχε προσληφθεί και ο πατέρας του ως καθηγητής του σχεδίου. Η οικογένεια ήλπιζε ότι ο γιός της θα σημείωνε επιτυχία ως ακαδημαϊκός ζωγράφος, και το 1897 η μελλοντική φήμη του στην Ισπανία φαινόταν εξασφαλισμένη. Τον ίδιο χρόνο το έργο του «Επιστήμη και Συμπόνια», όπου για το πρόσωπο του γιατρού είχε ποζάρει ο πατέρας του, έτυχε διακρίσεως στην Έκθεση Καλών Τεχνών της Μαδρίτης.

Ο Πάμπλο Ρουίθ έφυγε για την Μαδρίτη το φθινόπωρο του 1897 και έγινε δεκτός στην Βασιλική Ακαδημία του Σαν Φερνάντο. Βρίσκοντας όμως τη διδασκαλία εκεί χωρίς κανένα νόημα, περνούσε όλο και περισσότερο τον καιρό του αποτυπώνοντας τη ζωή γύρω του, στα καφενεία, στους δρόμους, στα πορνεία και στο Πράδο, όπου ανακάλυψε την ισπανική ζωγραφική. Έγραψε: «Το Μουσείο Ζωγραφικής είναι πολύ ωραίο. Ο Βελάσκεθ πρώτης κατηγορίας, ο Ελ Γκρέκο έχει ζωγραφίσει μερικά υπέροχα κεφάλια, ο Μουρίλο δεν με πείθει σε όλα τα έργα του». Τα έργα αυτών και άλλων καλλιτεχνών, όπως λ.χ., του Γκόγια, θα αιχμαλωτίσουν τη φαντασία του Πικάσο σε διάφορες περιόδους της μακρόχρονης σταδιοδρομίας του.

Ο Πικάσο αρρώστησε την άνοιξη του 1989 και πέρασε την υπόλοιπη χρονιά αναρρώνοντας στο κατελανικό χωριό Όρτα νε Έμπρο με συντροφιά το φίλο του από τη Βαρκελώνη Μανουέλ Παλάρες. Όταν ο Πικάσο επέστρεψε στη Βαρκελώνη στις αρχές του 1899, ήταν άλλος άνθρωπος, είχε παχύνει, είχε μάθει να ζει μόνος του στην ύπαιθρο, μιλούσε Καταλανικά, και το σπουδαιότερο, είχε πάρει την απόφαση να διακόψει την καλλιτεχνική του εκπαίδευση σε σχολές ζωγραφικής και να αγνοήσει τα σχέδια της οικογένειάς του για το μέλλον του. Άρχισε ακόμη να δείχνει σαφή προτίμηση στο επίθετο της μητέρας του και υπέγραφε πιο συχνά τα έργα του ως Π. Ρ. Πικάσο (από τα τέλη του 1901 εγκατέλειψε εντελώς το επίθετο Ρουίθ).

Στη Βαρκελώνη ο Πικάσο κινούταν μέσα σε ένα κύκλο Καταλανών καλλιτεχνών και συγγραφέων, που το ενδιαφέρον τους ήταν στραμμένο στο Παρίσι. Ήταν οι φίλοι του που σύχναζαν στο καφενείο «Οι Τέσσερις Γάτοι» (κατά τον Μαύρο Γάτο του Παρισιού), στο οποίο ο Πικάσο πραγματοποίησε την πρώτη ατομική του έκθεση στη Βαρκελώνη τον Φεβρουάριο του 1900. Αυτοί οι φίλοι αποτέλεσαν τα μοντέλα των 50 και πλέον προσωπογραφιών του (με ανάμικτες τεχνικές) που παρουσιάστηκαν στην έκθεση. Επί πλέον, ανάμεσα στα έργα του υπήρξε και ένας σκοτεινός, μελαγχολικός «μοντέρνος» πίνακας, με τίτλο «Οι τελευταίες στιγμές» (αργότερα επιζωγραφήθηκε), ο οποίος απεικόνιζε την επίσκεψη ενός ιερέα στο κρεβάτι μιας ετοιμοθάνατης γυναίκας, έργο που έγινε δεκτό για τον Ισπανικό Τομέα της Διεθνούς Έκθεσης του Παρισιού της χρονιάς εκείνης. Επιθυμώντας να δει το έργο του εκτεθειμένο και να αποκτήσει άμεση εμπειρία του Παρισιού, ο Πικάσο ξεκίνησε με τον συνάδελφό του, που μοιραζόταν το ίδιο εργαστήριο, Κάρλες Κασαχέμας (Προσωπογραφία του Κάρλες Κασαχέμας, 1899) να κατακτήσει, αν όχι το Παρίσι, τουλάχιστον μια γωνιά της Μονμάρτρης.

 

PABLO PICASSO-2

Η ανακάλυψη του Παρισιού.

picasso_03Μια από τις κύριες καλλιτεχνικές ανακαλύψεις του Πικάσο στο ταξίδι του αυτό (Οκτώβριος-Δεκέμβριος) ήταν το χρώμα-όχι τα μουντά χρώματα της ισπανικής παλέτας, αλλά το λαμπερό χρώμα- το χρώμα του Βαν Γκογκ, το καινούργιο, μιας πόλης που γιόρταζε μια παγκόσμια έκθεση. Χρησιμοποιώντας κάρβουνο, παστέλ, νερομπογιές και λάδια, ο Πικάσο αποτύπωσε την ζωή στη γαλλική πρωτεύουσα (Εραστές στο δρόμο, 1900). Στο έργο του Μουλέν ντε λα Γκαλέτ (1900), απότισε φόρο τιμής σε Γάλλους καλλιτέχνες, όπως στον Τουλούζ Λωτρέκ και στον Σταινλέν, καθώς και στον Καταλανό συμπατριώτη του Ραμόν Κάζας.

Μετά από δύο μήνες, ο Πικάσο γύρισε στην Ισπανία με τον Κασαχέμας, που είχε αποκαρδιωθεί από κάποια ερωτική αποτυχία. Αφού επιχείρησε ανεπιτυχώς να διασκεδάσει το φίλο του στην Μάλαγα, ο Πικάσο αναχώρησε για τη Μαδρίτη, όπου εργάστηκε ως καλλιτεχνικός εκδότης στο καινούργιο περιοδικό Νέα Τέχνη (Arte Joven). Ο Κασαχέμας επέστρεψε στο Παρίσι και αφού αποπειράθηκε να πυροβολήσει τη γυναίκα που αγαπούσε, αυτοκτόνησε. Ο αντίκτυπος του γεγονότος αυτού στον Πικάσο υπήρξε βαθύς και του προσέφερε το υλικό που θα προκαλούσε τη δυνατή εκφραστικότητα των έργων του της λεγόμενης «Γαλάζιας Περιόδου». Ο Πικάσο φιλοτέχνησε δύο νεκρικές προσωπογραφίες του Κασαχέμα -πολλούς μήνες αργότερα- το 1901, καθώς και δύο πένθιμες σκηνές (Θρηνωδοί και Επίκληση), ενώ το 1903 ο Κασαχέμας εμφανιζόταν ως ο Καλλιτέχνης στον αινιγματικό πίνακα του Πικάσο «Η ζωή» (La Vie).

Η Γαλάζια Περίοδος.

Μεταξύ του 1901 και των μέσων του 1904, όταν το γαλάζιο χρώμα κυριαρχούσε στους πίνακές του, ο Πικάσο πηγαινοερχόταν μεταξύ Βαρκελώνης και Παρισιού. Οι επισκέψεις του στις γυναικείες φυλακές του Σαιν-Λαζάρ στο Παρίσι το 1901-1902, που του πρόσφεραν διαθέσιμα μοντέλα και εντυπωσιακά θέματα (Η σούπα, 1902), αντικατοπτρίζονταν στις απεικονίσεις του των ανθρώπων στους δρόμους της Βαρκελώνης- τυφλών ή μοναχικών ζητιάνων και απόκληρων της κοινωνίας-το 1902-1903 (Κουλουριασμένη γυναίκα, 1902. Το φαγητό του τυφλού 1903. Ο γέρος Εβραίος και το παιδί, 1903). Το θέμα της μητρότητας το εμπνεύστηκε από τις φυλακισμένες που επιτρεπόταν να έχουν κοντά -στη φυλακή- τα μωρά τους, σε μια εποχή, που έψαχνε για υλικό, το οποίο θα εξέφραζε καλύτερα τα παραδοσιακά θέματα της ιστορίας της τέχνης σε συνάρτηση με τα καλλιτεχνικά μέσα του 20ου αιώνα.

Η εγκατάσταση στο Παρίσι.

Την άνοιξη του 1904, ο Πικάσο πήρε την απόφαση να εγκατασταθεί μόνιμα στο Παρίσι και το έργο του αντικατοπτρίζει μια αλλαγή πνευματικής και καλλιτεχνικής πορείας. Οι άνθρωποι του τσίρκου και οι σαλτιμπάγκοι έγιναν ένα θέμα που συμμεριζόταν με το νέο και σημαντικό φίλο του, τον ποιητή Γκιγιώμ Απολιναίρ. Για τον ποιητή όσο και για τον ζωγράφο, αυτοί οι ξεριζωμένοι περιπλανώμενοι θεατρίνοι (Κορίτσι που ισορροπεί σε μπάλα, 1905. Ο ηθοποιός, 1905) θύμιζαν -κατά κάποιο τρόπο- τη θέση του καλλιτέχνη στη σύγχρονη κοινωνία. Ο Πικάσο έκανε ειδικά αυτή την ταύτιση στο έργο του «Οικογένεια σαλτιμπάγκων» (1905), όπου ο ίδιος ενσαρκώνει τον αρλεκίνο και ο Απολιναίρ τον παλικαρά (σύμφωνα με τη μαρτυρία του κοινού φίλου τους Αντρέ Σαλμόν).

Η προσωπική ζωή του Πικάσο άλλαξε και αυτή στα τέλη του 1904, όταν έγινε ερωμένη του η Φερνάντ Ολιβιέ. Η παρουσία της του ενέπνευσε πολλά έργα στα χρόνια που οδηγούσαν στον Κυβισμό, ιδίως στη διάρκεια του ταξιδιού τους στο Γκοζόλ (Γυναικείο κεφάλι, 1909) και πολλών ζωγραφικών έργων συνδεόμενων με αυτό (Γυναίκα με αχλάδια, 1909).

Το χρώμα δεν «πήγαινε» ποτέ εύκολα στον Πικάσο, που επέστρεψε σε μια γενικά πιο ισπανική (δηλαδή μονοχρωματική) παλέτα. Οι τόνοι της Γαλάζιας Περιόδου αντικαταστάθηκαν από τα τέλη του 1904 ως το 1906- κατά τη λεγόμενη Ρόδινη Περίοδο- από τα κεραμικά χρώματα, τις αποχρώσεις της σάρκας και τους γήινους τόνους (Το χαρέμι, 1906). Ο Πικάσο φαίνεται να δούλευε με το χρώμα στην προσπάθειά του να προσεγγίσει τη γλυπτική μορφή, ιδίως το 1906 (Δύο Γυμνά. Ο καλλωπισμός). Το έργο του «Προσωπογραφία της Γερτρούδης Στάιν» (1906) δείχνει αυτή την εξέλιξη, καθώς και την επιρροή της ανακάλυψης από μέρους του της πρωτόγονης ιβηρικής γλυπτικής.

Οι Δεσποινίδες της Αβινιόν.

picasso_04Γύρω στα τέλη του 1906 ο Πικάσο άρχισε να δουλεύει σε μια μεγάλη σύνθεση που κατέληξε στις «Δεσποινίδες της Αβινιόν» (1907). Η βίαιη απόδοση του γυναικείου σώματος και τα ζωγραφισμένα σα μάσκες πρόσωπα (επηρεασμένα από την σπουδή της αφρικανικής τέχνης) έχουν προκαλέσει πολλές συζητήσεις. Μολαταύτα, το έργο βασιζόταν σταθερά στην παράδοση της ιστορίας της τέχνης: ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον για τον Ελ Γκρέκο συνέβαλε στη διάσπαση του χώρου και στις εκφραστικές χειρονομίες των μορφών, ενώ η όλη σύνθεση όφειλε πολλά στις «Λουόμενες του Σεζάν», όσο και στις σκηνές από χαρέμια του Ενγκρ. Οι «δεσποινίδες», όμως, που ονομάστηκαν έτσι από το φίλο του Πικάσο Μαξ Ζακόμπ-που έμενε στην οδό Αβινιόν της Βαρκελώνης, όπου οι ναύτες έβρισκαν λαϊκά πορνεία- θεωρήθηκαν ως σκανδαλώδεις και άμεση προσβολή: οι γυναίκες δεν ήταν συμβατικές απεικονίσεις της ομορφιάς, αλλά πόρνες που προκαλούσαν αυτή ακριβώς την ιστορική παράδοση που τις είχε γεννήσει. Μολονότι την εποχή εκείνη είχε ήδη τους συλλέκτες του ( Λέο και Γερτρούδη Στάιν, τον Ρώσο έμπορο Σεργκέι Στσούκιν και έναν έμπορο έργων τέχνης τον Ντανιέλ-Ανρί Κανβαιλέρ), ο Πικάσο προτίμησε να διπλώσει τον μουσαμά με τις «Δεσποινίδες» και να τον κρατήσει κρυμμένο για πολλά χρόνια.

Το 1908 οι επηρεασμένες από την αφρικανική τέχνη γραμμώσεις και τα σαν μάσκες κεφάλια έδωσαν τη θέση τους σε μια τεχνική που εμπεριείχε στοιχεία, τα οποία ο ίδιος και ο νέος φίλος του Ζωρζ Μπρακ είχαν ανακαλύψει στο έργο του Σεζάν, όπως τον αβαθή χώρο και την χαρακτηριστική επίπεδη πινελιά, που είναι ιδιαίτερα εμφανή στα έργα του Πικάσο το 1909. Νεκρές φύσεις, επηρεασμένες από τον Σεζάν, έγιναν επίσης σημαντικό θέμα για πρώτη φορά στην καλλιτεχνική σταδιοδρομία του Πικάσο.

PABLO PICASSO-3

Κυβισμός.

picasso_05Ο Πικάσο και ο Μπρακ δούλεψαν μαζί τα επόμενα χρόνια (1909-1912)- τη μόνη περίοδο που ο Πικάσο συνεργάστηκε τόσο στενά με άλλο ζωγράφο- και διαμόρφωσαν την τεχνοτροπία που έμελλε να γίνει γνωστή ως «Αναλυτικός Κυβισμός». Οι πρώιμοι κυβιστικοί πίνακες είχαν συχνά παρεξηγηθεί από κριτικούς και θεατές γιατί τους θεωρούσαν απλώς και μόνο γεωμετρική τέχνη. Εν τούτοις, οι ίδιοι οι ζωγράφοι πίστευαν ότι απεικόνιζαν ένα νέο είδος πραγματικότητας που έσπαζε τους δεσμούς με την αναγεννησιακή παράδοση, ιδιαίτερα στους τομείς της προοπτικής και της οπτικής απάτης. Έδειχναν, για παράδειγμα, πολλαπλές όψεις ενός αντικειμένου στον ίδιο πίνακα, για να δώσουν περισσότερες πληροφορίες από όσες θα μπορούσαν να περιληφθούν σε μία μοναδική, περιορισμένη ιλουζιονιστική άποψη (ψευδαισθητισμός).

Όπως το είδε ο Κανβαιλέρ, ο Κυβισμός σήμαινε το άνοιγμα της κλειστής φόρμας με την «ανά-παράσταση» του σχήματος των αντικειμένων και της θέσης τους στο χώρο, αντί της μίμησής τους με τα ιλουζιονιστικά μέσα, και η αναλυτική μέθοδος που διασπούσε τα αντικείμενα και το χώρο, το φως και τη σκιά και αυτό ακόμη το χρώμα. Παρομοιαζόταν από τον Απολιναίρ με τον τρόπο που ο χειρούργος ανατέμνει ένα πτώμα. Ο τύπος αυτός της ανάλυσης αρχίζει να χαρακτηρίζει το έργο του Πικάσο από το 1909, ιδίως στα τοπία που ζωγράφισε στη διάρκεια ενός ταξιδιού του στην Ισπανία εκείνο το καλοκαίρι (Εργοστάσιο στο Ορντά ντε Έμπρο). Ακολούθησε το 1910 μια σειρά από ερμητικές προσωπογραφίες (Αμπρουάζ Βολάρ, Ντανιέλ-Ανρί Κανβαιλέρ) και στους πίνακές του με καθιστές μορφές (1911-1912), που παίζουν συνήθως κάποιο μουσικό όργανο (Ο ακορντεονίστας, 1911), ο Πικάσο δημιουργεί ένα σύμπλεγμα μορφών, αντικειμένων και χώρων. Η παλέτα του περιορίστηκε για άλλη μια φορά σε μονοχρωματικές ώχρες, καφετιά και γκρίζα.

Ούτε ο Μπρακ, ούτε ο Πικάσο επιθυμούσαν στα κυβιστικά έργα τους να μετακινηθούν στη σφαίρα της πλήρους αφαίρεσης, μολονότι είχαν σιωπηρά αποδεχτεί ορισμένες ανακολουθίες, όπως διαφορετικές απόψεις, διαφορετικούς άξονες και διαφορετικές πηγές φωτός στον ίδιο πίνακα. Επιπλέον, η συμπερίληψη αφηρημένων και παραστατικών στοιχείων στο ίδιο εικονογραφικό επίπεδο οδήγησε και τους δύο καλλιτέχνες στην επανεξέταση της σημασίας των δυσδιάστατων στοιχείων, όπως ήταν, για παράδειγμα, τα τυπογραφικά στοιχεία των εφημερίδων. Και το σχήμα του πίνακα που χρησιμοποιούσαν οι Κυβιστές- όπως λ.χ. το οβάλ- επαναπροσδιόριζε τα όρια του έργου, υπογραμμίζοντας το γεγονός ότι σε ένα κυβιστικό έργο ο ίδιος πίνακας αποτελεί τον πραγματικό χώρο.

Κολάζ.

Από το 1912 ο Πικάσο και ο Μπρακ κολλούσαν πραγματικό χαρτί (papier colle) και άλλα υλικά (κολάζ) στους πίνακές τους, προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα την κυβιστική αντίληψη ότι, δηλαδή, το έργο αποτελούσε αυτοδύναμη και αυτοτελή μονάδα.

Η συνθετική αυτή φάση (1912-1914) έφερε και την επαναχρησιμοποίηση του χρώματος, ενώ τα πραγματικά υλικά είχαν συχνά μία βιομηχανική αναφορά (π.χ. σταμπωτό χαρτί ταπετσαρίας). Νεκρές φύσεις και ενίοτε, κεφάλια ήταν τα κύρια θέματα και των δύο καλλιτεχνών. Και στον Πικάσο οι πολλαπλές αναφορές που ενυπάρχουν στα συνθετικά έργα του- για παράδειγμα, καμπύλες αναφερόμενες σε κιθάρες και σε αφτιά- εισάγουν ένα στοιχείο παιχνιδιού που χαρακτηρίζει έναν μεγάλο αριθμό έργων του («Σπουδαστής με αυλό», 1913)και υπαινίσσονται ότι το ένα πράγμα μεταμορφώνεται σε ένα άλλο.

picasso_06Το «Ποτήρι για αψέντι» (1914, έξι παραλλαγές), λ.χ., είναι εν μέρει γλυπτική (χυτός μπρούντζος) εν μέρει κολάζ (ένα αληθινό σουρωτήρι ζάχαρης έχει κολληθεί στο επάνω μέρος) και εν μέρει ζωγραφική (νεοεμπρεσιονιστικές πινελιές καλύπτουν επίπεδα λευκού χρώματος). Αλλά το έργο δεν είναι ούτε γλυπτική, ούτε κολάζ, ούτε ζωγραφική, τα επίπεδα παραπέμπουν στο δυσδιάστατο, ενώ το αντικείμενο στην πραγματικότητα έχει τρεις διαστάσεις. Έτσι, το έργο τέχνης αιωρείται μεταξύ πραγματικότητας και ψευδαίσθησης.

Το 1915 η ζωή του Πικάσο είχε αλλάξει, όπως άλλωστε, κατά κάποιον τρόπο, και η κατεύθυνση της τέχνης του. στα τέλη της χρονιάς αυτής η αγαπημένη του Εύα πέθανε, και το έργο του, που επεξεργαζόταν στη διάρκεια της αρρώστιας της («Αρλεκίνος», 1915. Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, Νέα Υόρκη) μαρτυρεί τη θλίψη του (ένας μισοαρλεκίνος, μισοπιερότος καλλιτέχνης μπροστά σε ένα τρίποδο κρατάει έναν ανολοκλήρωτο πίνακα σε μαύρο φόντο).

«Η Παρέλαση».

Η κήρυξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου διασκόρπισε τον κύκλο του Πικάσο. Ο Απολιναίρ, ο Μπρακ και άλλοι έφυγαν για το μέτωπο, ενώ οι περισσότεροι Ισπανοί συμπατριώτες του Πικάσο επέστρεψαν στην ουδέτερη πατρίδα τους. Ο Πικάσο παρέμεινε στη Γαλλία και από το 1916 η φιλία του με τον συνθέτη Ερίκ Σατί τον εισήγαγε σε έναν νέο πρωτοποριακό κύκλο που παρέμεινε σε δράση κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Ο αυτοδιορισμένος αρχηγός αυτού του πυρήνα των ταλέντων, που σύχναζαν στο Καφέ ντε λα Ροτόντ, ήταν ο νεαρός ποιητής Ζαν Κοκτώ. Η ιδέα του να οργανώσει ένα θεατρικό γεγονός κατά τη διάρκεια του πολέμου σε συνεργασία με τα Ρωσικά Μπαλέτα του Σεργκέι Ντιαγκίλεφ κατέληξε στο ανέβασμα της «Παρέλασης» (Parade), ενός έργου που αναφερόταν στην επίδειξη ενός τσίρκου και συμπεριλάμβανε εικόνες του νέου αιώνα, όπως ουρανοξύστες και αεροπλάνα. Ο Κοκτώ απευθύνθηκε στον Σατί για τη μουσική και μετά στον Πικάσο για τα σκηνικά και τα κοστούμια. Οι εργασίες άρχισαν το 1917, και μολονότι ο Πικάσο αντιπαθούσε έντονα τα ταξίδια, συμφώνησε να μεταβούν με τον Κοκτώ στη Ρώμη, όπου συνάντησαν τον Ντιαγκίλεφ και τον χορογράφο της «Παρέλασης» Λεονίντ Μασίν. Εκεί ο Πικάσο γνωρίστηκε και με τη μέλλουσα σύζυγό του, την χορεύτρια Όλγα Κοκλόβα.

Η «Παρέλαση» παρουσιάστηκε για πρώτη φορά τον Μάιο του 1917 στο Τεάρτ ντυ Σατελέ στο Παρίσι, όπου θεωρήθηκε ως προσπάθεια υπονόμευσης της ενότητας της γαλλικής κουλτούρας. Ο Σατί φαίνεται πως απετέλεσε τον κύριο στόχο των ύβρεων (εν μέρει επειδή είχε συμπεριλάβει στη μουσική του έργου ήχους από προπέλες αεροπλάνων και γραφομηχανών), ενώ ο Πικάσο αφόπλισε το κοινό με την αντίθεση ανάμεσα στα ρεαλιστικά, κατά βάση, σκηνικά και στις εντυπωσιακές δημιουργίες Συνθετικού Κυβισμού στα κοστούμια των χορευτών.

PABLO PICASSO-4

Το νέο μεσογειακό πνεύμα.

Μετά τα ταξίδια του στην Ιταλία και ένα ταξίδι πίσω στη Βαρκελώνη το 1917 (η «Παρέλαση» ανέβηκε εκεί τον Νοέμβριο), ένα νέο μεσογειακό πνεύμα γίνεται αισθητό στα έργα του Πικάσο, ιδίως στη χρήση κλασσικών μορφών και σχεδιαστικών μεθόδων. Το πνεύμα αυτό ενισχύθηκε από μία συνειδητή αναπόληση στο έργο του Ενγκρ (π.χ. στις σχεδιαστικές προσωπογραφίες του Ζακόμπ και του Βολάρ, που φιλοτέχνησε ο Πικάσο το 1915) και του όψιμου Ρενουάρ. Ακόμη και ο Κυβισμός του Πικάσο επηρεάστηκε. Αποσαφηνίζοντας επίπεδα, φόρμες και χρώμα, ο καλλιτέχνης προσέδωσε στα κυβιστικά έργα του μια κλασσική έκφραση (νεκρές φύσεις του Σαιν-Ραφαέλ, 1919, δύο παραλλαγές των «Τριών μουσικών», 1921).

Ο μόνος νόμιμος γιός του Πικάσο, ο Πάουλο, γεννήθηκε το 1921. Με το νέο γόητρο που του προσέδιδε η εύνοια της υψηλής κοινωνίας (ενθαρρυνόμενος ιδίως από τη γυναίκα του και τον Ζαν Κοκτώ) ο Πικάσο συνέχισε τη συνεργασία του με τα Ρωσικά Μπαλέτα και φιλοτέχνησε τα σκηνικά για τα μπαλέτα «Τρίκωχο καπέλο» (1919) του Μανουέλ ντε Φάλια, «Πουλτσινέλα» (1920) του Ίγκορ Στραβίνσκυ, «Τέσσερα φλαμένκο» (1921) του Ντε Φάλια και «Ερμής» (1924) του Σατί. Ο Αντρέ Μπρετόν αποκάλεσε τα σκηνικά του Πικάσο για το μπαλέτο αυτό «τραγικά παιχνίδια για ενηλίκους», φιλοτεχνημένα στο πνεύμα του Σουρεαλισμού.

Σουρεαλισμός.

Μολονότι ο Πικάσο δεν έγινε ποτέ το επίσημο μέλος της ομάδας, είχε στενές σχέσεις με το σημαντικότατο καλλιτεχνικό κίνημα του Μεσοπολέμου, τον Σουρεαλισμό. Το σουρεαλιστικό κατεστημένο, συμπεριλαμβανομένου του κύριου προπαγανδιστή του Αντρέ Μπρετόν, τον διεκδικούσε ως μέλος του και η τέχνη του Πικάσο απέκτησε μία νέα διάσταση από την επαφή του με τους Σουρεαλιστές φίλους του, ιδιαίτερα τους συγγραφείς. Στο έργο του Πικάσο, από την εποχή ήδη των «Δεσποινίδων της Αβινιόν», ενυπήρχαν πολλά από τα στοιχεία που προέβαλε ο επίσημος κύκλος των Σουρεαλιστών. Η δημιουργία τεράτων λ.χ., φανερώνει πως μπορούσε ασφαλώς να γίνει από ζωγράφος γλύπτης, με ανήσυχες παραθέσεις και διασπασμένα περιγράμματα της ανθρώπινης μορφής στα κυβιστικά έργα. Ο Μπρετόν επισήμανε ειδικά την περίεργη «Γυναίκα με το πουκάμισο» (1913). Επιπλέον, η ιδέα της ερμηνείας ενός πράγματος βάσει κάποιου άλλου, ιδέα που εμπεριείχε ο Συνθετικός Κυβισμός, έμοιαζε να συμπίπτει με τις ονειρικές εικόνες που προέβαλαν οι Σουρεαλιστές.

Οι πολλές παραλλαγές του θέματος των λουομένων με τις απροκάλυπτα σεξουαλικές και παραμορφωμένες φιγούρες (σειρά Ντινάρ, 1929) δείχνουν καθαρά την έντονη επίδραση του Σουρεαλισμού, ενώ σε άλλα έργα ο αντίκτυπος της παραμόρφωσης στα συναισθήματα του θεατή μπορεί επίσης να ερμηνευτεί ως εκπλήρωση ενός από τους ψυχολογικούς στόχους του Σουρεαλισμού (σχέδια και ζωγραφικά έργα με θέμα τη «Σταύρωση», 1930-1935). Στη δεκαετία του 1930 ο Πικάσο, όπως πολλοί από τους Σουρεαλιστές συγγραφείς, έπαιζε συχνά με την ιδέα της μεταμόρφωσης. Η εικόνα του μινώταυρου, π.χ. που εκ παραδόσεως θεωρείται ως η ενσάρκωση της πάλης μεταξύ του ανθρώπινου και του κτηνώδους, γίνεται στο έργο του Πικάσο όχι μόνο μια ανάκληση (στη μνήμη) της ιδέας αυτής, αλλά και ένα είδος αυτοπροσωπογραφίας.

Τελικά, ο Σουρεαλισμός του Πικάσο εκφράστηκε πιο έντονα στην ποίησή του. Άρχισε να γράφει ποιήματα το 1934, και για έναν χρόνο, από τον Φεβρουάριο του 1935 ως την Άνοιξη του 1936, ο Πικάσο εγκατέλειψε σχεδόν τη ζωγραφική. Συλλογές ποιημάτων του δημοσιεύτηκαν στα Cahiers d’ Art (1935) και στην La Caceta de Arte (1936, Τενερίφη). Μερικά χρόνια αργότερα έγραψε του σουρεαλιστικό θεατρικό έργο «Ο πόθος πιασμένος από την ουρά» (Le desir attrape par la queue, 1941).

Γλυπτική.

Η φήμη του Πικάσο ως σημαντικού γλύπτη του 20ου αιώνα διαδόθηκε μόνο μετά το θάνατό του, επειδή είχε φυλάξει τα περισσότερα γλυπτά του στην προσωπική του συλλογή. Από το 1928, ο Πικάσο είχε αρχίσει να δουλεύει με σίδερο και μεταλλικά ελάσματα στο ατελιέ του Χούλιο Γκονζάλες στο Παρίσι. Έπειτα, το 1931, με την καινούργια ερωμένη του, την Μαρί-Τερέζ Βαλτέρ, εγκατέλειψε τη σύζυγό του και εγκαταστάθηκε σε ένα εξοχικό σπίτι στο Μπουαζελού, όπου διέθετε χώρο για εργαστήρια γλυπτικής. Εκεί, με μούσα του την Μαρί-Τερέζ, ο Πικάσο επιδόθηκε στη φιλοτέχνηση μεγάλης κλίμακας γύψινων κεφαλιών. Επιδόθηκε, επίσης, στη δημιουργία αντικειμένων (objets trouves) και μέχρι τα τέλη της ζωής του εξακολουθούσε να φιλοτεχνεί γλυπτά με διάφορα υλικά.

Η δεκαετία του 1930.

picasso_02Η ήρεμη απομόνωσή του με την- χωρίς απαιτήσεις- Μαρί-Τερέζ ερχόταν σε αντίθεση με την πολυτάραχη ζωή του κοντά στην Όλγα και στον μικροαστικό κύκλο των κοσμικών φίλων της. Στο Μπουαζελού ο Πικάσο συζούσε φανερά με τη Μαρί-Τερέζ (με την οποία απέκτησε και μία κόρη, τη Μάγια, το 1935), που υπήρξε το μοντέλο του για τους συχνά λυρικούς, ενίοτε ερωτικούς πίνακές του, στους οποίους συνδύαζε έντονα χρώματα με ρευστές φόρμες («Νέα στον καθρέφτη», 1932).

Ο Πικάσο δεν διέκοπτε ποτέ εντελώς τις σχέσεις του με τις γυναίκες που είχαν κάποτε μοιραστεί τη ζωή του, όταν μία νέα ερωμένη συγκέντρωνε το ενδιαφέρον του. Αυτό είναι φανερό στο έργο του, όπου η μία ερωμένη συχνά μετατρέπεται σε άλλη, λ.χ. σε ένα προσωπικό σχεδιαστικό λεύκωμα (αριθ.99, 1929). Τα προσωπογραφικά σχέδια του Πικάσο προδίδουν τη διπλή ζωή του, γιατί οι απεικονίσεις της -κρυφής τότε- ερωμένης του εξελίσσονται σε φρικιαστικές εικόνες από κραυγάζουσες Όλγες. Και το 1936, ενώ δεν είχε πάψει να δίνει χρήματα και να ενδιαφέρεται τόσο για την Όλγα όσο και για τη Μαρί-Τερέζ, ο Πικάσο επέστρεψε στο Παρίσι και άρχισε να συζεί με την Γιουγκοσλάβα φωτογράφο Ντόρα Μάαρ.

Η αλλαγή αυτή στη ζωή του συνέπεσε με μια περίοδο προσωπικής απασχόλησής του με τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, που είχε αρχίσει τη χρονιά εκείνη.

picasso_07Μολονότι ο Πικάσο δεν ξαναγύρισε ποτέ στη γενέτειρα χώρα του μετά από μια επίσκεψή του εκεί το 1934, συμπονούσε πάντα την Ισπανία (η βραχύβια δημοκρατική κυβέρνηση τον διόρισε επίτιμο διευθυντή του Πράδο) και στις αρχές του 1937 φιλοτέχνησε μία σειρά από χαλκογραφίες και ακουατίντες (Όλγες και απάτη του Φράνκο) για να πουληθούν προς ενίσχυση των σκοπών των δημοκρατικών συμπατριωτών του. Η κύρια συμβολή του ήταν, ασφαλώς, η τοιχογραφία της «Γκουέρνικα» (από την ομώνυμη βασική πόλη που βομβαρδίστηκε το 1937 από τους Φασίστες), την οποία του είχε αναθέσει η Δημοκρατική κυβέρνηση για το ισπανικό περίπτερο της Παγκόσμιας Έκθεσης του Παρισιού το 1937.

Ως ανταμοιβή χορηγήθηκε στον Πικάσο ένα ατελιέ στο Παρίσι (στη Ρυ ντε Γκραν-Ωγκυστέν), αρκετά μεγάλο για να χωράει το πελώριο έργο (3,49 Χ 7,77 μέτρα). Η Ντόρα Μάαρ συνεργάστηκε για να ολοκληρωθεί στην τελική του μορφή, που πραγματοποιήθηκε σε τρεις περίπου εβδομάδες. Η εικονογραφία της «Γκουέρνικα» -το ξεκοιλιασμένο άλογο, ο πεσμένος στρατιώτης και οι μητέρες που ουρλιάζουν με τα νεκρά μωρά (που απεικονίζουν την ταυρομαχία, τον πόλεμο και τα γυναικεία θύματα, αντίστοιχα)- χρησιμοποιήθηκε για να καταδικάσει την άσκοπη καταστροφή της ζωής, ενώ συγχρόνως ο ταύρος απεικόνιζε την ελπίδα συντριβής του αόρατου εισβολέα, του Φασισμού.

Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και μετά.

Ο Εξπρεσιονισμός που χαρακτήριζε τις φόρμες και τις χειρονομίες στη βασικά μονοχρωματική σύνθεση της Γκουέρνικα αναπτύσσεται και σε άλλα έργα του Πικάσο, ιδίως στις παραλλαγές με τα έντονα χρώματα της «Γυναίκας που κλαίει» (1937), καθώς και στα σχετικά χαρακτικά και σχέδια, στις προσωπογραφίες της Ντόρα Μάαρ και της Νυς Ελυάρ (συζύγου του φίλου του ποιητή Πωλ Ελυάρ), και σε νεκρές φύσεις (Νεκρή φύση με κόκκινο κεφάλι ταύρου, 1938). Τα έργα αυτά οδήγησαν στα κλειστοφοβικά εσωτερικά και τα σαν νεκροκεφαλές σχέδια (σχεδιαστικό λεύκωμα αριθ. 110, 1940) των χρόνων του πολέμου, που ο Πικάσο πέρασε στη Γαλλία μαζί με την Ντόρα Μάαρ και τον Χάιμε Σαμπαρτές, φίλο του από τα σπουδαστικά του χρόνια στη Βαρκελώνη. Στη συνέχεια ο Σαμπαρτές μοιράστηκε τη ζωή του Πικάσο ως γραμματέας, βιογράφος και σύντροφος («Προσωπογραφία Χάιμε Σαμπαρτές», 1939, «Επιστροφή από τις Βρυξέλλες», σχεδιαστικό λεύκωμα, αριθ. 137, 1956).

Μετά τον πόλεμο ο Πικάσο ξανάρχισε να εκθέτει έργα του που περιλάμβαναν ζωγραφικούς πίνακες και γλυπτά, καθώς και λιθογραφίες και κεραμικά. Στο Φθινοπωρινό Σαλόν του 1944 («Σαλόν της Απελευθέρωσης»), οι πίνακες του Πικάσο και τα γλυπτά του της περασμένης πενταετίας προκάλεσαν σοκ. Το γεγονός αυτό, μαζί με την αναγγελία της πρόσφατης προσχώρησής του στο Κομμουνιστικό Κόμμα, οδήγησε σε εκδηλώσεις εναντίον των πολιτικών του επιλογών, στην ίδια τη γκαλερί. Την ίδια εποχή ο Πικάσο άνοιξε το ατελιέ του σε πολλούς νέους και παλιούς φίλους του συγγραφείς και καλλιτέχνες, όπως ήταν ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ, ο Πιέρ Ρεβερντύ, ο Πωλ Ελυάρ κ.ά.

Ήδη το 1943 μια νεαρή ζωγράφος, η Φρανσουάζ Ζιλό, είχε εμφανιστεί στο ατελιέ του και μέσα σε μερικούς μήνες έγινε η διάδοχος της Ντόρα Μάαρ. Το 1946 ο Πικάσο εγκαταστάθηκε στις ακτές της Μεσογείου με τη Ζιλό (με την οποία επρόκειτο να αποκτήσει δύο παιδιά, τον Κλωντ το 1947 και την Παλόμα το 1949). Αρχικά εγκαταστάθηκαν στην Αντίμπ, όπου ο Πικάσο πέρασε τέσσερις μήνες ζωγραφίζοντας στον Πύργο Γκριμάλντι («Η χαρά της ζωής», 1946).

Τα ζωγραφικά του έργα αυτής της περιόδου και τα κεραμικά που διακόσμησε στο ατελιέ του γειτονικού Βαλωρίς, αρχίζοντας από το 1947, εκφράζουν έντονα την αίσθηση ταύτισης του Πικάσο με την κλασική παράδοση και τις μεσογειακές ρίζες του. εξυμνούν επίσης την καινούργια ευτυχία που είχε βρει πλάι στη Ζιλό, η οποία απεικονίζεται συχνά ως Νύμφη ανάμεσα στους Φαύνους και τους Κενταύρους του Πικάσο.

Κεραμικά.

Τα κεραμικά του Πικάσο ταξινομούνται συνήθως ξέχωρα από τον υπόλοιπο όγκο του έργου του και θεωρούνται ως λιγότερο σημαντικά, επειδή εκ πρώτης όψεως φαίνονται σαν μια κάπως επιπόλαιη άσκηση διακόσμησης καθημερινών αντικειμένων. Πιάτα, κανάτια και βάζα, φτιαγμένα κατά βάση από αγγειοπλάστες του Βαλωρίς, αναπλάθονταν ή ζωγραφίζονταν, αυλακώνονταν, χαράσσονταν ή σημαδεύονταν με δαχτυλιές. Δουλεύοντας ως τεχνίτης, ο Πικάσο διακατεχόταν από ένα αίσθημα απελευθέρωσης, πειραματιζόμενος με το παιχνίδι ανάμεσα στο διάκοσμο και στη φόρμα (ανάμεσα στις δύο και στις τρεις διαστάσεις) και ανάμεσα στο προσωπικό και στο καθολικό νόημα.

Κατά την περίοδο αυτή η φήμη του Πικάσο προσείλκυε όλο και περισσότερους επισκέπτες, στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν καλλιτέχνες και συγγραφείς, μερικοί από τους οποίους (Ελέν Αρμελέν, Εντουάρ Πινιόν Ελυάρ και ιδίως ο Λουί Αραγκόν), ενθάρρυναν τον Πικάσο να αναμιχθεί περισσότερο στην πολιτική.

Μολονότι συνέβαλλε πρόθυμα με σχέδια (το περιστέρι του χρησιμοποιήθηκε για την αφίσα του Συνεδρίου για την Παγκόσμια Ειρήνη στο Βρίκλαβ της Πολωνίας, το 1949), δεν το έκανε τόσο από προσωπική δέσμευση απέναντι στους Κομμουνιστές, όσο από την ειλικρινή και ισόβια συμπάθειά του για κάθε ομάδα καταπιεσμένων ανθρώπων.

Ο «Πόλεμος» και η «Ειρήνη», δύο πανό που ζωγράφισε το 1952, για την διακόσμηση του Ναού της Ειρήνης, προσαρτημένου σε ένα παλιό παρεκκλήσι του Βαλωρίς, αντανακλούν την προσωπική αισιοδοξία του Πικάσο στα χρόνια εκείνα.

 

PABLO PICASSO-5

Ο μύθος του Πικάσο.

Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μια μυθική αίγλη άρχισε να περιβάλλει το όνομα του Πικάσο και κατά τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του το έργο του είχε, κατά κάποιο τρόπο, ξεπεράσει την κριτική. Μολονότι ελάχιστοι τεχνοκρίτες φάνηκαν ικανοί να παρακολουθήσουν το τελευταίο έργο του, λίγοι ήταν και όσοι τον επέκριναν.

Εξαίρεση αποτελεί ο Άγγλος κριτικός Τζων Μέργκερ («Η επιτυχία και η αποτυχία του Πικάσο», “The Success and Failure of Picasso” 1965), που έθεσε θέμα για τα οικονομικά κίνητρα του Πικάσο και αναρωτήθηκε για την πληθωρική δημόσια φήμη του. Η τεράστια καλλιτεχνική παραγωγή του Πικάσο (ιδίως σε χαρακτικά και σχέδια) κρατούσε συνεχώς το όνομά του στο προσκήνιο, μολονότι το έργο του έμοιαζε τότε να μην ακολουθεί το κύριο ρεύμα της ανεικονικής τέχνης.

Το 1953 η Φρανσουάζ Ζιλό με τα δύο παιδιά τους εγκατέλειψε τον Πικάσο, ο οποίος έζησε πολλά χρόνια ως εργένης, μοιράζοντας τον καιρό του ανάμεσα στο Παρίσι και στο σπίτι του κοντά στις Κάνες. Το 1954 γνώρισε τη Ζακλίν Ροκ, που δούλευε στο εργαστήριο αγγειοπλαστικής του Βαλωρίς, και ο γάμος τους έγινε το 1961. Αυτή έγινε ,όχι μόνο η μόνιμη συνοδός του, αλλά και ως μούσα του υπήρξε το κυριότερο μοντέλο και πηγή έμπνευσης όλων σχεδόν των όψιμων έργων του. Έχουν ταφεί και οι δύο στον Πύργο του Βενεβάργκ, τον οποίο είχε αγοράσει ο Πικάσο το 1958. Αλλά τα χρόνια που μεσολάβησαν από το γάμο τους ως το θάνατο του Πικάσο τα πέρασαν στο Μουζέν.

Ιστορία της τέχνης.

Στο όψιμο έργο του ο Πικάσο στράφηκε επανειλημμένα στην ιστορία της τέχνης για να αντλήσει τα θέματά του. Ένιωθε κατά καιρούς βασανιστική την ανάγκη δημιουργίας παραλλαγών πάνω στα έργα και- στους πίνακες της περιόδου αυτής-, γίνεται αναφορά σε καλλιτέχνες όπως ο Αλτντόρφερ, Μανέ, Ρέμπραντ, Ντελακρουά και Κουρμπέ. Επανειλημμένα ο Πικάσο φιλοτέχνησε πλήρη σειρά παραλλαγών πάνω σε ένα συγκεκριμένο έργο, με διασημότερη ίσως τη σειρά του για τις «Δεσποινίδες των τιμών» (Las Meninas) του Βελάσκεθ αποτελούμενη από 58 χωριστές εικόνες. Κατά καιρούς, ο Πικάσο ξαναδούλευε ένα συγκεκριμένο έργο γιατί ταυτιζόταν προσωπικά μαζί του.

Τον γοήτευε, λ.χ., το έργο του Ντελακρουά «Γυναίκες του Αλγερίου», γιατί η μορφή στα δεξιά έμοιαζε με τη γυναίκα του. συχνότερα έμοιαζε να παρακινείται από την πρόκληση να αποδώσει εκ νέου, με τον δικό του τρόπο, τα περίπλοκα ζωγραφικά και αφηγηματικά προβλήματα που οι παλαιότεροι είχαν αρχικά θέσει στον εαυτό τους. Κατά κάποια έννοια, ο Πικάσο καταχώριζε τον εαυτό του στην ιστορία της τέχνης λόγω αυτής της ιδιότυπης σχέσης του με πολλούς από τους προκατόχους του.

Υπάρχει μία ανανεωμένη αίσθηση παιχνιδιού στο έργο των μεταγενέστερων χρόνων του Πικάσο. Μεταμόρφωσε αχνάρια (κομμένα σε χαρτί) σε μνημειακά γλυπτά και στην ταινία του Κλουζό «Το μυστήριο Πικάσο» (1955), ο καλλιτέχνης, ο μόνος πρωταγωνιστής, συμπεριφέρεται ως ταχυδακτυλουργός, που εκτελεί «τρυκ» με το φως όσο και με το πινέλο του. Και τελικά, όπως ακριβώς στρεφόταν στους πίνακες των παλαιότερων δασκάλων, για να αναπλάσει τα έργα τους σε πολλές παραλλαγές, έτσι ξαναγύριζε και στα δικά του παλαιότερα έργα, ωθούμενος από την ίδια παρόρμηση.

Το τσίρκο και το ατελιέ του καλλιτέχνη έγιναν για άλλη μια φορά η σκηνή για τους χαρακτήρες του, ανάμεσα στους οποίους τοποθετούσε συχνά τον εαυτό του απεικονιζόμενο ως γηραιό ακροβάτη ή βασιλιά.

Ο Πικάσο πέθανε στο Μουζέν της Γαλλίας, σε ηλικία 91 χρόνων, στις 8 Απριλίου του 1973.

Γενική αποτίμηση.

Επειδή η τέχνη του Πικάσο ήδη από την εποχή των «Δεσποινίδων της Αβινιόν» είχε ριζοσπαστικό χαρακτήρα, δεν υπάρχει σχεδόν καλλιτέχνης του 20ου αιώνα που να μη δέχτηκε την επίδρασή του. Επιπλέον, ενώ άλλοι μεγάλοι καλλιτέχνες, όπως ο Ματίς ή ο Μπρακ, είχαν την τάση να παραμείνουν μέσα στα όρια της τεχνοτροπίας που διαμόρφωσαν κατά τη νεανική τους ηλικία, ο Πικάσο συνέχισε να είναι νεωτεριστής μέχρι την τελευταία δεκαετία της ζωής του όσο και μετά. Και μόλις κατά την δεκαετία του 1980 άρχισαν οι τελευταίοι πίνακές του να εκτιμούνται. Επειδή ο Πικάσο ήταν σε θέση, ήδη, από τη δεκαετία του 1920 να πουλάει έργα του σε πολύ υψηλές τιμές, μπορούσε να κρατάει το μεγαλύτερο μέρος του έργου του στην προσωπική συλλογή του. Όταν πέθανε είχε στην κατοχή του 50.000 περίπου έργα σε διάφορα υλικά από κάθε περίοδο της σταδιοδρομίας του, που περιήλθαν στην ιδιοκτησία του γαλλικού κράτους και των κληρονόμων του. Η έκθεση και η δημοσίευσή τους ενίσχυσαν ακόμη περισσότερο τη μεγάλη εκτίμηση για τις εκπληκτικές δυνάμεις επινοητικότητας και εκτέλεσης, που χαρακτήριζαν το έργο του Πικάσο για ένα χρονικό διάστημα πάνω από 80 χρόνια.
της Βασως Ηλιάδη

Πηγη:http://www.e-telescope.gr/el/arts-and-culture/211-picasso

 

 

ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΙ ΝΑΟΙ: ΓΑΛΛΙΑ-ΙΣΠΑΝΙΑ-ΙΤΑΛΙΑ -ΕΛΛΑΔΑ (ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ)

Φωτογραφικό άλμπουμ με καθεδρικούς ναούς τεσσάρων κρατών (Γαλλία, Ισπανία, Ιταλία, Ελλάδα), με έμφαση στην Αρχιτεκτονική. Μνημεία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ με ποικιλία ρυθμών: Γοτθικό, Βυζαντινός, Μοτερνισμός κ.α.

 

O Άγιος Μάρκος (Basilica di San Marco) είναι ο καθεδρικός ναός της Βενετίας. Θεωρείται ένα σημαντικό δείγμα βυζαντινής αρχιτεκτονικής στην Ιταλία
O Άγιος Μάρκος (Basilica di San Marco) είναι ο καθεδρικός ναός της Βενετίας. Θεωρείται ένα σημαντικό δείγμα βυζαντινής αρχιτεκτονικής στην Ιταλία

 

LINK

http://arthistoryphoto.wordpress.com/2013/12/29/%CE%BA%CE%B1%CE%B8%CE%B5%CE%B4%CF%81%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%B9-%CE%BD%CE%B1%CE%BF%CE%B9-%CE%B3%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CE%B9%CE%B1-%CE%B9%CF%83%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CE%B1-%CE%B9%CF%84%CE%B1%CE%BB%CE%B9/

ΓΗ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ μια ταινία του Κεν Λόουτς

Σκηνοθεσία: Κεν Λόουτς
Πρωταγωνιστούν: Ιαν Χαρτ, Ροζάνα Παστόρ, Ζορντί Ντοντέ,

 

Μια υπέροχη ταινία του Βρετανού σκηνοθέτη Κεν Λόουτς, της οποίας η θεματολογία παραμένει επίκαιρη όσα χρόνια κι αν περάσουν.

ΓΗ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ ΚΕΝ ΛΟΟΥΤΣ
ΓΗ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ ΚΕΝ ΛΟΟΥΤΣ

 ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Η Ισπανία στα χρόνια του εμφύλιου πόλεμου 1936-39. Ο συνασπισμός των δημοκρατικών: σοσιαλιστές, αναρχικοί, κομμουνιστές και αμέτρητοι απλοί άνθρωποι που ονειρεύονταν μια δημοκρατική Ισπανία, προσπαθούν να αναχαιτίσουν το το πραξικόπημα του στρατιωτικού Φράνκο που έσπευσε να ανατρέψει δια της βίας τη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση.

 

Η ΤΑΙΝΙΑ

Πρωταγωνιστής είναι ένας, μεταξύ των χιλιάδων εθελοντών απ’ όλη την Ευρώπη, που έσπευσαν να υπερασπιστούν την Ισπανική Δημοκρατία. Ο Βρετανός εθελοντής κατατάσσεται στις γραμμές του POUM (κόμμα μαρξιστικής ενοποίησης) και τόσο στα χαρακώματα, όσο και στη διαμονή του στη Βαρκελώνη,  βιώνει τα πολιτικά τεκταινόμενα στο πολυσυλλεκτικό μέτωπο των Δημοκρατικών. Μέσα απ’ αυτήν τη διαδρομή, τον αρχικό ενθουσιασμό, διαδέχεται ο προβληματισμός καθότι διαπιστώνει πως το μέτωπο κάθε άλλο παρά αρραγές είναι.  Οι μικροκομματικές διαφορές, οι διαφορετικοί στόχοι και οι έριδες θα δημιουργήσουν ένα εμφύλιο μέσα στον εμφύλιο. Ελευθερίες που είχαν κατακτηθεί με αγώνες συρρικνώνονται και οι ένοπλες πολιτοφυλακές που είχαν αρχικά αντισταθεί στον Φράνκο, θα αντικατασταθούν από τακτικό στρατό της κυβέρνησης.  Έπειτα έρχεται η σειρά των οργανώσεων όπως του  POUM αλλά και των αναρχικών να κηρυχτούν παράνομες.  Η εσωτερική διχόνοια θα στοιχίσει τελικά σε όλο τον Ισπανικό λαό, με την επιβολή μιας από τις σκληρότερες δικτατορίες που γνώρισε η Ευρώπη. Ο σκηνοθέτης, στηλιτεύει τη στάση του Κ.Κ.Ι., καθώς αφήνει να διαφανεί πως δίνει προτεραιότητα στα συμφέροντα της ΕΣΣΔ αντί για του Ισπανικού λαού, αντιμετωπίζοντας από ένα σημείο κι έπειτα εχθρικά τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις.

Το σενάριο της ταινίας είναι αρκετά κοντά στο βιβλίο Φόρος τιμής στην Καταλονία, του επίσης εθελοντή στον Ισπανικό εμφύλιο και συγγραφέα Τζ. Όργουελ. Για όσους ενδιαφέρονται για αυτήν τη μαύρη σελίδα της Ισπανικής ιστορίας,  η ταινία ε γενικές γραμμές αποτυπώνει γλαφυρά τα ιστορικά περιστατικά που βοήθησαν στην επικράτηση του Φράνκο

ΕΥΡΩΠΗ: ΟΙ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΙΣ 15ου & 16ου αι./ Η ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΒΗΡΙΚΗΣ ΣΤΗΝ ΑΠΟΙΚΙΑΚΗ ΕΞΑΠΛΩΣΗ: ΛΟΓΟΙ κ’ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ

 ΟΙ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΙΣ 15ου & 16ου ΑΙΩΝΑ   (1.400-1.600)

 

 Καραβέλα-2          ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ & ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΠΕΚΤΑΣΗΣ

  • Αποτέλεσε τη σημαντικότερη ίσως πτυχή της Νέας Εποχής για την Ευρώπη. Εφόσον, διέρρηξε το κλειστό πλαίσιο ζωής και δράσης του Μεσαίωνα. Οδήγησε μέσα σε 4 αιώνες, το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη κάτω από την πολιτική, οικονομική & πολιτισμική ηγεμονία της Δυτικής Ευρώπης.
  • Η Δυτική Ευρώπη κατόρθωσε να κατακτήσει και να εκμεταλλευτεί τεράστιες εκτάσεις και λαούς σε άλλες ηπείρους, να ενοποιήσει & να «εξευρωπαΐσει», σχεδόν όλο τον κόσμο μέχρι τα τέλη του 19ου Αι.

   ΤΑ ΒΑΣΙΚΟΤΕΡΑ ΚΙΝΗΤΡΑ ΤΩΝ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΩΝ

  • Συνδυασμός ΟικονομικώνΚοινωνικώνΠνευματικών παραγόντων προς τα τέλη του Μεσαίωνα, δημιούργησε την έντονη επιθυμία για μακρινά ταξίδια και εξερευνήσεις στον μερικώς γνωστό και άγνωστο κόσμο της εποχής.
  • Απόκτηση χρυσού, μπαχαρικών και άλλων σπάνιων προϊόντων όπως αρώματα, μετάξι, ζάχαρη (οικονομικός)
  • Δίψα ευγενών που δεν κατείχαν γη και αξιώματα για κατακτήσεις και κοινωνική άνοδο (κοινωνικός)
  • Προσηλυτισμός λαών της Αφρικής & Ασίας στον καθολικισμό και επιστημονικό ενδιαφέρον (Πνευματικός)

    ΤΕΧΝΙΚΕΣ & ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΔΙΕΥΚΟΛΥΝΑΝ ΤΑ

      ΥΠΕΡΠΟΝΤΙΑ ΤΑΞΙΔΙΑ & ΤΙΣ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΙΣ

  • Βελτίωση μεθόδων ναυσιπλοΐας, ως αποτέλεσμα αστρονομικών & μετεωρολογικών προόδων.

    ΠΥΞΙΔΑ
    ΠΥΞΙΔΑ
  • Ανάπτυξη γεωγραφίας & ναυτικής χαρτογραφίας.
  • Ναυπήγηση Καραβέλας, πλοίου ικανού για υπερπόντια ταξίδια.
  • Πυξίδα & Αστρολάβος.
  • Τεχνολογικά επιτεύγματα ναυσιπλοΐας, όπως ο νέος τύπος ιστίων με τα οποία μπορούσαν να ταξιδεύουν ακόμα και με κόντρα άνεμο.
  • Αστρονομικές γνώσεις σε συνδυασμό με την αντίληψη του σφαιρικού  σχήματος της γης και την πραγματική έκτασή της τον ύστερο Μεσαίωνα.
  • Ευνοϊκό ΠολιτικόΟικονομικόΚοινωνικό πλαίσιο για τις ανακαλύψεις. Όπως ισχυροποίηση μοναρχιών, υποχώρηση επιδημιών & λιμών, ανάκαμψη γεωργίαςμεταποίησηςεμπορίου.

     ΛΟΓΟΙ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑΣ ΤΩΝ ΤΗΣ ΙΒΗΡΙΚΗΣ ΣΤΙΣ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΙΣ & ΤΗΝ ΑΠΟΙΚΙΑΚΗ ΕΞΑΠΛΩΣΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΩΝ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

  • Ισπανία & Πορτογαλία αποτελούσαν νέα κράτη, με δυναμισμό και κεκτημένη ορμή από τα χρόνια ανάκτησης της Ιβηρικής από τους χριστιανούς.
  • Στην προσπάθεια συμμετοχής στο εμπόριο με την Ανατολή – όπου πρωτοστατούσε Βενετία & Άραβες – ανακάλυψαν νέους δρόμους.
  • Οι αριστοκράτες με χαμηλούς τίτλους ευγένειας έβλεπαν στις εξερευνητικές αποστολές μοναδική ευκαιρία κοινωνικής ανόδου και επίσης ο έντονος ιεραποστολικός ζήλος των Ισπανών και οι ακόμα ζωντανές ιδέες των σταυροφοριών.
  • Ισχυρές ναυτικές παραδόσεις.
  • Κοινωνικές αντιθέσεις και δημογραφική πίεση στο εσωτερικό.

     ΜΟΡΦΕΣΜΕΓΕΘΟΣΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΚΗΣ & ΙΣΠΑΝΙΚΗΣ ΕΠΕΚΤΑΣΗΣ ΣΤΙΣ ΧΩΡΕΣ          ΠΟΥ ΑΝΑΚΑΛΎΦΤΗΚΑΝ (ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ)

            Ίνκας-2        ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ:

  • Εκμεταλλεύτηκε πρώτη τις εμπορικές ευκαιρίες λόγω της γεωγραφικής της θέσης και των ευνοϊκών πολιτικών συνθηκών.
  • Εγκαθίδρυσε εμπορική αυτοκρατορία ως την Ινδονησία και την Κίνα.
  • Ακολούθησε το δρόμο του Βάσκο ντε Γκάμα προς τις Ινδίες και εγκατέστησε αλυσίδα οχυρωμένων σταθμών για την προστασία του εμπορίου της: Περσικός κόλποςΓκόαΜολούκεςΤιμόρΣουμάτρα(Ινδονησία).
  • Στην Αμερική κέρδισε τη Βραζιλία, βάσει της συνθήκης της Τοντεσίλιας το 1494 με την Ισπανία.

ΙΣΠΑΝΙΑ:

  • Ακολούθησε διαφορετική μορφή επέκτασης. Οργάνωσε εκστρατείες κατάκτησης εδαφών & αποικισμού τους.
  • 1492-1534: Κατέκτησε: ΑντίλλεςΜεξικόΓουατεμάλαΠερού.
  • Έως τέλη 16ου Αι. η Ισπανική Αυτοκρατορία της Καστίλλης περιλάμβανε: Ν.Δ τμήμα των σημερινών Η.Π.Α.Φλόριδα Μεξικό νησιά ΚαραϊβικήςΚεντρική & Νότια Αμερική πλην Βραζιλίας.
  • Δημιουργία νέων θεσμών και διοικητικών διαιρέσεων: 1524: Συμβούλιο των Ινδιών που υπάγονταν άμεσα στον Ισπανό βασιλιά. – Στις αμερικάνικες κτήσεις διορίζονται 2 Αντιβασιλείς σε Μεξικό & Λίμα (Περού).

ΜΕΓΕΘΟΣ:

Στα τέλη του 16ου Αι.:

  • 25 – 30 χιλιάδες Ισπανοί & Πορτογάλοι, έλεγχαν 230.000 τετραγωνικά χ.λ.μ. με 800.000 κατοίκους σε Αφρική & Ασία.
  • 120.000 λευκοί έλεγχαν 2.000.000 τετραγωνικά χ.λ.μ. με 10.000.000 ιθαγενείς σε Λατινική Αμερική.

ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΙΣΠΑΝΙΚΗΣ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΙΘΑΓΕΝΕΙΣ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ                

ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ ΑΖΤΕΚΩΝ
ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ ΑΖΤΕΚΩΝ
  • Διάλυση αυτοκρατοριών των Ίνκας & των Αζτέκων
  • Απόλυτη εξουσία των ευγενών πάνω στους ιθαγενείς και συχνά απάνθρωπη μεταχείριση των τελευταίων.
  • Ουσιαστική υποδούλωση των αυτοχθόνων και προλεταριοποίησή τους.
  • Αποδεκατισμός του πληθυσμού των ιθαγενών λόγω απάνθρωπης εργασίας, υποσιτισμού και ασθενειών. Σε λιγότερο από έναν αιώνα από 25.000.000 μειώθηκαν σε μόλις 1.000.000

ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΩΝ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ.

  • Αλλαγή εικόνας του κόσμου για τους Ευρωπαίους.
  • Η εισροή μετάλλων προκάλεσε πρωτοφανή άνοδο των τιμών και κύμα πληθωρισμού.
  • Αλλαγή διατροφικών συνηθειών και επηρεασμός του τρόπου ζωής των Ευρωπαίων.
  • Είσοδος της σύφιλης και ταχεία μετάδοσή της στην Ευρώπη των Πρώιμων Νέων Χρόνων.
  • Η ισχυρότερη μακροχρόνια επίδραση υπήρξε η συνεχής μετατόπιση του ΠολιτικούΟικονομικούΠολιτισμικού βάρους από Νότια & Κεντρική Ευρώπη στη Δυτική και πιο συγκεκριμένα στις χώρες που βρέχονταν από τον Ατλαντικό.
  • Αμφισβήτηση των Μεσαιωνικών ιδεών και διαμόρφωση κριτικού πνεύματος, που αξιώνει το διαχωρισμός της Επιστήμης από τη θρησκεία.
  • Για 1η φορά γίνεται λόγος για Οικουμενικά Ανθρώπινα Δικαιώματα, ανεξαρτήτως φυλής ή χρώματος, χωρίς όμως ουσιαστικά αποτελέσματα.

ΠΗΓΕΣ

  1. Nolte Hans Heinrich, «Το παγκόσμιας εμβέλειας σύστημα της Ευρώπης» στο Οι Ευρωπαίοι: Αρχαιότητα, Μεσαίωνας, Αναγέννηση, Αρβελέρ Ελένη και Aymard Maurice (επιμ.), Β’ Έκδοση, τ Β, Σαββάλας, Αθήνα 2003 (Les Europeens, 2000)
  2. Πάπυρος-Larousse-Britannica, Εγκυκλοπαίδεια, Β’ Έκδοση Πάπυρος, επιμ. Βίκτωρ Αθανασιάδης κ.α, Αθήνα 1997, τ23, λήμμα: Εμποροκρατία.
  3. Ράπτης Κώστας, Γενική Ιστορία της Ευρώπης. Από τον 6ο έως τον 18ο αιώνα, ΕΑΠ, Πάτρα 1999
  4. Subrahmanyam Sanjay, «Τα στάδια της κατάκτησης των θαλασσών» στο Οι Ευρωπαίοι: Αρχαιότητα, Μεσαίωνας, Αναγέννηση, Αρβελέρ Ελένη και Aymard Maurice (επιμ.), Β’ Έκδοση, τ Β, Σαββάλας, Αθήνα 2003 (Les Europeens, 2000)
  5. Williams Glyn, «Η περιπέτεια του Ειρηνικού» στο Παγκόσμια Ιστορία, τ 15, εκδ. Κ. Καπόπουλος, επιμ. Χ. Μπουλωτής, μτφρ. Δ. Θεοδωρακάτος,  Αθήνα 1992 (Time Life History of the World, 1991).