Φωτογραφικό άλμπουμ: κάποια παιδιά δε γιορτάζουν ποτέ

Φωτογραφικό άλμπουμ: κάποια παιδιά δε γιορτάζουν ποτέ

Παιδική Εργασία: Τότε και Τώρα

Τότε

Ως όρος εμφανίστηκε τον ύστερο 18ο αι. στη Β.Δ. Ευρώπη...Τον 19ο αι., στις εκβιομηχανιζόμενες ευρωπαϊκές χώρες, η παιδική εργασία σήμαινε την απασχόληση στη βιομηχανία, σε εργοστάσια, υφαντουργία, ορυχεία
Ως όρος εμφανίστηκε τον ύστερο 18ο αι. στη Β.Δ. Ευρώπη…Τον 19ο αι., στις εκβιομηχανιζόμενες ευρωπαϊκές χώρες, η παιδική εργασία σήμαινε την απασχόληση στη βιομηχανία, σε εργοστάσια, υφαντουργία, ο
Η παιδική εργασία δεν θεωρούνταν ιδιαίτερα παραγωγική, ενώ η αμοιβή της, στην Αγγλία των αρχών του 19ου αι, κυμαίνονταν μεταξύ 30-50% του μισθού των ενηλίκων.....Ιδιαίτερα στα μεγαλύτερα παιδιά, ήταν εμφανής ο διαφυλικός καταμερισμός, με τα κορίτσια να αναλαμβάνουν οικιακές εργασίες και τα αγόρια τις εξωτερικές.
Η παιδική εργασία δεν θεωρούνταν ιδιαίτερα παραγωγική, ενώ η αμοιβή της, στην Αγγλία των αρχών του 19ου αι, κυμαίνονταν μεταξύ 30-50% του μισθού των ενηλίκων…..Ιδιαίτερα στα μεγαλύτερα παιδιά, ήταν εμφανής ο διαφυλικός καταμερισμός, με τα κορίτσια να αναλαμβάνουν οικιακές εργασίες και τα αγόρια τις εξωτερικές.
Η παιδική εργασία δεν θεωρούνταν ιδιαίτερα παραγωγική, ενώ η αμοιβή της, στην Αγγλία των αρχών του 19ου αι, κυμαίνονταν μεταξύ 30-50% του μισθού των ενηλίκων.....Ιδιαίτερα στα μεγαλύτερα παιδιά, ήταν εμφανής ο διαφυλικός καταμερισμός, με τα κορίτσια να αναλαμβάνουν οικιακές εργασίες και τα αγόρια τις εξωτερικές.
Η παιδική εργασία δεν θεωρούνταν ιδιαίτερα παραγωγική, ενώ η αμοιβή της, στην Αγγλία των αρχών του 19ου αι, κυμαίνονταν μεταξύ 30-50% του μισθού των ενηλίκων…..Ιδιαίτερα στα μεγαλύτερα παιδιά, ήταν εμφανής ο διαφυλικός καταμερισμός, με τα κορίτσια να αναλαμβάνουν οικιακές εργασίες και τα αγόρια τις εξωτερικές.
Ο ρόλος των παιδιών που εργάζονταν στα εργοστάσια υπήρξε σημαντικός στην οικονομική ανάπτυξη της Βρετανίας, νωρίτερα από άλλες χώρες. Ωστόσο, η παιδική εργασία υπήρξε θεμελιώδης στη βιομηχανική ανάπτυξη όλων των ευρωπαϊκών χωρών....Στα τέλη του 18ου αι. οι εργοστασιάρχες, επιστράτευαν την παιδική εργασία από ιδρύματα εργασίας & ορφανοτροφεία.
Ο ρόλος των παιδιών που εργάζονταν στα εργοστάσια υπήρξε σημαντικός στην οικονομική ανάπτυξη της Βρετανίας, νωρίτερα από άλλες χώρες. Ωστόσο, η παιδική εργασία υπήρξε θεμελιώδης στη βιομηχανική ανάπτυξη όλων των ευρωπαϊκών χωρών….Στα τέλη του 18ου αι. οι εργοστασιάρχες, επιστράτευαν την παιδική εργασία από ιδρύματα εργασίας & ορφανοτροφεία.
Οι βασικοί λόγοι της παιδικής απασχόλησης στον δευτερογενή τομέα τον 19ο αι., ήταν παρόμοιοι σ’ όλες τις περιπτώσεις. Προϋπόθεση ήταν πως τα παιδιά ήταν κατάλληλα για την διεκπεραίωση συγκεκριμένων εργασιών, και η απασχόληση τους συνέφερε οικονομικά τους επιχειρηματίες, εφόσον κόστιζαν λιγότερο και ήταν πειθαρχημένα.
Οι βασικοί λόγοι της παιδικής απασχόλησης στον δευτερογενή τομέα τον 19ο αι., ήταν παρόμοιοι σ’ όλες τις περιπτώσεις. Προϋπόθεση ήταν πως τα παιδιά ήταν κατάλληλα για την διεκπεραίωση συγκεκριμένων εργασιών, και η απασχόληση τους συνέφερε οικονομικά τους επιχειρηματίες, εφόσον κόστιζαν λιγότερο και ήταν πειθαρχημένα.

Τώρα

Σήμερα, περίπου 215 εκατομμύρια παιδιά εργάζονται στον κόσμο, πολλά από αυτά με πλήρη απασχόληση. Αυτά τα παιδιά δεν πηγαίνουν σχολείο και δεν έχουν χρόνο για να παίζουν ενώ πολλά δεν λαμβάνουν τρόφιμα ή κατάλληλη φροντίδα. Έχουν στερηθεί δηλαδή την ευκαιρία να είναι παιδιά
Σήμερα, περίπου 215 εκατομμύρια παιδιά εργάζονται στον κόσμο, πολλά από αυτά με πλήρη απασχόληση. Αυτά τα παιδιά δεν πηγαίνουν σχολείο και δεν έχουν χρόνο για να παίζουν ενώ πολλά δεν λαμβάνουν τρόφιμα ή κατάλληλη φροντίδα. Έχουν στερηθεί δηλαδή την ευκαιρία να είναι παιδιά
Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, περισσότερα από 85 εκατομμύρια παιδιά ηλικίας 5 έως 17 ετών εργάζονται σε όλο τον κόσμο ενώ, σύμφωνα με τα στοιχεία της UNESCO, η πραγματικότητα της παιδικής εργασίας στην Ευρώπη είναι ζοφερή
Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, περισσότερα από 85 εκατομμύρια παιδιά ηλικίας 5 έως 17 ετών εργάζονται σε όλο τον κόσμο ενώ, σύμφωνα με τα στοιχεία της UNESCO, η πραγματικότητα της παιδικής εργασίας στην Ευρώπη είναι ζοφερή
 η οικονομία της Ευρώπης και της Δύσης γενικότερα, επωφελείται συχνά από την εκτεταμένη παιδική εργασία των χωρών του Τρίτου Κόσμου
η οικονομία της Ευρώπης και της Δύσης γενικότερα, επωφελείται συχνά από την εκτεταμένη παιδική εργασία των χωρών του Τρίτου Κόσμου
Ερευνητικά αποτελέσματα δείχνουν πως φτωχές & κοινωνικά αποκλεισμένες οικογένειες είναι πιθανότερο να μην μπορέσουν να ανταποκριθούν στη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για την νοητική & εκπαιδευτική ανάπτυξη των παιδιών τους
Ερευνητικά αποτελέσματα δείχνουν πως φτωχές & κοινωνικά αποκλεισμένες οικογένειες είναι πιθανότερο να μην μπορέσουν να ανταποκριθούν στη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για την νοητική & εκπαιδευτική ανάπτυξη των παιδιών τους
Σήμερα σε διεθνές επίπεδο πάνω από 200 εκατομμύρια παιδιά βρίσκονται υπό καθεστώς δουλείας ενώ κάθε 3 δευτερόλεπτα σε κάποιο σημείο του πλανήτη πεθαίνει ένα παιδί εξαιτίας της φτώχειας, δηλαδή 1.200 παιδιά ανά ώρα!!! Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από την τελευταία ετήσια Έκθεση για την Ανθρώπινη Ανάπτυξη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών,
Σήμερα σε διεθνές επίπεδο πάνω από 200 εκατομμύρια παιδιά βρίσκονται υπό καθεστώς δουλείας ενώ κάθε 3 δευτερόλεπτα σε κάποιο σημείο του πλανήτη πεθαίνει ένα παιδί εξαιτίας της φτώχειας, δηλαδή 1.200 παιδιά ανά ώρα!!! Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από την τελευταία ετήσια Έκθεση για την Ανθρώπινη Ανάπτυξη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών,
 Την ίδια στιγμή, στην χώρα μας 460.000 παιδιά ηλικίας κάτω των 18 ετών ζουν σε συνθήκες φτώχειας ενώ το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, χωρίς να συμπεριλαμβάνει τον πληθυσμό Ρομά και μεταναστών, υπολογίζει πως γύρω στις 40.000 παιδιά ετησίως εγκαταλείπουν το σχολείο πριν την ολοκλήρωση της εννιάχρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης και οδηγούνται στην αγορά εργασίας.
Την ίδια στιγμή, στην χώρα μας 460.000 παιδιά ηλικίας κάτω των 18 ετών ζουν σε συνθήκες φτώχειας ενώ το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, χωρίς να συμπεριλαμβάνει τον πληθυσμό Ρομά και μεταναστών, υπολογίζει πως γύρω στις 40.000 παιδιά ετησίως εγκαταλείπουν το σχολείο πριν την ολοκλήρωση της εννιάχρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης και οδηγούνται στην αγορά εργασίας.
ΜΠΑΓΚΛΑΝΤΕΣ: ΤΟΛΜΗΣΕ ΝΑ ΖΗΤΗΣΕΙ ΞΕΚΟΥΡΑΣΗ
Μπάγκλαντες: τόλμησε να ζητήσει ξεκούραση                                        Οι φωτογραφίες είναι από το διαδίκτυο/ επιμέλεια: Κωνσταντίνου Δημήτρης

 

 

 

ΕΝΤ

   

 Άλλαξε τον κόσμο: το ‘χει ανάγκη 

Xρειάζονται πολλά, τον κόσμο για ν’ αλλάξεις:
Oργή κι επιμονή. Γνώση κι αγανάχτηση.
Γρήγορη απόφαση, στόχαση βαθιά.
Ψυχρή υπομονή, κι ατέλειωτη καρτερία.
Kατανόηση της λεπτομέρειας και κατανόηση του συνόλου.
Mονάχα η πραγματικότητα μπορεί να μας μάθει πώς
την πραγματικότητα ν’ αλλάξουμε.

                 Μπ. Μπρεχτ

.

ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΜΕ ΑΥΤΗΝ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ από Δ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΜΕ ΑΥΤΗΝ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ από Δ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

ΥΠΕΡΠ ΜΕΤΑΝ.Οι αλλαγές που έλαβαν χώρα στον κόσμο από την αυγή του 19ου αιώνα μέχρι τις μέρες μας, είναι τόσες πολλές και τέτοιας έκτασης που κάνουν τις δύο εποχές να φαντάζουν αρκετά μακρύτερα χρονικά από τα διακόσια περίπου χρόνια που τις χωρίζουν πραγματικά. Ωστόσο, πέραν της μετανάστευσης που καλούμαστε να εξετάσουμε για τις δύο χρονικές περιόδους, κοινό σημείο μεταξύ τους μοιάζει να είναι η εμφάνιση δύο φαινομένων που στην εξέλιξή τους θα ξεπερνούσαν τα όρια της Ευρώπης, αποκτώντας ουσιαστικά παγκόσμιο χαρακτήρα και επηρεάζοντας άμεσα και αυτό το φαινόμενο της μετανάστευσης. Το πρώτο, έχει να κάνει με ότι αποκαλούμε Βιομηχανική Επανάσταση1 το οποίο άλλαξε τη δομή και τη φύση της οικονομίας, τα θεμέλια της οποίας βασίζονταν στη γεωργία για δέκα χιλιάδες χρόνια περίπου. Το δεύτερο, αφορά την παγκοσμιοποίηση που επίσης έχει (και) οικονομική βάση και χαρακτήρα.

1 Η διένεξη μέρους της επιστημονικής κοινότητας για το αν είναι δόκιμη ή όχι η μεταφορά του όρου Επανάσταση από την πολιτική στην οικονομική ιστορία δε θα μας απασχολήσει εδώ, αλλά θα χρησιμοποιήσουμε τον όρο για λόγους συνεννόησης.

Σύμφωνα με τον ιστορικό E. Hobsbawm αποτέλεσμα της Βιομηχανικής Επανάστασης υπήρξε αφενός η συντριβή όλων των κοινωνικών δεσμών (πλην εκείνου του χρήματος) σε συνδυασμό με την εκτόξευση όλων των σχετικών με την οικονομία δεικτών (Hobsbawm, 1992: 52). Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος της προηγούμενης διαπίστωσης μοιάζει να είναι σε συμφωνία με τα στοιχεία που μας δίνει ο Pounds για τη συγκεκριμένη περίοδο, καθώς μαζί με τον υπερδιπλασιασμό του ευρωπαϊκού πληθυσμού, παραθέτει τον υπερδιπλασιασμό της αγροτικής παραγωγής, τον δεκαπλασιασμό της βιομηχανικής παραγωγής και τον εξαπλασιασμό το ευρωπαϊκού ακαθάριστου προϊόντος (Pounds, 2001: 171). Όμως πίσω από τους οικονομικούς δείκτες, κρύβονται βαθιές ανακατατάξεις και αλλαγές στον τρόπο ζωής των ευρωπαίων, γεγονός που μαρτυρά η μαζική μετανάστευση και η χωρίς προηγούμενο διόγκωση των αστικών κέντρων.

Τη μετανάστευση της συγκεκριμένης περιόδου μπορούμε να τη διακρίνουμε σε εσωτερική,

ΕΛΛΗΝΕΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ, ΥΠΟ ΑΘΛΙΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ, ΣΤΙΣ Η.Π.Α.
ΕΛΛΗΝΕΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ, ΥΠΟ ΑΘΛΙΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ, ΣΤΙΣ Η.Π.Α.

από την αγροτική ύπαιθρο κάθε ευρωπαϊκής χώρας προς τις μεγάλες πόλεις που είχαν βιομηχανική παραγωγή, ικανή να απασχολήσει εργατικά χέρια, και σε υπερπόντια, που αν και μικρότερης έκτασης από την προηγούμενη θα αποκτήσει βαρύνουσα σημασία (Pounds, 2001: 182). Αρχικά τουλάχιστον, τόπο προέλευσης των μεταναστών θα αποτελέσουν οι λιγότερο εύφορες αγροτικές εκτάσεις, ενώ όσο κυλούσε ο αιώνας θα συρρέουν στις πόλεις ακόμα και από περιοχές στις οποίες η γεωργία δεν ήταν αποδοτική, λόγω του ότι δεν χρειάζονταν πλέον τόσο εντατική εργασία όσο στο παρελθόν (Pounds, 2001: 182). Σε κάθε περίπτωση πάντως, ο βαθμός της μετανάστευσης έμοιαζε να κινούνταν με ρυθμούς αντιστρόφως ανάλογους της αγροτικής παραγωγής, δηλαδή σε τόπους ή χρονιές που η απόδοση της γης έπεφτε σε χαμηλά επίπεδα, αυξάνονταν ο αριθμός εκείνων που μετανάστευαν (Pounds, 2001: 184).

Μια ακόμα διάκριση που μπορούμε να κάνουμε, είναι αυτή μεταξύ της εποχικής και της μόνιμης μετανάστευσης. Στην αρχή του 19ου αιώνα, η πρώτη είχε προορισμό τις εγγύτερες πόλεις σε μικρή απόσταση από τον τόπο προέλευσης, αλλά ειδικά μετά εμφάνιση του ατμόπλοιου ακόμα και η υπερπόντια μετανάστευση μπορεί να λογαριάζονταν ως εποχική. Ωστόσο, εκείνο που ξεκινούσε σε αρκετές περιπτώσεις για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, μπορεί στην πορεία να μετατρέπονταν σε μόνιμο (Pounds, 2001: 182).

Επιπλέον, ο χαρακτήρας της μετανάστευσης της συγκεκριμένης περιόδου ήταν κυρίως προλεταριακός. Δηλαδή, ένα ογκώδες κύμα προερχόμενο από τις αγροτικές μάζες θα κατακλείσει τις πόλεις ώστε να εργαστεί στη βιομηχανία και στο εξής οφείλει να συμμορφωθεί σε πρωτοφανείς εργασιακές συνθήκες, όσον αφορά ωράρια και μισθολογικά συστήματα, ενώ επιπλέον δεν θα κατέχει το ίδιο τα μέσα παραγωγής. Το πλέον ευάλωτο τμήμα του, το όποιο χρησιμοποιείται σαν φθηνό εργατικό δυναμικό, αντλείται από τις τάξεις των παιδιών και των γυναικών (Γαγανάκης, 1999: 247).

ΠΟΛΕΜ ΜΕΤΑΝΕξαίρεση, λόγω των συνθηκών, στους παραπάνω κανόνες, φαίνεται πως αποτελούσαν οι Εβραίοι που δεν είχαν ούτε το δικαίωμα κατοχής γης, ούτε εκείνο της εγκατάστασης σε μεγάλες πόλεις. Έτσι, θα στραφούν σε μικρεμπόριο και σε χειρονακτικές τέχνες και όταν οι συνθήκες ευνόησαν ώστε να αποκτήσουν πλήρη δικαιώματα, όπως στην αυτοκρατορία των Αψβούργων το 1867 κι έπειτα στη Γερμανία το 1871, θα επιδοθούν στο εμπόριο και στις τραπεζικές επιχειρήσεις. Διαφορές παρουσίαζε όμως και η υπερπόντια μετακίνησή τους, αφενός γιατί δεν ήταν εποχική, αφετέρου διότι η απασχόλησή τους δεν ήταν αγροτική αλλά υπήρξαν τεχνίτες και έμποροι (Pounds, 2001: 188,189).

Μια από τις βασικότερες συνέπειες που είχαν οι εξελίξεις που περιγράψαμε, ήταν η ανακατανομή του αυξημένου ευρωπαϊκού πληθυσμού, με κατακόρυφη μεγέθυνση των μεγάλων πόλεων και των βιομηχανικών κέντρων, ενώ η ύπαιθρος παρέμεινε στάσιμη, είτε μειώθηκε ο πληθυσμός της. Χαρακτηριστικό είναι πως ο ευρωπαϊκός πληθυσμός υπερδιπλασιάστηκε τη στιγμή που ο αντίστοιχος αστικός εικοσαπλασιάστηκε (Pounds, 2001: 196). Πιθανά σε ολόκληρη τη δυτική Ευρώπη, μοναδική εξαίρεση να αποτελούσε η Ολλανδία, λόγω έλλειψης βιομηχανικής ανάπτυξης (Pounds, 2001: 192).

Ένα ακόμα χαρακτηριστικό των βιομηχανικών περιοχών, υπήρξε η μείωση των ρυθμών γεννήσεων και θανάτου συγκριτικά με την υπόλοιπη χώρα, όπως για παράδειγμα στον ιταλικό βορρά και στην Καταλονία. Αντίθετα σε περιοχές με προβιομηχανική οικονομία, η μόνη λύση στις τάσεις υπερπληθυσμού ήταν η μετανάστευση, όπως συνέβη στον ιταλικό νότο και στην Cuenea της Νέας Καστίλης (Pounds, 2001: 194).

Επιπλέον, στις αγροτικές περιοχές που ο πληθυσμός μειώθηκε λόγω της μετανάστευσης, το γεγονός είχε αντανάκλαση και στην πτώση των αναπτυξιακών ρυθμών (Pounds, 2001: 193). Αντίθετα, οι πρωτεύουσες και τα βιομηχανικά κέντρα αναπτύχθηκαν, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις δημιουργήθηκαν πόλεις απ’ την αρχή, χάρη στην ύπαρξη βιομηχανικής παραγωγής. Βέβαια, στις τελευταίες ήταν εμφανής η έλλειψη άλλων στρωμάτων πλην της εργατικής τάξης και υπολείπονταν στον τομέα των υπηρεσιών (Pounds, 2001: 196). Αναλογικά, οι μεγάλες πόλεις επέδειξαν μεγαλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης από τις μικρομεσαίες και παράλληλα εμφανίστηκε και ο τριτογενής τομέας των υπηρεσιών. Συνάμα, σε αρκετές μεγάλες πόλεις οι διοικητικές λειτουργίες έφτασαν σε βαθμό να υπερτερούν των άλλων τομέων της οικονομίας κι οι αγροτικές ασχολίες μειώθηκαν όπου δεν εξαλείφθηκαν εντελώς (Pounds, 2001: 198).

Ωστόσο, η αστικοποίηση και η εκβιομηχάνιση παρουσίαζαν και αρκετά σοβαρά προβλήματα,ΝΕΑ ΜΕΤΑΝ τουλάχιστον στην πρώτη φάση της ανάπτυξης και σε αρκετές περιπτώσεις μέχρι και την καμπή του εικοστού αιώνα. Οι πυκνοκατοικημένες εργατογειτονιές, πέρα από το πρόβλημα αισθητικής, λόγω της μονότονης ομοιομορφίας τους, έθεταν και σοβαρό ζήτημα υγιεινής, καθώς η πυκνή δόμηση και ο συνωστισμός ευνοούσαν τη μετάδοση ασθενειών. Επίσης, τα υποτυπώδη μέτρα υγιεινής σε συνδυασμό με το πρόβλημα έλλειψης καθαρού πόσιμου νερού που αντιμετώπιζαν αρκετές μεγάλες πόλεις απειλούσαν τη δημόσια υγεία , με αποτέλεσμα την εξάπλωση επιδημιών όπως η χολέρα. Επιπλέον, πρόσβαση στους τομείς της ενέργειας- αρχικά στο αέριο και στην συνέχεια στο ηλεκτρικό – είχαν πρόσβαση (όπως και σε καθαρό νερό), μόνο στις καλύτερες γειτονιές (Pounds, 2001: 202). Τέλος, όσο οι πόλεις μεγάλωναν, τόσο αναδεικνύονταν τα προβλήματα στις μετακινήσεις και τις μεταφορές. Έτσι, ευνοήθηκε η λύση των μαζικών μέσων μεταφοράς- λεωφορείων και τραμ- αρχικά ιππήλατων και στη συνέχεια ηλεκτρικών (Pounds, 2001: 202). Παράλληλα, καθώς το ζήτημα της τροφοδοσίας γίνονταν όλο και πιο επιτακτικό όσο μεγάλωνε η πόλη, οι αγορές εξειδικεύτηκαν και έγιναν μόνιμες, ενώ εργαστήρια παραγωγής τροφίμων απόκτησαν εργοστασιακή λειτουργία. Χάρη σ’ αυτές τις εξελίξεις, απομακρύνθηκε η απειλή των λιμών που έπληττε τα αστικά κέντρα κατά το παρελθόν (Pounds, 2001: 205).

Στον αιώνα που ακολούθησε, η μετανάστευση τόσο υπερπόντια -ειδικότερα τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα – όσο και εσωτερική εξακολουθούσε υφίσταται ως φαινόμενο της ευρωπαϊκής ηπείρου. Ειδικότερα μετά το πέρας του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου, οι βιομηχανικές χώρες της βόρειας Ευρώπης, τόσο λόγω μεγάλης καταστροφής σε παραγωγικές δυνάμεις, υποδομές κ.λ.π, όσο και λόγω έλλειψης εργατικού δυναμικού αποτέλεσαν τόπο προορισμού για εργάτες από τις χώρες της νότιας Ευρώπης. Ωστόσο, χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης περιόδου, αποτελούσε η οργανωμένη και κεντρικά σχεδιασμένη μετανάστευση από τις αναπτυγμένες χώρες του βορά, χάρη στην ικανότητα και την επιθυμία τους να απορροφούν εργατικό δυναμικό. Όμως, όπως θα δούμε στη συνέχεια, η συγκεκριμένη κατάσταση άρχισε να μεταβάλλεται στις τελευταίες δεκαετίες του αιώνα, μέχρι του σημείου να μιλάμε ακόμα και για αντιστροφή της κατάστασης σε κάποια επίπεδα.

Πιο συγκεκριμένα, μπορούμε να εντοπίσουμε αλλαγές που αφορούν τόσο την εσωτερική όσο και την εξωτερική μετανάστευση σε τέσσερα διαφορετικά επίπεδα: Το πρώτο αφορά τη σύνθεση των μεταναστών όπου διακρίνουμε μεγαλύτερη κινητικότητα των προσφύγων και των αδήλωτων μεταναστών είτε πρόκειται για εξωτερική μετανάστευση από Αφρική και Ασία, είτε για ομάδες από την ανατολική Ευρώπη. Μεγαλύτερη κινητικότητα εμφανίζει επίσης και η εσωτερική μετανάστευση μεσαίων και υψηλών στρωμάτων, όπου κατευθύνονται αφενός προς τις ευρωπαϊκές μητροπόλεις για εργασιακούς λόγους, αφετέρου σε τόπους που αποτελούσαν επιλογές διακοπών και αναψυχής. Παράλληλα, μαζί με την εμφάνιση των νέων ρευμάτων, μεγαλύτερη σημασία αποκτά η γυναικεία μετανάστευση. (Αράπογλου, 2008: 138,139)

Το δεύτερο επίπεδο συμπεριλαμβάνει τις αλλαγές των τόπων προέλευσης αλλά και των τόπων προορισμού των μεταναστών. Έτσι, ο ευρωπαϊκός νότος, ο οποίος αποτελούσε παραδοσιακά τόπο αποστολής έχει μετατραπεί σε τόπο υποδοχής μεταναστών. Τόπους αποστολής συνιστούν αφενός η Αφρική αλλά και η Ασία στην εξωτερική μετανάστευση, αφετέρου η βόρεια και η ανατολική Ευρώπη προς τον νότο. (Αράπογλου, 2008: 139)

Το τρίτο επίπεδο έχει να κάνει με την επαγγελματική διάρθρωση των μεταναστευτικών κοινοτήτων. Το πρότυπο του προλετάριου μετανάστη τείνει να αντικαταστήσει σε σημασία, εκείνο του μικρού εμπόρου και επιχειρηματία που διεξάγει διασυνοριακό εμπόριο μέσα από μικρές εθνοτικές επιχειρήσεις στον τόπο υποδοχής. Εξάλλου, στελέχη πολυεθνικών και επαγγελματίες από το χώρο των υπηρεσιών, έχουν τόπο προορισμού τις πιο αναπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες. Συνάμα, αυξάνονται οι περιπτώσεις μόνιμης εγκατάστασης σε τόπους που αποτελούσαν επιλογές αναψυχής. (Αράπογλου, 2008: 139)

Στο τελευταίο επίπεδο αντικατοπτρίζονται οι αλλαγές των τρόπων κινητοποίησης. Καθώς στα σύγχρονα ρεύματα οι ανισότητες δεν εδράζονται [πάντα] σε ταξικούς λόγους αλλά στη γεωγραφική κινητικότητα, όπως και στην αξιοποίηση σύγχρονων τεχνολογιών [βλέπε τηλεεργασία] από νέα κοινωνικά στρώματα (Αράπογλου, 2008: 139)

ΜΕΤΑΝΕιδικότερα για τους πρόσφυγες και την αδήλωτη μετανάστευση, δύο γεγονότα ήρθαν να διογκώσουν το ρεύμα προς τις ευρωπαϊκές χώρες του νότου. Το πρώτο χρονικά αφορά την κατάρρευση των ανατολικοευρωπαϊκών καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού με αποτέλεσμα τη δημιουργία μεταναστευτικών ρευμάτων από την ανατολική προς τη δυτική Ευρώπη. Το δεύτερο αφορά τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» που διεξάγουν οι Η.Π.Α. με τις συμμάχους τους και δημιουργεί κύματα Αφγανών προσφύγων και αλυσιδωτές αντιδράσεις στις γειτονικές χώρες (Λεοντίδου, 2008: 366). Ωστόσο, στη δεύτερη περίπτωση, όπως και σ’ αυτή των μεταναστών από την Αφρική δεν είναι πάντα καθαρό αν οι χώρες της νοτίου Ευρώπης αποτελούν πάντα τελικό προορισμό ή ενδιάμεσο σταθμό. Όπως και να έχει η γεωγραφική εγγύτητα, σε συνδυασμό με παραμέτρους όπως: η οικονομική ανάπτυξη της νοτίου Ευρώπης, η πολιτική αστάθεια αρκετών χωρών προέλευσης (όπως οι Βαλκανικές), η έλλειψη ετοιμότητας στη χάραξη μεταναστευτικής πολιτικής από τις χώρες προορισμού, η δημογραφική έκρηξη αφρικανικών πληθυσμών, υπήρξαν λόγοι διόγκωσης της αδήλωτης μετανάστευσης (Αράπογλου, 2008: 140)

Έτσι, η αντιμετώπιση στις χώρες υποδοχής παρουσιάζει μια πολυσημία που κυμαίνεται από την από την έξαρση του εθνικισμού και σε πιο ακραίες περιπτώσεις σε εκδήλωση ξενοφοβίας και ρατσισμού έως την εκδήλωση συναισθημάτων και πράξεων διεθνιστικής αλληλεγγύης και διοργάνωσης υποστηρικτικών εκδηλώσεων (Λεοντίδου, 2008: 369,374). Βέβαια, για την ελλειμματική ένταξη της συγκεκριμένης μερίδας μεταναστών που φτάνει μέχρι το βαθμό του κοινωνικού αποκλεισμού, μεγάλο βάρος πέφτει στις κυβερνήσεις και στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση σε επίπεδο κορυφής. Από τη μια, για την αντιρρεαλιστική αρχική πολιτική της «Ευρώπης –φρούριο», που είχε στόχο να αποκλείσει τους μετανάστες από Αφρική, Ασία και Ανατολική Ευρώπη από τα εδάφη της. Από την άλλη, για την αδιαφορία ή την έλλειψη βούλησης ακόμα και σήμερα, να διασφαλίσει οικιστική και εργασιακή αποκατάσταση (Λεοντίδου, 2008:365,367).

Μολονότι η αντιμεταναστευτική ρητορεία, συνεπικουρούμενη σε αρκετές περιπτώσεις και από μερίδα των μέσων μαζικής επικοινωνίας, μετατοπίζει το βάρος κοινωνικών προβλημάτων, με πολλές φορές ατεκμηρίωτες κατηγορίες, για αύξηση της ανεργίας ή της εγκληματικότητας, στην αθρόα μετανάστευση. Στους μετανάστες μπορεί να πιστωθεί η συμβολή στην αναπαραγωγή και την ευημερία μεσοστρωμάτων των χωρών υποδοχής μέσω: της διατήρησης χαμηλού κατασκευαστικού κόστους στις παρυφές των πόλεων, απελευθέρωσης των γυναικών από το βάρος της οικιακής φροντίδας με αποτέλεσμα την ευκολότερη επαγγελματική αποκατάσταση των τελευταίων, την προσφορά εργασίας είτε σε παλιές μεταποιητικές μονάδες είτε σε παλιές και νέες βιομηχανικές συνοικίες, την ενίσχυση του εισοδήματος των μικρών ιδιοκτητών μέσω της ενοικίασης των παλιών οικιών στο κέντρο της πόλης, τη διατήρηση ή την επέκταση του κοινωνικού εξοπλισμού (Αράπογλου, 2008: 142).

Σ’ ένα άλλο επίπεδο η νέα μορφή μετανάστευσης μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων, σε αναζήτηση1 ενός ποιοτικότερου τρόπου ζωής, μοιάζει να έχει αντίστροφη κατεύθυνση από αυτήν που ακολουθούσε μεταπολεμικά η εσωτερική ευρωπαϊκή μετανάστευση για εργασιακούς λόγους. Όμως η κατεύθυνση από το βορά προς το νότο δεν αποτελεί τη μόνη αντιστροφή. Σε οικονομικό επίπεδο, αυτό το ρεύμα διακρίνεται περισσότερο για την κατανάλωση – ειδικά υπηρεσιών – παρά για την παραγωγή. Στον εργασιακό τομέα, η αξιοποίηση των δυνατοτήτων νέων τεχνολογιών, όπως η τηλεεργασία, επιτρέπει την μετακίνηση και ενεργών παραγωγικά τμημάτων, εκτός των συνταξιούχων. Επιπλέον, πολιτιστικά ενσωματώνεται αρκετά εύκολα, χωρίς να αντιμετωπίζει τον κίνδυνο της περιθωριοποίησης που διατρέχουν οι οικονομικοί μετανάστες και οι πρόσφυγες (Λεοντίδου, 2008: 373). Η συμβολή τους μπορεί να αναγνωριστεί στην αναβάθμιση οικισμών, μέσω χρημάτων που προσφέρουν για την συντήρηση παραδοσιακών οικισμών, αλλά και στην πληθυσμιακή σταθεροποίηση τόπων που κινδύνευαν με ερήμωση. Στον αντίποδα, η παρουσία τους ενθαρρύνει την τάση για «ξεπούλημα», ενώ επίσης υποβόσκει μια τάση αποκλεισμού των ντόπιων, είτε λόγω αδυναμίας των τελευταίων στην απόκτηση κατοικίας, είτε λόγω ιδιωτικοποίησης χώρων όπως οι ακτές (Λεοντίδου, 2008: 374).

Όπως γίνεται αντιληπτό, η μετανάστευση αποτελεί ένα πολυσύνθετο, πολυπαραγοντικό και πολυεπίπεδο φαινόμενο που αφορά μετακινήσεις πληθυσμών από τον τόπο προέλευσης στον τόπο προορισμού. Οι λόγοι αυτής της μετακίνησης μπορεί να είναι επίσης ποικίλοι και σύνθετοι ειδικά στις μέρες μας με τους περιορισμούς που θέτει αλλά και τις δυνατότητες που ανοίγει η παγκοσμιοποίηση. Από αυτήν την άποψη μια συγκριτική ανάλυση της μετανάστευσης, οφείλει να λαμβάνει υπ’ όψιν τόσο τα χαρακτηριστικά των πληθυσμών (εθνικά, ταξικά, πολιτιστικά κ.α.) που μετακινούνται, όσο και τις διεργασίες και τους λόγους (πολιτικούς, κοινωνικούς, οικονομικούς, πολιτισμικούς κ.λ.π) που ώθησαν στην μετακίνηση αυτή, και συνάμα, τη δυνατότητα αντικειμενικής εκτίμησης της διαμορφωθείσας κατάστασης στους τόπους προορισμού. Με αυτήν την έννοια η δυνατότητα αξιοποίηση της διεπιστημονικότητας, αντί της υιοθέτησης μιας μόνο διαίρεσης των ήδη υπαρχόντων κλάδων της γεωγραφίας, και μιας προσπάθειας σύνθεσης όλων των κλάδων της ανθρωπογεωγραφίας –Κοινωνική, πολιτική, Οικονομική κ.οκ- που θα συμπεριλαμβάνει όσο το δυνατόν περισσότερες πτυχές της πραγματικότητας, μοιάζει να είναι το προσφορότερο εργαλείο για ένα τόσο σύνθετο φαινόμενο όπως η μετανάστυευση.

.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. HobsbaumE./ H εποχή των επαναστάσεων 1789-1848/ σ. 52/ Εκδ. ΜΙΕΤ/ Αθήνα 1992

  2. PoundsN.J.G./ Ιστορική Γεωγραφία της Ευρώπης, τ’ Α/ Εκδ. Ε.Α.Π./ Πάτρα 2001

  3. Αράπογλου Βασίλης/ Ευρωπαϊκές Γεωγραφίες, Τεχνολογία και Υλικός Πολιτισμός/ Εκδ. Ε.Α.Π./Πάτρα 2008

  1. Γαγανάκης Κ/ Κοινωνική και Οικονομική Ιστορία της Ευρώπης/ Εκδ. ΕΑΠ/ Πάτρα 1999

  2. Λεοντίδου Λίλα/ Αγεωγράφητος Χώρα/Εκδ. Ελληνικά Γράμματα/ Αθήνα 2008

                                                                                                                                             Δ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

ΜΙΑ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΕΞΕΛΚΤΙΚΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΕΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ από Δ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

 ΜΙΑ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΕΞΕΛΚΤΙΚΗΣ ΠΟΡΕΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΕΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ από Δ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ        

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

human-evolution (1)

           ΠΡΩΤΟΓΟΝΗ ΕΠΟΧΗ:

Από τα πρώτα βήματα του ανθρώπου πάνω στη γη ξεκινάει ένας αδιάκοπος αγώνας με τη φύση για την εξασφάλιση τροφής, ένδυσης και στέγης. Μέσω της εργασίας του ο άνθρωπος διαμορφώνει το περιβάλλον του και ταυτόχρονα αλλάζει και ο ίδιος. Με μία έννοια αυτό που ξεχωρίζει τον άνθρωπο από τα ζώα είναι η ποικιλία με την οποία καλύπτει τις ανάγκες του.

Η εργασία στην πρωτόγονη εποχή περιορίζεται στη συλλογή καρπών και αργότερα στο κυνήγι. Τα πρώτα εργαλεία που χρησιμοποίησε ήταν λίθινα, ξύλινα και κοκάλινα. Σε αυτή την πρώτη φάση η οργάνωση της κοινωνίας μοιάζει να είναι απλή. Οι άντρες ασχολούνται κυρίως με το κυνήγι ενώ οι γυναίκες συλλογή καρπών, που αναλογούσε στο 60 % των αναγκών της τροφής και κυρίως αυτή ήταν προβλέψιμη.

Ταξικοί διαχωρισμοί δεν υπήρχαν, δεν υπήρχαν αρχηγοί, γινόταν αναγνώριση ξεχωριστών ταλέντων και εμπειριών των μελών, υπήρχε συλλογική λήψη αποφάσεων, έλειψη ιδιωτικής ζωής και ατομκής ιδιοκτησίας, καθώς για αυτήν την τελευταία δεν υπήρχε το έδαφος να επικρατήσει, έτσι ήταν ευκολότερη η διευθέτηση διαφωνιών και η ομάδα διακρινόταν από μια συλλογικότητα τόσο στη δίκαιη κατανομή τροφής όσο και στον καταμερισμό εργασίας.

Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από συνεχή μετανάστευση τόσο για λόγους αναζήτησης πλουσιότερων περιοχών για κυνήγι όσο και από την υπερβολική για τα δεδομένα της εποχής αύξηση του πλυθησμού. Το ότι το ανθρώπινο είδος κατάφερε να εποικήσει το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη οφείλεται στην ικανότητά του για συλλογική εργασία.

ΓΕΩΡΓΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ:

 

ΕΠΙΚΟΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΓΗΣ
ΕΠΙΚΟΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΓΗΣ

   Οι άνθρωποι απέκτησαν ανθρώπινη υπόσταση όταν άρχισαν να μιλούν, να χρησιμοποιούν εργαλεία και τη φωτιά. Έτσι υπερτερούσαν από τα άλλα ζώα. Ωστόσο είχαν μια βασική ομοιότητα με αυτά. Παρέμεναν κυνηγοί εξαρτώμενοι έτσι (σαν τα ζώα) από τις διαθέσεις της φύσης.

Η κατάσταση αυτή άλλαξε σταδιακά στους αιώνες πριν το 10.000 π.Χ. όταν έγινε δυνατή η παραγωγή τροφής από τον ίδιο τον άνθρωπο. Η λεγόμενη εξημέρωση των άγριων ως τότε, φυτών καθώς και των ζώων ήταν καθοριστική προς την κατεύθυνση αυτή, η οποία σηματοδότησε την αρχή της γεωργικής επανάστασης.

Στο σημαντικό αυτό σημείο της ανθρώπινης ιστορίας η γεωργία επικράτησε ως η κύρια εργασία του ανθρώπου. Η πρώτοι γεωργοί μετανάστευαν διαρκώς με σκοπό την ανακάλυψη πιο έφορων εδαφών και έτσι δημιουργούνταν νέα χωριά και κοινότητες.

Στην αρχή η γεωργία ήταν μια απλή υπόθεση: φύτεμα, σκάλισμα, κλάδεμα. Το πότισμα ήταν υπόθεση της βροχής. Με το πέρασμα των χρόναν όμως, αφού αναγνωρίστηκε η αξία του νερού για την καλή γεωργική παραγωγή, δημιουργήθηκαν καλλιέργειες στις πεδιάδες γύρω από ποταμούς και έτσι εμφανίστηκαν τα πρώτα αρδευτικά έργα. Η εφεύρεση του αρότρου και η βοηθητική εξημέρωση των ζώων βοήθησαν στην αύξηση της γεωργικής παραγωγικής διαδικασίας.

Η γεωργία έτσι έγινε πολυπλοκότερη αλλά και πολύ ικανή εργασία για την παραγωγή μεγάλης ποικιλίας τροφής.

Από την γεωργική επανάσταση και μετά μεγάλη πρόοδο παρουσίασαν οι τέχνες όπως κεραμική, υφαντουργία και μεταλουργία. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο άνθρωπος πλέον με τις γεωργικές και κτηνοτροφικές ασχολίες μένει μόνιμα σε ένα μέρος αποβάλοντας έτσι το φορτίο της συνεχής μεταφοράς εργαλείων από τόπο σε τόπο, κερδίζωντας ταυτόχρονα χρόνο για απασχόληση εξοπλίζωντας με τεχνικές κατασκευές τα μόνιμα νοικοκυριά του και τις ανάγκες που αυτά δημιουργούσαν.

Ιστορικά κάθε επανάσταση, σε θέματα τεχνογνωσίας συναρτήσει με την παραγωγή, είναι AGROTIKH ANARTIXIσυνυφασμένη και με μια μετέπειτα κοινωνική επανάσταση.

Στην γεωργική επανάσταση άλλαξε τόσο ο αριθμός των ανθρώπων και η ισορροπία των ανθρώπινων φυλών αλλά μπήκε και ένα τέλος στις ίσες σχέσεις μεταξύ αντρών και γυναικών. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά η διαχωριστική γραμμή μεταξύ της «εσωτερικής» εργασίας των γυναικών και της «εξωτερικής» των ανδρών. Οι γυναίκες έκαναν κατά γενικότερη παραδοχή λιγότερης σημασίας εργασία και θεωρούνταν έτσι φύλλο «δεύτερης κατηγορίας». Παίρνοντας οι άντρες το μονοπώλιο στη γεωργία, στα πρώτα βιοτεχνικά επαγγέλματα καθώς και θέσεις εξουσίας στα νεοσύστατα κράτη.

Ο ερχομός της γεωργίας έβαλε τέρμα στις ίσες ανθρώπινες κοινωνικές σχέσεις που ίσχυαν την τροφοσυλλεκτική περίοδο. Για πρώτη φορά δημιουργήθηκαν πλούσιοι και φτωχοί εφόσον με τη βελτίωση της τότε γεωργικής τεχνολογίας κάποιοι είχαν πλεόνασμα παραγωγής.

Σύντομα το πλεόνασμα αυτό αφαιρέθηκε μέσω της φορολογίας αλλά οι φόροι χρησιμοποιήθηκαν για να υποστηρίξουν μια νέα ηγετική ομάδα «ειδικών». Αυτοί σχημάτισαν μια ανώτερη και κυρίαρχη κοινωνική τάξη, που ζούσε μέσα στην πολυτέλεια, χωρίς να συμμετέχει στην καλλιέργεια της γης. Για πρώτη φορά λοιπόν οι ανθρώπινες κοινωνίες έγιναν ταξικές. Αποτελούνταν από μια μικρή ελίτ στην κορυφή και από την μεγάλη μάζα στη βάση.

Στην εξέλιξη του αυτός ο τρόπος παραγωγής οδήγησε στην ανάπτυξη πολιτισμών στην ανακάλυψη της γραφής και άλλων σπουδαίων επιτευγμάτων αλλά ταυτόχρονα και στην όξυνση των ανισοτήτων , στην εμφάνιση της δουλοκτησίας και στους πρώτους πολέμους μεταξύ ανταγωνιστικών ομάδων . Σε όλο το γνωστό αρχαίο κόσμο έχουμε ευρεία χρήση της θεσμού (πλέον) της δουλείας,  της βίας και της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο . Βέβαια θα πρέπει να επισημανθεί πως από τη στιγμή που εγκαθιδρύθηκε ο συγκεκριμένος τρόπος ζωής , με τα όποια πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα του , κατέστησε ανέφικτη κυρίως λόγω εκρηκτικής αύξησης του  πληθυσμού οποιαδήποτε απόπειρα για επιστροφή σε προηγούμενο τρόπο παραγωγής (για τους ίδιους λόγους είναι ουτοπικές οι ρομαντικές σκέψεις για επιστροφή σε προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής σήμερα) .

Το πέρασμα από την αρχαιότητα στον μεσαίωνα ακολουθεί και η διαφορετική οργάνωση της κοινωνίας από τις πόλεις κράτη και τις σχέσεις δουλοκτήτη – δούλου στις φεουδαρχικές κοινωνίες και τις σχέσεις φεουδάρχη- ακτήμονα , ο πρώτος παραχώρει εκτάσεις για καλλιέργεια και κάποια στοιχειώδη προστασία και ο δεύτερος είναι υποχρεωμένος να αποδίδει (επαχθείς ) φόρους από το προϊόν της παραγωγής του . Η σχέση υποτέλειας φτάνει ως το σημείο δικαιώματος ζωής ή θανάτου του πρώτου πάνω στο δεύτερο. Η τάξη των εμπόρων είναι εξαιρετικά

περιορισμένη εκείνη την περίοδο και σε αρκετές περιπτώσεις δεν απολαμβάνει κοινωνική καταξίωση , στην Ιαπωνία για παράδειγμα αν και οι έμποροι έχουν καλύτερο βιοτικό επίπεδο από αυτό των ακτημόνων στην κοινωνική ιεραρχία θεωρούνται κατώτεροι . Επί πλέον το καθεστώς των συντεχνιών ρύθμιζε για μακρό χρονικό διάστημα την άσκηση των επαγγελμάτων.

ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Ωστόσο από την εποχή της αναγέννησης (15ος αι) περίπου έχουμε νέα άνθηση του εμπορίου και συνακόλουθη αύξηση της τάξης των εμπόρων και ταυτόχρονα πύκνωση του πληθυσμού των πόλεων . Θα χρειαστεί να περάσουν 3 αιώνες ακόμα για ένα ριζοσπαστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας . Την εποχή του ατμού και της βιομηχανικής επανάστασης έχουμε την δημιουργία των πρώτων εργοστασίων (στην Αγγλία αρχικά ) και την ανάδειξη μιας δυναμικής αστικής τάξης που δε θα αργήσει να διεκδικήσει αλλού με ηπιότερους τρόπους αλλού με σκληρότερους τον έλεγχο από την παραδοσιακή αριστοκρατία ολόκληρης της κοινωνίας . Ταυτόχρονα έχουμε και την εμφάνιση μιας νέας τάξης , της εργατικής που δεν κατέχει τίποτα (προλετάριοι) και που για να επιβιώσει είναι υποχρεωμένη να πουλά την εργατική της δύναμη (σε συνθήκες αθλιότερες και από αυτές των ακτημόνων ) . Όσο επεκτείνεται ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής τόσο μεγαλώνει και το μέγεθος της εργατικής τάξης.

Ολόκληροι πληθυσμοί μεταναστεύουν από την ύπαιθρο προς τις πόλεις ψάχνοντας για δουλειά σε κάποιο  Β. ΕΠ 3εργοστάσιο. Οι συνθήκες εργασίας είναι τραγικές: ατέλειωτες ώρες εργασίας, έλλειψη στοιχειωδών κανόνων υγιεινής, παντελής απουσία ασφάλισης ή περίθαλψης, παιδική εργασία. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την εξάπλωση λοιμών, την μεγάλη θνησιμότητα, την απόλυτη εξαθλίωση της εργατικής τάξης. Στο νέο σύστημα η ικανότητα για εργασία γίνεται εμπόρευμα η τιμή του οποίου καθορίζεται ανταγωνιστικά. Ο εργάτης έχει να επιλέξει ανάμεσα στο να πουλήσει την εργατική του δύναμη ή να πεινάσει καθώς σε αντίθεση με τους αγρότες ή τους τεχνίτες του ύστερου μεσαίωνα έχει χάσει την άμεση πρόσβαση στα μέσα εξασφάλισης της επιβίωσής του. Επίσης ο καταμερισμός εργασίας και η επαγγελματική εξειδίκευση μεγαλώνουν σε βαθμό ασύληπτο για άλλες εποχές, αν στην εποχή του ο Όμηρος απαριθμεί 4 επαγγέλματα (ξύλο, μέταλλα, δέρμα, άργυλο) και την εποχή του Καρλομάγνου ήταν γνωστές 12 ειδικότητες τώρα ο εργάτης μπρεί να απασχολείται αποκλειστικά μπροστά από μια μηχανή χωρίς ποτέ να μπορεί να απολαύσει ολοκληρωμένο το αποτέλεσμα της εργασίας του.

Στην προσπάθεια τους να αντεπεξέλθουν και να προστατευτούν οι εργάτες ανέπτυξαν σύντομα ένα ομαδικό πνεύμα πειθαρχίας και μαχητικότητας, άρχισαν να οργανώνονται σε συλλόγους (πρόδρομους των σημερινών συνδικάτων) και να διαπραγματεύονται καλύτερες συνθήκες εργασίας και αμοιβής, προσφεύγοντας και σε απεργία αν χρειάζονταν.

Φυσικό επακόλουθο της αλλαγής τρόπου παραγωγής είναι ένας ραγδαίος κοινωνικός μετασχηματισμός και σφοδρές παράλληλα ταξικές συγκρούσεις. Κορυφαίο γεγονός ήταν το ξέσπασμα της Γαλλικής επανάστασης το 1789. Σ’ αυτό το θυελλώδη ξεσηκωμό μπορεί οι «αβράκωτοι» (απόκληροι) του Παρισιού να αποτελούν τον ατμό της επανάστασης που θα εισβάλει καυτός και θα κονιορτοποιήσει τις φυλακές της Βαστίλης – μισητό σύμβολο καταπίεσης – το «πιστόνι» που τον κατευθύνει όμως είναι η σχετικά νεόκοπη αστική τάξη που διεκδικεί αποφασιστικά την εξουσία από την παραδοσιακή αριστοκρατία. Μπορεί η έκρυθμη περίοδος που ακολούθησε να άνοιξε το δρόμο στον Ναπολέοντα και στην προσωρινή εγκαθίδρυση μιας νέας μοναρχίας ωστόσο μετά την επανάσταση τίποτα πια δε θα είναι ίδιο όπως παλιά. Το τέλος στη λαιμητόμο του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΣΤ και της συζύγου του Μαρίας Αντουανέτας αποτέλεσε ένα ηχηρό μήνυμα για όλους τους γνωστούς μονάρχες της εποχής. Κανείς τους πλέον δε θα νιώθει σίγουρος για το κεφάλι στους ώμους του και δε θα έχει την ίδια προθυμία και αυτοπεποίθηση να κυβερνάει ελέω Θεού.

Σους αιώνες που ακολούθησαν ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής επικράτησε σε παγκόσμιο επίπεδο. Λόγω μάλιστα των σύγχρονων αναγκών δίπλα στη βιομηχανική εργατική τάξη προστέθηκαν εκατομμύρια άνθρωποι που εργάζονται στις υπηρεσίες (υγεία, εκπαίδευση, οδηγοί σε μέσα μαζικής μεταφοράς, υπάλληλοι σε τράπεζες κ.τ.λ). Παράλληλα εργατικά δικαιώματα αποκτήθηκαν με σκληρούς αγώνες, θυσίες και αίμα.

   

ΔΕΙΚΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
ΔΕΙΚΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

     Στον 20ο αιώνα με την συνδυασμένη αλλά και ανισομερή ανάπτυξη σε διεθνές επίπεδο της οικονομίας έχουμε την εμφάνιση μιας τραγικής αντίφασης. Για πρώτη φορά η ανθρωπότητα είναι σε θέση να παράγει τόσο πλούτο που να ικανοποιήσει τις βασικές ανάγκες όλου του πληθυσμού της γης σε τροφή, υγεία, μόρφωση, ένδυση. Όμως αντί γι αυτό λόγω ανταγωνιστικών συμφερόντων των κεφαλαιοκρατών είχαμε δύο παγκόσμιους πολέμους και εκατοντάδες μικρότερους, λοιμούς φασισμούς και την απειλή ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος λόγω της διαμάχης των δύο μεγάλων ιμπεριαλιστικών υπερδυνάμεων Η.Π.Α και πρώην Ε.Σ.Σ.Δ. Επιπρόσθετα αξίζει να αναφερθεί πως ο παραλογισμός στο καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής είναι πως οι κρίσεις δεν οφείλονται πλέον σε φυσικές καταστροφές και έλλειψη σε αγαθά αλλά σε υπερπαραγωγή αυτών των αγαθών. Με πιο απλά λόγια στην Αφρική εκατομμύρια άνθρωποι πεθαίνουν από πείνα τη στιγμή που εκατοντάδες χιλιάδες τόνοι τροφίμων φυλάγονται σε κάποιες αποθήκες μέχρι να ανέβουν οι τιμές. Όπως επίσης εκατομμύρια άνθρωποι πεθαίνουν από ασθένειες σε όλο τον κόσμο ενώ οι μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες πατεντάρουν τα φάρμακα με σκοπό τη μεγιστοποίηση του κέρδους.

Στον αντίποδα όλων αυτών οι λαοί προσπάθησαν σε όλο τον 20ο αιώνα να δώσουν τη δική τους απάντηση και να φτιάξουν ένα πιο δίκαιο κόσμο με αγώνες, αντίσταση και επαναστάσεις. Το παράδειγμα της Οκτωβριανής επανάστασης στη Ρωσία το 1917 γέννησε ελπίδες στις καρδιές των εργατών σε όλο τον κόσμο καθώς υπήρξε η πρώτη νικηφόρα εργατική επανάσταση. Σε αυτήν ο απλός κόσμος εισβάλει στο προσκήνιο της ιστορίας για να διεκδικήσει για πρώτη φορά την εξουσία όχι για λογαριασμό κάποιων άλλων αλλά για τον ίδιο του τον εαυτό. Τα συνθήματα «όλη η εξουσία στα εργατικά συμβούλια» και το «οι νοικοκυρές στην κυβέρνηση» είναι χαρακτηριστικά της περιόδου. Όμως η προσπάθεια ριζώματος της δημοκρατίας στη σφαίρα της παραγωγής παρέμεινε ανολοκλήρωτη.

Έτσι η δημιουργία ενός δικαιότερου κόσμου όπου ο άνθρωπος θα αναγνωρίζει την εργασία ως δημιουργικό κομμάτι της ζωής του και όχι ως μιας θυσίας της ζωής του αποτελεί καθήκον του παρόντος και όραμα του μέλλοντος.

Βιβλιογραφία

Παγκόσμια ιστορία – Time life books

Η ιστορία του ανθρώπινου γένους/ Λ. Σταυριανός

Οι επαναστατικές ιδέες του Μαρξ / Α. Καλίνικος

Η οικονομία του τρελοκομείου/ Κ. Χάρμαν

Εγκυκλοπαίδεια – Πάπυρος Larousse Britannica

ΕΥΡΩΠΗ: ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΕΡΓΑΣΊΑ ΑΜΙΣΘΗ κ’ ΕΜΜΙΣΘΗ ΣΤΟΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ

ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑ, ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ & ΣΧΕΤΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ, 19ος αι. (Ποθητή Χαντζαρούλα)

ΓΥΝ.ΑΡΓΑΛΕΙΟΣ   Tο νέο στοιχείο κατά τη Βιομηχανική Επανάσταση, αφορά την έκταση ενσωμάτωσης της γυναικείας εργασίας στη ραγδαία επέκταση της εργοστασιακής & βιομηχανικής παραγωγής και, συνάμα, τη σχέση με χαμηλούς μισθούς, εντατικοποίηση και εργασιακή πειθαρχία.

Το φύλο αφορά τον τρόπο με τον οποίο οι σχέσεις μεταξύ αντρών και γυναικών γίνονται κατανοητές. Η γνώση για τη διαφορά των φύλων παράγεται μέσω θεσμών και καθημερινών πρακτικών και δεν αναφέρεται σε ανιστορικές οντότητες στη βάση σωματικών χαρακτηριστικών, αλλά στο πως αυτός ο διαχωρισμός διαμορφώθηκε σε συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες. Αφορά αντιλήψεις για ανδρικότητα & θηλυκότητα, δηλαδή τα χαρακτηριστικά που τους αποδίδονται. Συνεπώς το φύλο είναι κοινωνική και πολιτισμική κατηγορία. 

John Scott, επεξεργασία φύλου σε 2 επίπεδα

1. Φύλο συστατικό στοιχείο κοινωνικής ανάλυσης. Δηλαδή, κοινωνική & πολιτισμική η κατασκευή της έμφυλης διαφοράς. Φύλο θεμέλιο κοινωνικών θεσμών, οικογένεια, συγγένεια, καταμερισμός εργασίας, στην κοινωνική, οικονομική, πολιτική, πολιτισμική ζωή. Στο πολιτικό επίπεδο και στους θεσμούς, στην αγορά εργασίας μέσω έμφυλου καταμερισμού εργασίας, στο πολίτευμα μέσω αποκλεισμού γυναικών από τα πολιτικά δικαιώματα, και όχι μόνο, στο σύστημα οικογένειας, συγγένειας, νοικοκυριό. 

2. Φύλο, πρωταρχικός τρόπος νοηματοδότησης σχέσεων εξουσίας. Βάση κανονιστικών αξιών, σύστημα που παράγει νοήματα που πραγματώνονται στην κοινωνική ζωή, αναπαραστάσεις ανδρικότητας & θηλυκότητας και διαπλέκονται με ζητήματα εθνικότητας, φυλής και θρησκείας. Αυτές οι αξίες οργανώνονται δε διχοτομικά σχήματα αντιθέσεων που λειτουργούν ως αρχές κατανομής της εξουσίας.

Νέα κοινωνική ιστορία από τα κάτω, αμφισβήτησε την ταύτιση γυναικών με τον οίκο, όπως και τη φυσικότητα του καταμερισμού εργασία κατά φύλο.

Το φύλο για την Άβα Μπάρον, δεν αποτελεί υποφαινόμενο που εισάγεται στο χώρο εργασίας, αλλά παράγεται και αναπαράγεται στην εργασία. 

  Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΣΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Χειρωνακτική παραγωγή & Οικοτεχνία αποτελούν τις 2 μορφές παραγωγής που άνοιξαν το δρόμο στην εκβιομηχάνιση.

Η Οικοτεχνία της υπαίθρου αναπτύχθηκε κυρίως τον 17ο αι και αποτελούσε χαρακτηριστικό της πρωτοεκβιομηχάνισης, η οποία αποτέλεσε μοντέλο ερμηνείας της εκβιομηχάνισης. 

  Κατά τον Mendles, η πρωτοεκβιομηχάνιση οδήγησε στη Βιομηχανική Επανάσταση για τους εξής λόγους: α) αύξηση των εισοδημάτων οδήγησε στην δημογραφική ανάπτυξη, με απόρροια την ανατροπή ισορροπίας μεταξύ προσφοράς εργασίας & τοπικής αυτάρκειας. Η οικοτεχνία δημιούργησε τα απαραίτητα για τη Β. Επ. εργατικά χέρια. β) Συσσώρευση κεφαλαίου από τα κέρδη εμπόρων, ιδιοκτητών γης και εμπόρων καλλιεργητών, γ) απαιτούσε και παρήγαγε εξειδικευμένη γνώση της βιοτεχνικής οργάνωσης & εμπορίου και δημιούργησε το έδαφος για τεχνική εκπαίδευση και ένα νέο δυναμικό επιχειρηματιών, δ) έδωσε ώθηση σε αλλαγές στην οργάνωση εργασίας και σε νέες τεχνικές.

Επιπλέον, ο Χανς Μέντικ, εστίασε στα χαρακτηριστικά της «οικογενειακής οικονομίας» και τη στενή σχέση με την καπιταλιστική οργάνωση του εμπορίου, του συστήματος παραγγελιών, προώθησης και διάθεσης των προϊόντων. Η οικιακή οικονομία που βασίζονταν στη γη και τη μεταβίβασή της, μετασχηματίστηκε σε πρωτοβιομηχανική οικογενειακή οικονομία. Η λειτουργική σχέση μεταξύ οικογενειακής οικονομίας και εμπορευματικού κεφαλαίου, αποτέλεσε ένα σύνολο κοινωνικών σχέσεων παραγωγής, δίνοντας στη διαδικασία πρωτοεκβιομηχάνισης χαρακτηριστικά ενός κοινωνικο-οικονομικού συστήματος.

Αδύνατα σημεία του μοντέλου: α)αδυνατεί να συμπεριλάβει όλο το φάσμα δραστηριοτήτων, όπως μεταλλουργία, ορυχεία, β) ΓΥΝ ΟΡΥΧΕΙΟοικιακή παραγωγή άνθησε ήδη από τα τέλη του Μεσαίωνα, γεγονός που αποδυναμώνει τη θεωρία ομαλής μετάβασης από το ένα σύστημα στο άλλο, γ) Η Β. Επαν. Δεν μπορεί να ερμηνευτεί με βάση την οικοτεχνία, εφόσον η πρωτοεκβιομηχάνιση δεν εξελίχθηκε παντού σε εκβιομηχάνιση, όπως δείχνει η υφαντουργία, δ) η μετάβαση από το σπίτι στο εργοστάσιο δεν έγινε αυτόματα, ενώ συνυπήρχαν διαφορετικές μορφές οργάνωσης της παραγωγής, ε) η πρωτοεκβιομηχάνιση θεμελιώνει ως μοντέλο οργάνωσης της εργασίας την «οικογενειακή οικονομία», αλλά παραβλέπει την ανάγκη εργατικών χεριών εκτός οικογένειας. Επιπλέον, η θεωρία γεννά ερωτήματα για το πώς αντιλαμβανόμαστε την γυναικεία εργασία και τους οικογενειακούς ρόλους, τις έμφυλες σχέσεις και τη μορφή του νοικοκυριού. Συχνά εμπερικλείει, μονοδιάστατη και ομοιογενή γυναικεία εμπειρία, καθώς παραβλέπεται ο κύκλος ζωής.

Το νοικοκυριό αποτέλεσε ευρύτερη έννοια απ’ αυτή του 19ου αι, και τον 20ο αι. αποτέλεσε τη βασική παραγωγική μονάδα και η οικογένεια τη βασική πηγή εργασίας. Κατά το μοντέλο της μετάβασης, η οικογενειακή οικονομία αντικαθίσταται από το «σύστημα οικογενειακών νοικοκυριών», με τη μισθωτή εργασία να κατέχει μικρό ρόλο.

Οι οικογενειακές στρατηγικές που τροφοδότησαν την Β. Επ, τοποθέτησαν τη γυναίκα σε στρατηγική θέση, βάσει τομής τριών λειτουργιών: α) κατανάλωση, β) παραγωγή, γ)αναπαραγωγή. Ωστόσο, το μοντέλο παραγνωρίζει την εργασία των μελών της οικογένειας εκτός του νοικοκυριού. Οι οργανωτικές δομές καθόρισαν το μέτρο στο οποίο η γυναικεία εργασία, μεταφράζονταν σε ανεξάρτητα εισοδήματα, νέες θέσεις και ελευθερίες, στα πλαίσια της εμπορευματικής βιοτεχνικής παραγωγής. Πολλά ήταν μεγάλα εργαστήρια που συγκέντρωναν την οικιακή βιοτεχνία σε κοινή στέγη. Ενώ, οι οικογενειακές βιοτεχνίες δουλεύουν απευθείας για τον έμπορο, υπό την υπερεργολαβία των συζυγών ή σε μονάδες οικιακής παραγωγής.

Στη χειροτεχνική βιοτεχνία του 18ου αι., η γυναικεία προσφορά σε εργατικό δυναμικό ήταν σημαντικότατη, τόσο απ’ τα προηγούμενα, όσο κι απ’ τα επόμενα στάδια εκβιομηχάνισης. Αν και χαμηλόμισθη, η γυναικεία εργασία αυτής της οικογενειακής οικονομίας, είχε σημαντική συμβολή στο βιοτικό επίπεδο και στην αντιμετώπιση της ένδειας.

Τα εισοδήματα του αρχηγού της οικογένειας, αποτελούσαν καθοριστικό παράγοντα για τη συμμετοχή της γυναίκας στο εργοστασιακό δυναμικό, αν και η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου προέκυπτε από τη γυναικεία & παιδική εργασία. Όταν οι αμοιβές των γυναικών ήταν υψηλές, παρήγαν περιορισμένες δυνατότητες ανεξάρτητης διαβίωσης, όμως κάτι τέτοιο ήταν εφικτό για περιορισμένες φάσεις του κύκλου ζωής. Η μεγάλη συμμετοχή των γυναικών σε τομείς όπως η παραγωγή υφασμάτων, επηρέασαν την ανάπτυξη νέων βιομηχανιών και τεχνολογιών, που επινοήθηκε για τη χρήση της φθηνής εργασίας τους.

  ΚΑΤΑ ΦΥΛΟ ΚΑΤΑΜΕΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 

ΓΥΝ ΥΦΑΝΤ  Υπάρχει η αντίληψη, πως με τη Β. Επ και με τη μετατόπιση της εργασίας από τον οίκο στο εργοστάσιο, οι γυναίκες ήρθαν σε μειονεκτική θέση, λόγω της εκβιομηχάνισης, του καπιταλισμού και της εκμηχάνισης. Παράλληλα, οι γυναικείες θέσεις περάσανε στους άντρες, λόγω της εκμηχάνισης. Ωστόσο, η εικόνα για τη θέση της γυναίκας τον 18ο αι, είναι μάλλον στρεβλή.

Οι δημογραφικές αλλαγές του 18ου αι, δημιούργησαν νέες ηλιακές και έμφυλες ισορροπίες (οι γυναίκες παντρεύονταν σε μεγαλύτερη ηλικία, υψηλότερα πόστα ανύπαντρων & χήρων απ’ ότι τον 19ο αι), καθώς οι ενήλικες γυναίκες εξαρτιόταν από τη νηματουργία και τη γεωργική εργασία που αποτελούσαν επισφαλή απασχόληση στα τέλη του 18ου αι. Επιπλέον έπαιρναν λιγότερα χρήματα και αποτελούσαν κύρια ομάδα προσφυγής στην πρόνοια. Όπως και σήμερα κατηγορίες γυναίκας και φτώχειας συγκλίνουν. 

Από τον 15ο αι., οι συντεχνίες θέτουν περιορισμούς στη γυναικεία συμμετοχή. Από τον 16 αι, η συμμετοχή τους περιορίστηκε σε χαμηλού κύρους εργασίες. Η αστική ανάπτυξη, αν και δημιουργεί πληθώρα εργασιών, επιπλέον περιόρισε την πρόσβασή τους σε αρκετά επαγγέλματα. Επιπλέον, η μεταφορά της παραγωγής απ’ τους εμπόρους εκτός της εμβέλειας των συντεχνιών, επέφερε περιορισμούς από τις συντεχνίες και ταύτιση με συγκεκριμένα επαγγέλματα. Αποτέλεσμα υπήρξε, η αποχώρηση των γυναικών από τις συντεχνίες και την προσχώρηση στην οικοτεχνία..

Ως το τέλος του 17ου αι., οι η γυναικεία εργασία είχε αλλάξει χαρακτήρα και συνέβαλε στην ανάπτυξη της οικιακής βιοτεχνίας, κυρίως της υφαντουργίας. 

Η μαθητεία, αποτελούσε μηχανισμό ελέγχου των γυναικών στην κοινωνία και προστασίας των αντρικών προνομίων. Οι ορισμοί ειδίκευσης & μη ειδίκευσης, αντανακλούν έμφυλες διακρίσεις, παρά τεχνικά χαρακτηριστικά της εργασίας.

Η ευελιξία της γυναικείας εργασίας, έστρεψε πολλούς εμπόρους στην ύπαιθρο. Αν και η γυναικεία εργασία, περιστασιακή και ακανόνιστη, συνέβαλε στην επιβίωση πολλών επιχειρήσεων.

Από τον 18ο αι., ανάδυση της μισθωτής εργασίας σε πόλη & ύπαιθρο. Αν και οι χαμηλοί μισθοί των γυναικών, σπάνια διασφάλιζαν την ανεξάρτητη διαβίωση.

 ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ (1760-1820) & ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑ.

Η σύγχρονη έρευνα έχει αμφισβητήσει την Βιομηχανική Επανάσταση ως περίοδο θεμελιώδους οικονομικού & τεχνολογικού μετασχηματισμού.

Νέοι δείκτες οικονομικής μεγέθυνσής δείχνουν προς την κατεύθυνση της συνέχειας, παρά της ασυνέχειας στην αύξηση των Γ. ΟΜεκροών και της παραγωγικότητας, κατά τη διάρκεια της κλασικής Β. Επ. στην Αγγλία. Η κυρίαρχη άποψη συνίσταται στο ότι υπάρχει συνέχεια παρά ρήξη, χαμηλή παραγωγικότητα, συγκέντρωση του ανδρικού δυναμικού στις παραδοσιακές βιομηχανίες, οι οποίες δε γνώρισαν τεχνικές & οργανωτικές μεταβολές. Βασικό επιχείρημα αποτελεί επίσης, πως το αντρικό δυναμικό δεν βρίσκεται στις βιομηχανίες που απευθύνονταν στις μακρινές αγορές.

 

Σημαντική απουσία από τη συζήτηση, αποτελεί το ζήτημα συμβολής της γυναικείας εργασίας και των μισθών στην κατασκευή των δεικτών της οικονομικής αλλαγής. 

 

Κατά τον Berg, η εικόνα για τη χαμηλή παραγωγικότητα έχει διαστρεβλωθεί, καθώς εστιάζουμε σε λάθος εργατικό δυναμικό, όσον αφορά τη συμμετοχή στη βιομηχανία. Μόνο το 10% του αντρικού δυναμικού απασχολούνταν στις μεγάλης κλίμακας και υψηλής παραγωγικότητας βιομηχανίες. Αντίθετα, οι γυναίκες απασχολήθηκαν στις υψηλής παραγωγικότητας βιομηχανίες.

Στης μεγάλης κλίμακας υφαντουργικά εργοστάσια – τον κεντρικό παράγοντα «δυναμισμού»- οι γυναίκες & τα παιδιά αποτελούσαν την πλειοψηφία του εργατικού δυναμικού. 

  ΜΟΡΦΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ, ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ & Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ

Γ. ΙΔ  ΤΟ ΟΙΚΙΑΚΟ ΙΔΕΩΔΕΣ ΤΟ 19ο αι.

 Μοντέλο οργάνωσης της κοινωνικής ζωής του 19ου αι. υπήρξε ο διαχωρισμός ιδιωτικής & δημόσιας σφαίρας. Σε καθεμιά αντιστοιχούσε διαφορετικός ρόλος για άντρες & γυναίκες.

 Οικιακό ιδεώδες γυναικών: οίκος, φροντίδα οικογένειας, αποτελούσε ιδεολογία για τα φύλα αν και δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα των γυναικών της αστικής και της εργατικής τάξης. Ωστόσο, το οικιακό ιδεώδες επηρέασε τον τρόπο σκέψης & συμπεριφοράς στην κοινωνία. 

ΑΣΤΙΚΗ ΤΑΞΗ

Οι διαφοροποιήσεις, εθνικές, πολιτισμικές, τοπικές, ήταν μεγάλες στο εσωτερικό της ευρωπαϊκής αστικής τάξης. Όμως η ιδεολογία των χωριστών σφαιρών αποτελούσε μια πραγματικότητα για τις αστές, η οποία δεν συνιστούσε ρήξη με το παρελθόν. Η διαφορά έγκειται στην χωρίς προηγούμενο διεύρυνση της απήχησης αυτής της ιδεολογίας τον 19ο αι. 

Οι γυναικείες ιδιότητες & της θυληκότητας προϋπόθεταν: αγνότητα, ταπεινότητα, υπακοή και οικόσιτη συμπεριφορά.    Γ ΑΣΤ

Αντίστοιχες ιδιότητες για τους άντρες: δυναμισμός, αποφασιστικότητα, επινοητικότητα, λογική, δημιουργικότητα, εξυπνάδα.

Η οικογένεια ήταν το βασικό στοιχείο της νέας κοινωνικής οργάνωσης, με την γυναίκα να αποτελεί την καρδιά και τον άντρα την κεφαλή του σπιτιού. Ο ανδρισμός ταυτίστηκε με το ιδεώδες του κουβαλητή. 

 

ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ

Η έμμισθη οικιακή εργασία θεωρούνταν πως διασφαλίζει την ηθική ακεραιότητα των γυναικών της εργατικής τάξης, ενώ το εργοστάσιο άρχισε να αντιμετωπίζεται ως κίνδυνος. Ωστόσο, η απασχόληση των γυναικών στο αστικό σπίτι ως υπηρετριών, ραπτριών, αντί για προώθηση της αλληλεγγύης μεταξύ των γυναικών όξυνε τις ταξικές αντιθέσεις.

Η εκδοχή του οικιακού ιδεώδους, αποτελούσε σημαντικό στοιχείο της κουλτούρας της εργατικής τάξης. Για τους άντρες το να κρατούν τις γυναίκες στο σπίτι ήταν δείγμα αξιοπρέπειας, αλλά μόνο μια μικρή ομάδα τεχνιτών, μπορούσε να συντηρήσει την οικογένεια με το μισθό της. Επιπλέον, η αντίληψη σχετικά με τη γυναικεία εργασία δεν ήταν παντού ομοιόμορφη.

ΓΥΝ ΔΙΑΔΗΛ.  Η εργατική νομοθεσία της Ευρώπης αποδέχτηκε το αστικό μονοπώλιο, ιδιαίτερα από τα μέσα του 19ου αι.. Τα σωματεία ζητούσαν νομική μεταρρύθμιση στα πρότυπα της ζωής των αστών. Ενώ οι στρατηγικές αποκλεισμού των γυναικών από τις πιο καλοπληρωμένες και ειδικευμένες εργασίες προϋπήρχαν του 19ου αι., η θέση των παντρεμένων γυναικών απέκτησε τεράστια σημασία: η προστατευτική νομοθεσία, η ιδεολογία του οικογενειακού μισθού και το οικογενειακό ιδεώδες διαμόρφωσαν την έμφυλη ανισότητα στην αγορά εργασίας και εγκαθίδρυσαν την ιεραρχική δομή που εξακολουθούσε να ισχύει και τον 20ο αι.

 

 Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΤΟΜΕΑ.

Περιφράξεις & εξειδίκευση σε Αγγλία & Γερμανία δημιούργησαν συστήματα εντατικής καλλιέργειας & αύξηση των καλλιεργειών για την αγορά. Οι αλλαγές καθόρισαν τις συνθήκες εργασίας των γυναικών, ενώ, όπου υπήρξε στροφή στην κτηνοτροφία οι γυναίκες περιθωριοποιήθηκαν. Η έμφαση στα σιτηρά σε βάρος της γαλακτοκομίας περιόρισε το ρόλο των γυναικών

Νέοι τύποι μηχανών, άλλαξαν τις αγροτικές εργασίες. Ενώ επικράτησε η μισθωτή εργασία και για τα 2 φύλα. Επίσης, οι αλλαγές των καλλιεργητικών πρακτικών, οδήγησε σε πιο καθαρό καταμερισμό εργασίας με έμφυλο χαρακτήρα και λιγότερη κοινή εργασία.

Η παγίωση της μεγάλης κλίμακας γεωργίας δε μείωσε τη γυναικεία εργασία, αφού η καλλιέργεια παρέμεινε εντατική. Αντίθετα, η γυναικεία δραστηριότητα αυξήθηκε, λόγω επέκτασης παραγωγής στην αγορά (περισσότερη εργασία).

Στη Σκωτία, η εξασφάλιση κοινοτικής γης και της μικρής καλλιέργειας ενισχύει τους έμφυλους ρόλους, μέσω διαφορετικών τύπων εργασιών για τις γυναίκες, και ενίσχυση της θέσης των αντρών με τη γη & τα ζώα, μέσω της ιδιοκτησίας.

Στις περισσότερες δυτικές χώρες, οι γυναίκες έχασαν την πρωτοκαθεδρία στην γαλακτοκομία. Η ύπαρξη αρκετών γυναικών στην γαλακτοκομία, δείχνει πως δεν εξωθήθηκαν να εγκαταλείψουν το επάγγελμα. Ωστόσο, η εμπορευματοποίηση και η εκμηχάνιση ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΜΩΡΟπεριόρισε εμφανώς τις γυναίκες.

Σε όλη την Ευρώπη, οι γυναίκες έτειναν να εγκαταλείψουν τη γεωργία όταν είχαν ευκαιρία. Εξαίρεση αποτελούν Ρωσία & Ιταλία που συνέβαλαν περισσότερο από το παρελθόν, είτε λόγω έλλειψη εναλλακτικών λύσεων, είτε για να μπορούν οι άντρες να ασχοληθούν με τη βιομηχανία.

Τα κύρια πεδία των γυναικών στην αγροτική εργασία ήταν, γεωργία & γαλακτοκομία. Παράλληλα, συμμετείχαν στις πιο σκληρές δουλειές, γεγονός που υποσκάπτει το επιχείρημα βιολογικών χαρακτηριστικών.

Δεν υπήρχε καθολικός διαχωρισμός της εργασίας.

 ΑΜΙΣΘΗ & ΕΜΜΙΣΘΗ ΟΙΚΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΊΑ

Το νοικοκυριό αν και διαχρονική δραστηριότητα δεν αναγνωρίζεται η σημασία του και το πλαίσιο πραγματοποίησης της οικιακής εργασίας. Η οικιακή εργασία απαξιώθηκε, λόγω της μη πληρωμής της και θεωρούνταν μη παραγωγική, χωρίς οικονομική αξία, η οποία δεν καταγράφονταν και παρέμενε αόρατη.

Στην απογραφή του 1881, το νοικοκυριό εξαιρέθηκε από την εργασία και οι νοικοκυρές ταξινομούνταν ως «μη απασχολούμενες». Οικιακά & παραγωγικότητα άρχισαν να παρουσιάζονται με αντιθετικούς όρους.

Η μεταφορά των αξιών της επιχειρηματικότητας στον οικιακό χώρο συνδέεται με την ανάδειξη του σπιτιού σε χώρο που αντανακλούσε την ευημερία της αστικής οικογένειας.

Η οικονομία αποτελούσε κυρίαρχη έννοια στη διεύθυνση του νοικοκυριού και κριτήριο για την αποτελεσματικότητά της. Η καθαριότητα ως νέα αξία είχε έμφυλη & ταξική έννοια.. Στη Δανία, η μετάβαση των γυναικών από την γαλακτοκομία στο νοικοκυριό συνδυάστηκε με την αλλαγή στα πρότυπα της οικιακής καθαριότητας.

Η έμμισθη οικιακή εργασία άρχισε να αποτελεί ξεχωριστή κατηγορία απασχόλησης που γνώρισε τεράστια άνθηση τον 19ο αι.. Συνδέθηκε με την αστικοποίηση και την ανάδυση του οικιακού ιδεώδους και έγινε θεσμός με τις δικές του ιεραρχίες και κανόνες. Αποτέλεσε κυρίαρχη επαγγελματική οδό για νεαρές γυναίκες, είτε για να συγκεντρώσουν την προίκα τους, είτε κυρίως για αυτοσυντήρηση και βοήθεια της οικογένειας.

Τον 19ο αι. η οικιακή εργασία αποτέλεσε γυναικείο επάγγελμα και άρχισε να ταυτίζεται με την εξάρτηση και την αιχμαλωσία. Ενώ οι άντρες απασχολούνταν στη βιομηχανία που θεωρούνταν ελκυστικότερη και με υψηλότερους μισθούς.

Το οικιακό επάγγελμα ήταν κυρίως αστικό φαινόμενο, αλλά ήταν συνηθισμένο και στα αγροτικά νοικοκυριά.

Πολλοί από τους εργοδότες ήταν συγγενείς κι αυτό συσκότιζε την εργασιακή σχέση και υπονόμευε την διαπραγματευτική δυνατότητα και το κύρος.

Η ζήτηση κράτησε τους μισθούς σε ψηλό επίπεδο. Οι αριθμοί αυξήθηκαν με ταχείς ρυθμούς το 1830 κι έφτασαν στο απόγειό τους στο τέλος του 19ου αι. Η απασχόληση αυξήθηκε από το 1880 ως τον Μεγάλο Πόλεμο. Ωστόσο, από τις αρχές του 20ου αι. άρχισε να αποτελεί ανεπιθύμητη επαγγελματική επιλογή.

Η οικιακή εργασία αποτέλεσε από τους κύριους λόγους εσωτερικής κυρίως μετανάστευσης και οι κοπέλες μετανάστευαν συνήθως μόνες και ήταν ανύπαντρες. Συχνά η εργασία αποτελούσε προετοιμασία για γάμο, ενώ η εργασία μπορούσε να γίνει και μόνιμη. Στην κατηγορία συμπεριλαμβάνονταν τόσο οι γυναίκες που έμεναν στα σπίτια, όσο κι εκείνες που έπλεναν ρούχα.

Οι εργοδότες ήταν αριστοκράτες & μεγαλοαστοί, που προσελάμβαναν συνήθως κοπέλες από την επαρχία καθώς θεωρούνταν περισσότερο υπάκουες και δίχως δεσμούς με την κοινότητα. Ωστόσο, η κακομεταχείρηση ήταν συνηθισμένη όπως και η απαγόρευση εξόδου. Ο χρόνος εργασίας ήταν στην απόλυτη δικαιοδοσία του εργοδότη. Οι μικροαστοί & τεχνίτες εργοδότες προσελάμβαναν από κοντινή περιοχή κι από την πόλη.

Οι τοπικές αρχές, ενορίες και ιερωμένοι έστρεφαν τα κορίτσια προς την έμμισθη οικιακή εργασία, καθώς θεωρούσαν πως εξασφάλιζε την ηθική τους ακεραιότητα, αν και η σεξουαλική βία και η παρενόχληση ήταν συχνή στον εργασιακό χώρο.

Οι γυναίκες έβλεπαν την οικιακή εργασία σαν ευκαιρία για είσοδο στην σύγχρονη ζωή και σαν δουλειά με προοπτική. Συνάμα, Γ ΣΠΙΤσυχνά ενάλλασσαν οικιακή με βιομηχανική εργασία. Ενώ την επιλογή του επαγγέλματος, καθόριζαν συνήθως τα μεγαλύτερα μέλη της οικογένειας.

Στις αρχές του 19ου αι., η οικιακή εργασία ήταν πιο προσοδοφόρα από εκείνη στα υφαντουργία, αλλά στο τέλος του αιώνα οι όροι αντιστράφηκαν. Βέβαια, οι υπολογισμοί είναι κατά προσέγγιση.

Λόγω έλλειψης πρόνοιας, οι υπηρέτριες εξαρτιόνταν από την καλή θέληση των εργοδοτών. Συνήθως τις αντικαθιστούσαν όταν ήταν άρρωστες ή ηλικιωμένες και κατέληγαν σε ανείπωτη φτώχια. Οι ψυχολογικές διαταραχές αποτελούσαν συχνό φαινόμενο. Επίσης, οι εργοδότες αρνούνταν συνήθως την παροχή συστατικών επιστολών, κάτι που δυσχέραινε την εξεύρεση νέας εργασίας και στόχευε στον περιορισμό της κινητικότητας στην εργασία και στην εξεύρεση καλύτερης θέσης.

  Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ

Τον 19ο αι., η πολυπλοκότητα οργάνωσης της εργασίας στον εργασιακό χώρο, παρατηρείται σε επίπεδο εξειδίκευσης και καταμερισμού κατά φύλο και ηλικία. Συνάμα, υπάρχουν συνέχειες με το παρελθόν αναφορικά με τον τύπο της εργασίας της περιόδου. Η γυναικεία σχέση με το νοικοκυριό και την οικογένεια, διαμόρφωσε τον τρόπο που έβλεπε την εργασία, ενώ η γυναικεία απασχόληση μεταβάλλονταν ανάλογα με την πορεία ζωής των γυναικών. Η εργασία τους είχε τις ρίζες της στις παραδόσεις της αγροτικής κοινωνίας και αυτή η λογική συνέχισε να επιβιώνει στη βιομηχανική και αστική κοινωνία.

Το εργοστασιακό σύστημα θεωρούνταν η μεγάλη εξέλιξη του 19ου αι στη βιομηχανία. Στην πραγματικότητα δεν απασχολούσαν ποτέ την πλειοψηφία των εργατών, είτε την πλειοψηφία των γυναικών.

Τα μεγάλα εργοστάσια δημιουργούσαν καταμερισμό της εργασίας, που περιλάμβανε ανειδίκευτες εργασίες, που μπορούσαν να γίνουν είτε στο χέρι, είτε με μικρές μηχανές στο σπίτι.

Επίσης, διατηρήθηκαν άλλες μέθοδοι παραγωγής που βάση τους ήταν τα εργαστήρια, τα αγροτικά επαγγέλματα και η οικοτεχνία.

Η ανάπτυξη των εργοστασίων συχνά έδωσε ώθηση στη δουλειά στο σπίτι, ενώ οι φθηνές χειρονακτικές τεχνολογίες καθυστέρησαν την πλήρη εκμηχάνιση.

Κλασικό παράδειγμα συγκεντροποίησης αποτελούσε το υφαντουργείο που έτεινε να επισκιάσει τις άλλες όψεις της γυναικείας εργασίας. Η γυναίκες που δούλευαν σ’ αυτά συμβόλιζαν την απόκλιση της εργατικής τάξης από την αστική, καθώς οι εργάτριες αδυνατούσαν να φροντίσουν το σπίτι και την οικογένεια όπως έπρεπε.

Σ’ όλη την Ευρώπη, πολλές διαδικασίες μεταφέρθηκαν στα εργοστάσια και σε μεγάλα εργαστήρια, κυρίως μεταξύ 1820-1870. Όμως η συγκεντροποίηση δε συνέβη χρονολογικά ή γεωγραφικά ταυτόχρονα. Η σημαντική αλλαγή ήταν η συγκεντροποίηση και ο καταμερισμός εργασίας που οδηγούσαν σε εξειδίκευσή και «απ-ειδίκευση». Οργανωτικές αλλαγές μετέβαλλαν τα μοντέλα εργασίας. Αναπαράγονταν χειρονακτικές πρακτικές σε μεγάλη κλίμακα που καθυστέρησαν τη μετάβαση σε ατμοκίνητα εργοστάσια.

Λόγω ύφεσης των αγροτικών βιοτεχνιών συρρικνώθηκαν οι εργασιακές ευκαιρίες για τις γυναίκες. Συνάμα, ενισχύθηκε ο καταμερισμός με τα 2 φύλα να εργάζονται σε διαφορετικούς τομείς. Οι άντρες αναλάμβαναν την ειδικευμένη εργασία, ενώ οι γυναίκες ήταν χειρίστριες. Ταυτόχρονα νέες δουλειές δημιουργήθηκαν για τις γυναίκες, αφού νέα προϊόντα παράγονταν για νέες αγορές σε εσωτερικό και εξωτερικό.

Από το 1851, στη Βρετανία οι γυναίκες αποκλείστηκαν από τους νέους βιομηχανικούς κλάδους. Όμως ο αριθμός τους αυξάνονταν στους τομείς που είχαν ήδη ψηλή παρουσία.

Η απώλεια εργασίας λόγω παρακμής της αγροτικής βιοτεχνίας δεν αντικαταστάθηκε από την εργασία στο εργοστάσιο. Με το χρόνο άλλαξαν οι επιλογές τους κι από την έμμισθη οικιακή εργασία προτιμούσαν το εργοστάσιο. Αντί της οικοτεχνίας εκτελούσαν καθήκοντα που δεν ήταν οικογενειακά. Όμως οι επιλογές τους καθορίζονταν σε μεγάλο βαθμό από τις αντιλήψεις για το ρόλο και τη θέση των γυναικών, από τοπικές αντιλήψεις και από αλλαγές από τόπο σε τόπο.

Παρά την αύξηση της γυναικείας εργασίας στα εργοστάσια, η νέα εργασία δεν παρείχε αρκετές ευκαιρίες.

Η πλειοψηφία των γυναικών στα εργοστάσια ήταν ανύπαντρες και νέες. Από τις παντρεμένες, περισσότερες θέσεις είχαν όσες δεν είχαν παιδία και λιγότερες όσες είχαν παιδιά κάτω των 5 ετών. Επίσης, το ποσοστό των εργαζόμενων γυναικών έφθινε όσο μεγάλωναν τα παιδιά και μπορούσαν να εργαστούν. Ενώ υπήρχαν ενδείξεις πως μητέρες και κόρες άλλαζαν ρόλους στην εργασία.

  ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΩΝ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ

Στο σύστημα παραγγελιών στο σπίτι χρησιμοποιούνταν μεσάζοντες για τη διανομή και τη συλλογή αγαθών στη χαμηλότερη δυνατή τιμή. Χαρακτηριστικό ήταν η ακανόνιστη ζήτηση της αγοράς. Το διασκορπισμένο εργατικό δυναμικό επέτρεπε ευελιξία, ώστε οι έμποροι να μπορούν να ανταποκρίνονται στην ακανόνιστη ζήτηση της αγοράς. Εποχιακά καταναλωτικά αγαθά στήριζαν το σύστημα που εξυπηρετούσε τόσο την αναζήτηση του καπιταλισμού για φθηνή εργασία, όσο και την ανάγκη των γυναικών για μισθό. Οι χαμηλές αμοιβές δικαιολογούνταν από τους εργοδότες, πως η εργασία στο σπίτι συνιστούσε ανειδίκευτη εργασία. Το εργατικό δυναμικό παρέμενε αόρατο, αν και αντανακλούσε ευρύτερη αγορά εργασίας για τις γυναίκες. Το μεγαλύτερο ποσοστό ήταν παντρεμένες.

  ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

Πολλές εργασίες γυναικών δεν καταγράφονταν στις κατηγορίες στατιστικής. Ενώ οι γυναίκες συμμετείχαν σε δραστηριότητες σ’ όλο το κοινωνικό φάσμα. Πολλές κέρδιζαν τη συντήρησή τους μόνες τους ή βοηθούσαν τους άντρες και τους συγγενείς στη δουλειά τους. Τον 19ο αι, σε συνεργασία με άντρες, συχνά λόγω νομικών παραγόντων, είχαν επιχειρήσεις, ενώ οι χήρες διατηρούσαν τις επιχειρήσεις του άντρα τους.

Με την ενίσχυση των αστικών ιδεωδών από τα μέσα του 19ου αι., οι επιχειρήσεις απομακρύνθηκαν από το χώρο του σπιτιού και λιγότερες γυναίκες ασχολούνταν με εμπορικές επιχειρήσεις.

Οι οικογενειακές επιχειρήσεις ήταν συνήθως άτυπες. Οι γυναίκες ήταν βασικοί εταίροι ετοίμαζαν τα γεύματα, παρέχοντας στέγη, εργασία και πλύσιμο στο εργατικό δυναμικό. Επίσης, διοικούσαν το νοικοκυριό, ασχολούνταν με τους πελάτες, επόπτευαν το εργαστήριο κατά την απουσία του άντρα τους.

Γυναίκες με μικρό κεφάλαιο συχνά το επένδυαν σε ανεξάρτητες επιχειρήσεις, ξεχωριστά από τις οικογενειακές και πουλούσαν για λογαριασμό τους.

Χήρες τεχνιτών, συχνά επένδυαν την προίκα ανοίγοντας μικρές επιχειρήσεις. Πολλές ήταν πλανόδιοι έμποροι. Άλλες, νοίκιαζαν δωμάτια που παρείχαν υπηρεσίες.

Στις αστές, συχνή ήταν η φιλανθρωπία, καθώς η «εργασία» δεν ήταν δείγμα ευγένειας.

Από τα μέσα του 19ου, επαγγέλματα όπως: νοσοκόμες, δασκάλες, υπάλληλοι προσέφεραν νέες προοπτικές.

  Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ & Ο ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΣ ΜΙΣΘΟΣ

Η ταύτιση της εργασίας με τη μισθωτή εργασία τον 19ο αι., οδήγησε στη θεώρησή της ως αρσενικής ιδιότητάς. Σ’ όλη την   Γ ΤΕΛΕυρώπη, ο άντρας έπρεπε να συντηρεί τον ίδιο, την γυναίκα και τα παιδιά.

Από θεωρητικούς της πολιτικής οικονομίας, ο γυναικείος μισθός ορίζονταν ως συμπληρωματικός, με συνέπεια την τεράστια ασυμμετρία μισθών και παγίωση της αντίληψης πως οι γυναίκες εξαρτώνται από τους άντρες για τη συντήρησή τους. Οι μισθοί των αντρών κάλυπταν το κόστος συντήρησης και αναπαραγωγής, ενώ των γυναικών δεν επαρκούσε ούτε για τις ίδιες. Η εργασία τους θεωρούνταν μη παραγωγική.

Αφενός ο μισθός των γυναικών ήταν μικρός γιατί η εργασία τους θεωρούνταν μη παραγωγική, αφετέρου ο χαμηλός μισθός θεωρούνταν απόδειξη χαμηλής παραγωγικότητας. Τα γυναικεία αγαθά πωλούνταν φθηνότερα, λόγω απαξίωσης της γυναικείας εργασίας. Σ’ όλη την Ευρώπη, ο γυναικείο μισθός κυμαίνονταν μεταξύ 1/3 έως ½ του αντρικού.

Η ιδέα του οικογενειακού μισθού, έπαιρνε ρόλο διαπραγματευτικού εργαλείου των ειδικευμένων τεχνιτών, που δημιούργησαν τα πρώτα συνδικάτα ενάντια στους εργοδότες. Πίστευαν πως ο οικογενειακός μισθός, δηλαδή ο δικός τους θα περιόριζε τη γυναικεία συμμετοχή στην αγορά εργασίας και θα μείωνε τον ανταγωνισμό, ενισχύονταν τη θέση τους απέναντι στους εργοδότες. Ωστόσο, στρέφονταν και εναντίον των γυναικών που θεωρούνταν σαν απειλή, και όχι των ανειδίκευτων εργάτων. Τέτοιες προσπάθειες μείωσαν ακόμα περισσότερο το γυναικείο μισθό και αύξησαν την εξάρτηση των παντρεμένων γυναικών από τους συζύγους τους, ενώ υπονόμευσαν τη θέση των ανύπαντρων. Η θέση της γυναίκας στην αγορά εργασίας έγινε ακόμα πιο μειονεκτική, αποδυναμώνοντας τη διεκδίκηση του δικαιώματος στην εργασία.

 ΠΗΓΕΣ

  1.    Γαγανάκης Κ, Κοινωνική και Οικονομική Ιστορία της Ευρώπης, Εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999

  2. Δρίτσα Μαργαρ. (επίμ)/ Θέματα οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας της Ευρώπης/ Εκδ. ΕΑΠ/ Πάτρα 2008

  3. Ράπτης Κώστας/ Γενική Ιστορία της Ευρώπης κατά τον 19ο και τον 20ο αιώνα/ Εκδόσεις ΕΑΠ/ Πάτρα 2000

                                                                                                                                                             

ΕΥΡΩΠΗ: ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ-ΑΝΑΔΥΣΗ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΔΙΚΤΥΩΝ/ΧΡΥΣΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ-ΔΙΜΕΤΑΛΛΙΣΜΟΣ-ΜΕΡΚΑΝΤΙΛΙΣΜΟΣ

 ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΕΣ & ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ. 18ος -20ος. ΑΝΑΔΥΣΗ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΔΙΚΤΥΩΝ.

ΑΤΜΟΜΗΧΑΝΗ   18ο & 19ο αι. μετανάστευση εμπορικών οικογενειών σε αναδυόμενα εμπορικά & χρηματιστικά κέντρα της Ευρώπης.

Νέες ειδικότητες και τεχνικές όπως:

Πίστωση με αποδοχή τίτλου: Πρακτική που καθιερώθηκε για μικροέμπορους που ήθελαν να εισαχθούν στο διεθνή στίβο. Οπισθογράφηση των εμπορικών γραμματίων τους από εύρωστους εμπορικούς οίκους για να γίνονται αποδεκτά από ξένους εξαγωγείς και από ντόπιους τραπεζίτες. Πρακτικά σήμαινε έκδοση τρίμηνης ή εξάμηνης συναλλαγματικής από τον εισαγωγέα πάνω στον τραπεζικό οίκο αποδοχής, η οποία εξοφλούνταν όταν επιθυμούσε ο πελάτης. Ο τραπεζικός οίκος κατόπιν είτε την κρατούσε, είτε τη μεταβίβαζε σε κάποιον ενδιάμεσο.

Βασική αρχή: η εμπορική πίστωση έπρεπε να βασίζεται σε πραγματική εμπορική συναλλαγή. Ωστόσο, οι καλοί πελάτες συχνά διευκολύνονταν και πριν τη σύναψη εμπορικής συμφωνίας. Όμως αυτό το «ανοιχτό δάνειο» ήταν ριψοκίνδυνο, γιατί ενθάρρυνε μακροχρόνιες καταχρήσεις 

Άλλη πρακτική, δανεισμός ξένων κυβερνήσεων

«Συναλλαγματική ευκολίας»: Διευκόλυνση ενός επιχειρηματία από άλλον, στη βάση αγοροπωλησίας που δεν συνέβη ποτέ.

Η σταθερή ανάπτυξη Κεντρικών τραπεζών, μείωσε την ανάγκη ριψοκίνδυνων πρακτικών.

         ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΤΥΑ/ ΔΙΕΘΝΗ ΔΑΝΕΙΑ

    Έλληνες τραπεζίτες δάνειζαν έναντι εντολών πληρωμής ή κρατικών χρεόγραφων, με υψηλότατους τόκους την Πύλη. Ήταν ιδανικά για κερδοσκοπία, αλλά δεν ευνοούσαν μεσοπρόθεσμες επενδύσεις, λόγω αστάθειας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Συνήθως χρησιμοποιούνταν ως ενέχυρα για λήψη βραχυπρόθεσμων δανείων από ευρωπαϊκές τράπεζες.

Η διασύνδεση τραπεζιτών της Πόλης με αυτούς της Μασσαλίας, ευνοούσε την προώθησή τους στην τράπεζα της Γαλλίας, καθώς τα χαμηλά επιτόκια της τελευταίας επέτρεπαν υψηλά κέρδη για όλους ΕΛΛΑΔΑτους εμπλεκόμενους.

 

Το καλό όνομα των Ελλήνων τραπεζιτών της Μασσαλίας, η ενασχόλησή τους με την «παραγωγή χρήματος», μέσω προεξόφλησης και οπισθογράφησης συναλλαγματικών, καθώς και η ισχυρή δικτύωση χαρακτήριζε τους Έλληνες επιχειρηματίες.

  ΝΟΜΙΣΜΑ & ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗ ΝΕΟΤΕΡΗ ΕΥΡΩΠΗ. ΜΟΡΦΕΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ & ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ (Κ. Μπρέγιαννη)

  ΤΟ ΝΟΜΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΤΩΝ ΠΡΩΙΜΩΝ ΝΕΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

Η μετάβαση στην εκχρηματισμένη οικονομία στους Νεότερους Χρόνους, συμπίπτει με τη γέννηση & ανάπτυξη της πιστωτικής λειτουργίας.

Η διαμόρφωση νομισματικών μηχανισμών συμπίπτει με την ανατροπή της νομισματικής ισορροπίας, λόγω εισροής πολύτιμου μετάλλου από το Νέο Κόσμο.

Από 16ο – 18ο αι. το νομισματικό παιχνίδι καθορίζεται από την επικράτηση χρυσών, ασημένιων και χάλκινων νομισμάτων.

Στους Πρώιμους Νέους Χρόνους, το νόμισμα διείσδυσε σε ορισμένα στρώματα πληθυσμού και ορισμένους τομείς της οικονομίας. Ωστόσο, στο νόμισμα αντανακλούνταν η οικονομική ευρωστία των κρατών.

Την ίδια περίοδο τα νομίσματα παίρνουν το όνομά τους από πρόσωπα, μέτρα βάρους, τοπωνύμια. Συχνά η ονομαστική τους αξία δεν ανταποκρίνονταν στην περιεκτικότητα τους σε πολύτιμο μέταλλο, έτσι λαμβάνονταν μέτρα ελέγχου και κατασταλτικά.

Το Μεσαίωνα ο νομισματικός κανόνας ήταν ο άργυρος. Από τον 13ο αι, κοπή χρυσών νομισμάτων, λόγω αύξησης του όγκου και της συχνότητας των συναλλαγών.

Η έξοδος από την κρίση του 14ου αι και οι αυξανόμενες ανάγκες σε συναλλαγματικά μέσα, οδήγησαν στην αναζήτηση πηγών χρυσού και αργύρου, γεγονός που αποτέλεσε έναν από τους λόγους ανακάλυψης του Νέου Κόσμου.

 

Η ανάπτυξη του εμπορίου από 16ο – 18ο αι., οδήγησε στην ανάγκη εθνικών νομισμάτων, αν και η διαδικασία ολοκληρώθηκε τον 19ο αι. Ωστόσο ήδη από Πρώιμους Νέους Χρόνους, διαφάνηκε η ανάγκη νομισματικών συστημάτων για τις ευρωπαϊκές οικονομίες.          

Μερκαντιλισμός: ποσοτική έκφραση των οικονομικών φαινομένων με έμφαση στην κυκλοφορία χρήματος και στον περιορισμό εκροής πολύτιμων μετάλλων από την εθνική επικράτεια.

Σύνδεση ανόδου των τιμών με αύξηση νομισμάτων και με εισροή πολύτιμων μετάλλων. Κλασικό παράδειγμα η Ισπανία Επίσης, η χρηματοδότηση των πολέμων των μοναρχών συνοδεύτηκε από αύξηση κοπής νομισμάτων με ίδιο αντίκρισμα και συνέβαλε στην κρίση.                 ΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΤΟΠΙΟ 2

Ωστόσο, δεν είναι βέβαιο ότι η ανακάλυψη της Λατινικής Αμερικής προκάλεσε την άνοδο των τιμών ή ενίσχυσε προϋπάρχουσα τάση της ευρωπαϊκής οικονομίας. Εξάλλου, η αύξηση της νομισματικής κυκλοφορίας λόγω εισροής πολύτιμων μετάλλων, ενίσχυσε τις εμπορικές συναλλαγές.

Η τάση «bullionism» θεωρούσε πως ο κρατικός πλούτος ταυτίζεται με την ύπαρξη πολύτιμων μετάλλων εντός της επικράτειας υπό τη μορφή νομισμάτων.

Η μεταβαλλόμενη σχέση ισοτιμίας μεταξύ αργυρών και χρυσών νομισμάτων, προκάλεσε την αποταμίευση και φυγάδευση εκτός των εθνικών συνόρων.

    Η νομισματική ανισορροπία προώθησε τον μερκαντιλισμό με στόχο τη διατήρηση των   αποθεμάτων εντός των εθνικών συνόρων.

  ΜΟΡΦΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΤΟΥ 19ου αι.

  ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Οι προσπάθειες υιοθέτησης κοινού νομισματικού συστήματος από τα ευρωπαϊκά κράτη, αποδίδονται στο κλίμα φιλελευθερισμού & στη σταδιακή διαδικασία διεθνοποίησης του κεφαλαίου.

Η ανάπτυξη διακρατικών εμπορικών δικτύων ήταν σημαντική για τη νομισματική σταθερότητα, καθώς διεύρυναν τα όρια της αγοράς.

Η διεθνής νομισματική μονάδα έπρεπε να στηρίζεται σε εύρος εξαγωγών. Εύλογα, η στερλίνα έγινε επιθυμητό νόμισμα.

Η 2η Β.Επανάσταση, λόγω βαριάς βιομηχανίας, προόδου συγκοινωνιών & επικοινωνιών, επενδύσεων των τραπεζών στο βιομηχανικό τομέα, υποβοήθησε τη διεθνοποίηση του κεφαλαίου.

Η εξέλιξη του τραπεζικού τομέα από τα μέσα του 19ου αι., οδηγεί σε εξειδίκευση του τραπεζικού μηχανισμού. Οι 2 κύριες λειτουργίες αποτελούν: α) εμπορική/ πιστωτική δραστηριότητα, β) έκδοση τραπεζογραμματίων. Σταδιακά, οι κεντρικές τράπεζες ταυτίζονται με την αποκλειστική εκδοτική λειτουργία, πλην Αγγλίας (και εμπόριο). Ο θεσμός των κεντρικών τραπεζών μοιάζει περισσότερο με ανταπόκριση στις ανάγκες της αγοράς, παρά κρατικό δημιούργημα.

Εδραίωση μετοχικών τραπεζικών συστημάτων και σύνδεση τραπεζικού & βιομηχανικού κεφαλαίου. Συνάμα, τεχνολογικές εξελίξεις και πρόοδος μεταφορών, οδηγούν σε διεθνοποίηση του κεφαλαίου στα τέλη του 19ου αι.

Τον ύστερο 19ο αι. ο καπιταλισμός ξεπερνά τα σύνορα των δυτικών κρατών, και πρώτες ύλες και επιχειρηματικές δραστηριότητες πορεύονται από εσωτερικό και εξωτερικό των αναπτυγμένων οικονομιών.

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1870, παγίωση οικονομικού φιλελευθερισμού με εξάλειψη δασμολογικών και περιφερειακών περιορισμών. Ο οικονομικός φιλελευθερισμός προϋποθέτει οικονομικές συνεργασίες. Οι ελεύθερες διακρατικές εμπορικές συναλλαγές, δημιουργούν οικονομική & ιδεολογική ατμόσφαιρα για διαμόρφωση ζωνών ελεύθερης νομισματικής κυκλοφορίας και κοινών νομισματικών συστημάτων.

  Ο ΧΡΥΣΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ

Ο διεθνής κανόνας χρυσού συμβόλιζε μοναδική οργάνωση παγκόσμιας αγοράς που στήριξε και διαμόρφωσε το διεθνές σύστημα ισορροπίας δυνάμεων στο πλαίσιο της Βιομηχανικής Επανάστασης. Από το β’ μισό του 19ου αι. ο χρυσός κανόνας αποτελούσε δείκτη υγείας για τις αναπτυγμένες ευρωπαϊκές οικονομίες που τον υιοθέτησαν, αλλά και κομβικό σημείο για τη διεθνή ισορροπία.

Κύρια χαρακτηριστικά του χρυσού κανόνα: ελεύθερη μετατρεψιμότητα κάθε νομίσματος σε χρυσό νόμισμα, μετατρεψιμότητα τραπεζογραμματίων κρατικών & εμπορικών τραπεζών. Ελεύθερη εισαγωγή – εξαγωγή νομισμάτων και τραπεζογραμματίων στα κράτη.

Το 1717 η Αγγλία υιοθετεί τον χρυσό κανόνα και ως το 1880 το σύνολο των κρατών. Η σταθερότητα των τιμών αποτέλεσε παράγοντα της επιλογής του. Διευκόλυνε διακρατικές οικονομικές σχέσεις, χαρακτηριστικό της ανοιχτής οικονομίας των τελών του 19ου αι.,

Η νομισματική ενοποίηση ακολούθησε την κρατική ενοποίηση των γερμανικών κρατών

Ο μονομεταλλισμός και ο χρυσός κανόνας την νομισματική ενοποίηση της Σκανδιναβίας.

  Ο ΔΙΜΕΤΑΛΛΙΣΜΟΣ

Η Λατινική νομισματική ένωση, αποτελεί απόληξη και την ευρύτερη θεσμική κατοχύρωση του διμεταλλισμού.

Παγιώθηκε στις αρχές του 19ου αι. με τη νομοθετική κατοχύρωση του νέου γαλλικού νομισματικού συστήματος. Στη Γαλλική Επανάσταση εισήχθη το δεκαδικό διμεταλλικό σύστημα και δημιουργήθηκε το φράγκο.

Ίδρυση της κεντρικής γαλλικής τράπεζας από τον Ναπολέοντα το 1806, με σκοπό την κηδεμονία της από τη γαλλική κυβέρνηση, γεγονός που ίσχυσε μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο.

Η υιοθέτηση του δεκαδικού νομισματικού συστήματος ομογενοποιεί τη μέτρηση των οικονομικών μεγεθών, ενώ το νέο μετρικό σύστημα καταργεί τα τοπικά μέτρα για την έκταση, τη μάζα και τον όγκο των πραγμάτων

Σταδιακά, ο διμεταλλισμός έγινε αποδεκτός από αρκετές ευρωπαϊκές χώρες και τις Η.Π.Α. Η γαλλική οικονομική & εμπορική επιρροή σε μεσογειακές χώρες, υποβοήθησε την εδραίωση του διμεταλλισμού και επέδρασε στις νομισματικές εξελίξεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Στο Β’ μισό του 19ου αι. εκδηλώθηκε θεωρητική αντιμαχία μεταξύ οπαδών του διμεταλλισμού & του χρυσού κανόνα.

Ο διμεταλλισμός οδηγεί στα μέσα της δεκαετίας του 1860 στη δημιουργία της Λατινικής Νομισματικής Ένωσης, με στόχο την παγίωση κανόνων νομισματικής ισορροπίας, ενώ εξέφρασε τον πολιτικό και οικονομικό ρόλο μιας δυνατής χώρας, όπως η Γαλλία, μέσα από την υιοθέτηση και εξάπλωση νομισματικών προτύπων.

Ο διμεταλλισμός & ο χρυσός κανόνας για την υιοθέτηση και την εξάπλωση κοινών νομισματικών προτύπων, αντανακλούν το κλίμα οικονομικού φιλελευθερισμού.

Το μεγαλύτερο μέρος νομισματικής κυκλοφορίας σε μεταλλικό νόμισμα στη Γαλλία ως το 1885, καθιστά αναγκαία τη διασφάλιση της νομισματικής κανονικότητας στη γαλλική επικράτεια και στις χώρες οικονομικής & πολιτικής επιρροής. Επίσης, η πρωτοβουλία της Γαλλίας μπορεί να αποδοθεί τόσο στην προσπάθεια βελτίωσης του διεθνούς κύρους της χώρας, όσο και στην ενσωμάτωση των μη εκχρηματισμένων περιφερειακών χωρών. Επίσης, αποφασιστικός παράγοντας ήταν η ενσωμάτωση της χώρας σε ευρύτερο φιλελεύθερο περιβάλλον.

Από αρχές της δεκαετίας του 1870, ο διμεταλλισμός έχασε έδαφος εξαιτίας προτίμησης αρκετών χωρών του χρυσού κανόνα. Η Λατ. Νομ. Ένωση αποδυναμώθηκε, κάτι που είχε επιπτώσεις στη διαμόρφωση της νομισματικής πολιτικής των χωρών μελών της.

  ΣΥΝΤΟΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ Λ.Ν.Ε.

Στη ΛΝΕ η νομισματική ζώνη επιτεύχθηκε όχι μέσω κοινού νομίσματος, αλλά κοινού νομισματικού συστήματος για όλα τα κράτη. Πέτυχε την ομοιογένεια του νομισματικού συστήματος και διεθνοποίηση του νομισματικού ζητήματος. Σ’ αυτό συνέβαλλε η γεωγραφική επέκταση με συμμετοχή 18 χωρών, όπως: Η.Π.Α., Ελλάδα και χώρες της Λατινικής Αμερικής.

Η ΛΝΕ αντιμετώπισε νομισματική κρίση τη δεκαετία του 1870, λόγω πτώσης της τιμής του αργύρου. Η συνεχιζόμενη κρίση οδήγησε σε στροφή στο χρυσό κανόνα. Οι Η.Π.Α. εγκατέλειψαν το διμεταλλισμό το 1900 και η πατρίδα του Γαλλία το 1928, υιοθετώντας το χρυσό κανόνα.

Ο χρυσός κανόνας, οδήγησε στην οργάνωση της παγκόσμιας οικονομίας στα τέλη του 19ου, επιφέροντας στον καταμερισμό & στην κίνηση κεφαλαίου και ενσωματώνοντας στο διεθνές σύστημα δυτικοευρωπαϊκές αγορές, οικονομίες της ευρωπαϊκής περιφέρειας και μη ευρωπαϊκές οικονομίες. Ωστόσο, η ΛΝΕ δημιούργησε προοπτικές για νομισματική συνεργασία, καθώς και μια υπερεθνική ζώνη ελεύθερης νομισματικής κυκλοφορίας, ως χαρακτηριστικό του φιλελευθερισμού. Άλλωστε, επέζησε περισσότερο από τον χρυσό κανόνα.

  Η ΕΛΛΑΔΑ ΜΕΛΟΣ ΤΗΣ Λ.Ν.Ε.

Αλ. Κουμουνδούρο
Αλ. Κουμουνδούρος

     Η Ελλάδα προχώρησε το 1868 στη ΛΝΕ. Η ένταξη έγινε από τον φιλελεύθερο Αλ. Κουμουνδούρο, κι ενώ η προσπάθεια οικονομικού μετασχηματισμού του βασιλείου είχε ξεκινήσει. Στη διαδικασία ενοποίησης της οικονομικής αγοράς, σημαντικός υπήρξε ο ρόλος των δικτύων της διασποράς, καθώς οι διεθνείς οικονομικές συνθήκες την οδηγούν σε επενδύσεις στο βασίλειο, κυρίως στο χρηματοπιστωτικό τομέα και λιγότερο στα δημόσια έργα.

Επίσης τη δεκαετία του 1870, παγιώνεται η μικρή αγροτική ιδιοκτησία, στα πλαίσια μετασχηματισμού της αγροτικής οικονομίας ως απόρροια του φιλελευθερισμού. Οι διάφορες όψεις πολιτικής παρέμβασης στο εγχείρημα του εκσυγχρονισμού, συνθέτουν το πλαίσιο μέσα από το οποίο η Ελλάδα προσπαθεί να επανατοποθετηθεί στο διεθνή καταμερισμό κεφαλαίου. Ωστόσο, πέρα των οικονομικών λόγων, η ένταξη της Ελλάδας στη ΛΝΕ μαρτυρά τη γαλλική επιρροή και μοιάζει να έγινε περισσότερο για πολιτικούς λόγους.

Η γαλλική διπλωματική επιρροή, διευρύνθηκε και παγιώθηκε στις χώρες που εντάχθηκαν στη ΛΝΕ. Πέρα όμως των πολιτικών σκοπιμοτήτων, η συμμετοχή της Ελλάδας στη ΛΝΕ, οφείλεται σε συνδυασμό παραγόντων όπως: γαλλικές επιδιώξεις για εμπορική & οικονομική διείσδυση, σταδιακή απαξίωση του Οθωμανικού νομισματικού συστήματος, προσδοκίες για εξάπλωση της ΛΝΕ.

 

ΠΗΓΕΣ

  1. AldcroftDVilleS. επιμ., Η Ευρωπαϊκή Οικονομία 1750-1914, εκδ. Αλεξάνδρεια, μτφρ. Ν. Σταματάκης, Αθήνα 2005

  2. Δρίτσα Μαργαρ. (επίμ)/ Θέματα οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας της Ευρώπης/ Εκδ. ΕΑΠ/ Πάτρα 2008

……………………………………………………………………………………………………………………

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΕΥΡΩΠΗ: ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ (αναλυτική παρουσιαση)/Η ποικιλία προτύπων & τυπολογιών κ’ αναπτυξιακά πρότυπα/ΟΙ ΓΝΩΜΕΣ ΤΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ

 Η ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ & Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΤΟΝ 19ο αι.

 

ΧΑΡΤΗΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
ΧΑΡΤΗΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

  Βιομηχανική Επανάσταση συνίσταται στη μετατροπή μιας οικονομίας από αγροτική σε βιομηχανική.

Η Β.Ε έλαβε χώρα σε διαφορετικές οικονομίες, υπό ποικίλες κοινωνικές συνθήκες και κοινωνικά συστήματα, όχι ταυτόχρονα, ούτε σε αντίστοιχες χρονικές περιόδους.

Η Βρετανία αποτελεί χώρα πρότυπο, λόγω σύμπτωσης και αλληλεπίδρασης οικονομικών, τεχνικών, πολιτικών, κοινωνικών και άλλων παραγόντων.

Το τίμημα για την οικονομική & τεχνική ώθηση ήταν η εξαθλίωση των εργατών.

 ΟΙ ΓΝΩΜΕΣ ΤΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ

C. CIPOLA: «Η Βιομηχανική Επανάσταση μεταμόρφωσε τον άνθρωπο από γεωργό- κτηνοτρόφο σε χειριστή μηχανών που λειτουργούν Χωρίς ζώσα ενέργεια»

E. HOBSBAWM: η «πλέον βαθιά αναταραχή της ανθρώπινης ύπαρξης στην παγκόσμια ιστορία που έχει καταγραφεί σε τεκμήρια»

M. FORES: Θεωρεί θεμελιώδες λάθος τη μεταφορά της έννοιας «επανάσταση» από την πολιτική στην οικονομική & κοινωνική ιστορία. Για τον ίδιο υπάρχει απλώς μια συνέχεια της διάκρισης που έλαβε χώρα στη Μεσοποταμία πριν 5.000 χρόνια. Οι φτωχοί στις πόλεις της Μεσοποταμίας επιβίωναν ως δούλοι, ενώ στις αγγλικές πόλεις ως «μισθωτοί δούλοι»

Α. PAULINYI: Τεχνική Επανάσταση που πρωτοεμφανίστηκε στη Βρετανία και κράτησε περίπου εκατό χρόνια, κατά την οποία υπήρξε μετάβαση από την τεχνολογία με χειρονακτικά εργαλεία, που διήρκησε χιλιάδες χρόνια, στην τεχνολογία με μηχανικά εργαλεία

G.N CLARK: Η έννοια της «Βιομηχανικής Επανάστασης» συνδέεται σε μικρό βαθμό με την ιστορική πραγματικότητα, αλλά έχει περισσότερο εκπαιδευτική αξία.

Για τον Toynbee, η ουσία της Β.Ε έγκειται στην αντικατάσταση των μεσαιωνικών κανονισμών της παραγωγής και ελέγχου καταμερισμού του πλούτου, από τον ανταγωνισμό. Για τον ίδιο, η φεουδαλική οικονομία αντικαταστάθηκε οριστικά από τον καπιταλισμό.

Συνεπώς, έχει την ίδια αξία με όλα τα μεγάλα ιστορικά κινήματα που συνδέονται με τη μετάβαση στην αστική κοινωνία & την ωρίμανσή της στην Ευρώπη του 19ου αι. όπως: Η Μεταρρύθμιση, η Αναγέννηση, η Επιστημονική Επανάσταση, ο Διαφωτισμός & ο Ρομαντισμός.

Επίσης, η Ευρώπη χρωστά στην Βιομηχανική Επανάσταση την εμφάνιση 2 μεγάλων συστημάτων ιδεών: την οικονομική επιστήμη & την αντίθεσή της, το σοσιαλισμό.

D. NORTH: ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ.

Αντιμετώπιση της Β.Επ. ως οικονομικής μεγέθυνσης, με κυριότερες συνέπειες τις εξής:      ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ-ΑΓΓΛΙΑ

Α) Πληθυσμιακή αύξηση με ρυθμό δίχως προηγούμενο

Β) Άνοδος βιοτικού επιπέδου στη Δύση, που επίσης δεν είχε προηγούμενο.

Γ) Στη Δύση, η γεωργία έπαψε να είναι η κύρια οικονομική δραστηριότητα και τη θέση της πήραν η Βιομηχανία & οι Υπηρεσίες.

Δ) Μετατροπή του Δυτικού κόσμου σε αστική κοινωνία, με συνέπειες: αυξανόμενη εξειδίκευση, καταμερισμό της εργασίας, αλληλεξάρτηση & αναπόφευκτες εξωτερικές οικονομικές επιδράσεις.

Ε) Η διαρκής τεχνολογική μεταβολή έγινε κανόνας. Επιστρατεύτηκαν νέες πηγές ενέργειας για να κάνουν τη δουλειά των ανθρώπων & άρχισαν να δημιουργούνται συνεχώς νέα υλικά & ουσίες για την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών.

Ο Νορθ υποστηρίζει πως η ΒΕΠ ήταν απλά μια επιτάχυνση του ρυθμού καινοτομιών, οι απαρχές των οποίων χρονολογούνται πολύ νωρίτερα από την παραδεδεγμένη χρονολογία (1750-1830). Καθοριστικό ρόλο έπαιξε ο καλύτερος καθορισμός των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων.

Συνεπώς, η καινοτομία συνίσταται στο μέγεθος των μεταβολών κι όχι στον επαναστατικό χαρακτήρα τους.

Εξάλλου, οι υπηρεσίες & όχι η βιομηχανία, είναι αυτές που απασχολούν την πλειοψηφία των εργατών, ενώ ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης κατά τη ΒΕΠ δεν ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακός συγκρινόμενος με αντίστοιχους μεταγενέστερων εποχών.

Η ΒΕΠ δεν συνιστά ριζική ρήξη με το παρελθόν, αλλά εξελικτική κορύφωση μιας σειρά προηγούμενων γεγονότων.

Η αδυναμία ανάπτυξης συστηματικών ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων στην καινοτομία αποτέλεσε μια από τις κύριες αιτίες του αργού ρυθμού των τεχνολογικών μεταβολών.

Η μετάβαση από τη χειροτεχνία στο σύστημα ανάθεσης της παραγωγής σε νοικοκυριά και στη συνέχεια στα εργοστάσια, διήρκεσε πάνω από 3 αιώνες. Το κλειδί για την ερμηνεία αυτών των μεταβολών είναι η αύξηση του μεγέθους της αγοράς & τα προβλήματα ποιοτικού ελέγχου.

Η ΒΕΠ προέκυψε ως αποτέλεσμα των οργανωσιακών μεταβολών που είχαν στόχο να βελτιώσουν τον τρόπο ελέγχου των εργατών.

Η Βρετανία εξακολουθεί να λειτουργεί ως χώρα πρότυπο για την εκβιομηχάνιση, καθώς ήταν η πρώτη χώρα που ακολούθησε αυτόν το δρόμο και επηρέασε άλλες χώρες.

Ωστόσο, πρόσφατες εργασίες αμφισβητούν μονολιθικές ερμηνείες για το ρόλο της Βρετανίας, υποστηρίζοντας ότι η ευρωπαϊκή εκβιομηχάνιση χαρακτηρίζεται από μεγάλη ποικιλία προτύπων & τυπολογιών.

Εξάλλου, σύμφωνα με άλλους ερευνητές η σύγχρονη οικονομική ανάπτυξη δεν είναι τελείως επαναστατική, αλλά στηρίζεται σε αλλαγές που ανάγονται στο μακρινό παρελθόν.

Η υπερεθνική προσέγγιση στην ευρωπαϊκή οικονομική ανάπτυξη μοιάζει να είναι η καταλληλότερη οπτική. Οι αλληλεπιδράσεις των μεμονωμένων χωρών το 19ο αι. σε θέματα: εμπορίου, χρηματοδότησης, μετανάστευσης και μεταφοράς τεχνολογίας, είχαν τέτοιο μέγεθος που μπορούσαν να εγγυηθούν την ιδέα της ευρωπαϊκής οικονομίας ως βασικής μονάδας ανάλυσης.

Επίσης, τα υπερεθνικά θέματα αλληλεπιδρούν μεταξύ τους πολύ περισσότερο μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο απ’ ότι μόνο μέσα στην ευρωπαϊκή ήπειρο.

ΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΤΟΠΙΟ 2  Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Μια σημαντική αλλαγή της σύγχρονης εποχής αποτελεί η διεύρυνση του χάσματος μεταξύ πλούσιων & φτωχών.

Όλες οι φτωχές χώρες βρίσκονταν στη Νότια & Ανατολική Ευρώπη, ενώ οι πλουσιότερες στην Βορειοδυτική πλευρά. Όσο ανατολικότερα & νοτιότερα, τόσο πιο ανεπαίσθητη είναι η επίδραση της σύγχρονης οικονομικής διεύρυνσης.

ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ

Η σύγχρονη έρευνα και συγγραφή για την οικονομική ιστορία της Ευρώπης, εστιάζονται πρωτίστως σε τρία κύρια θέματα: α) τον ποσοτικό προσδιορισμό της οικονομικής αλλαγής, β) τις πιο αγνοημένες περιοχές της ηπείρου, γ) την εξέταση προτύπων ή τυπολογιών ανάπτυξης. Βέβαια, το τελευταίο δεν έδωσε ιδιαίτερους καρπούς. Το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα της ανάπτυξης της Ευρώπης του 19ου αι. ήταν μάλλον οι μεγάλες διαφορές παρά η ομοιομορφία.

Η σύγχρονη οικονομική μεγέθυνσή υπήρξε μια επεκτεινόμενη & άνιση διαδικασία που ελάχιστα σεβάστηκε εθνικά σύνορα & το χρόνο. Συνεπώς, η περιφερειακή προσέγγιση αποτελεί ίσως το πιο χρήσιμο εργαλείο.

Σχετικά με την σύγχρονη οικονομική μεγέθυνση πρέπει να διερευνηθούν 4 ενδεχόμενα: α) ηανάπτυξη των ανθρώπινων πόρων από την άποψη της απόκτησης στοιχειώδους μόρφωσης & εκπαίδευσης, β) τα εισοδηματικά επίπεδα & η συσσώρευση, γ) η εξάλειψη του πληθυσμιακού περιορισμού, δ) οι δομές & οι θεσμοί του κράτους.

ΕΚΠΑΊΔΕΥΣΗ & ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Η σχέση εκπαίδευσης & σύγχρονης ανάπτυξης είναι σύνθετη. Δεν παρατηρείται ισχυρή συσχέτιση ανάμεσα στις εισροές εκπαίδευσης & στην αύξηση του εισοδήματος μεταξύ των αναπτυγμένων χωρών σήμερα, αν και οι χαμηλότερου εισοδήματος χώρες έχουν υψηλά ποσοστά αναλφαβητισμού.

Οι οικονομολόγοι της ανάπτυξης έχουν υποστηρίξει ότι για τις χώρες που θέλουν να πετύχουν σύγχρονη οικονομική μεγέθυνση αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση να έχουν κατοχυρώσει τη γνώση, γραφή & ανάγνωση. Η άποψη έχει τη λογική της από την σκοπιά διάδοσης της τεχνολογίας στην οποία στηρίζεται η ανάπτυξη και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό, από το αν ο πληθυσμός έχει τις αναγκαίες ικανότητες & δεξιότητες, αλλά και το κίνητρο για να αξιοποιήσει τη σύγχρονη τεχνολογία.

Ωστόσο, η εκπαίδευση πρέπει να είναι αρκετά διαδεδομένη, αλλά πρέπει επίσης, να έχει κοσμικό & ορθολογικό χαρακτήρα., διαφορετικά είναι αδύνατον να επιτευχθούν τα επιθυμητά αποτελέσματα.

Αντίθετα, η στενή & τυποκρατική εκπαίδευση δεν μπορεί να επιτύχει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Παράδειγμα αποτελεί η Ισπανία του 19ου αι, που αν και είχε αυξήσει την παροχή εκπαίδευσης δεν πέτυχε σύγχρονη οικονομική μεγέθυνση. Ο λόγος αποδίδεται στον έλεγχο της από την εκκλησία, η οποία έδινε προτεραιότητα στην πίστη & την κατήχηση, ενώ παραμελούσε την κοσμική διδασκαλία. Το ίδιο στενές αντιλήψεις για το ρόλο της εκπαίδευσης επικράτησαν και σε μεγάλα τμήματα της Λατινικής Αμερικής, της Μέσης Ανατολής και της Κίνας, όπου η κομφουκιανή ηθική κατάπνιξε τον κοσμικό διαφωτισμό, ενώ οι χώρες του Τρίτου Κόσμου σήμερα είναι συχνά θύματα απρόσφορων εκπαιδευτικών στρατηγικών, οι οποίες, μερικές φορές , μάλλον κάνουν κακό παρά καλό.

Υπάρχει η πεποίθηση, η οποία στηρίζεται και σε εμπειρικά δεδομένα, πως η διάδοση της κοσμικής εκπαίδευσης ενθάρρυνε τη θετική ανταπόκριση των Δυτικών χωρών. Η εκπαίδευση κοσμικού & ορθολογικού χαρακτήρα λειτούργησε ως εκσυγχρονιστική δύναμη, βοηθώντας όχι μόνο στην απόκτηση νέας τεχνολογίας & βελτιωμένων παραγωγικών μεθόδων, αλλά επέφερε σημαντική μεταβολή στην πολιτική εξουσία και συνάμα προκάλεσε ρήγμα στις παραδοσιακές αξίες & κουλτούρες, διευρύνοντας τους ορίζοντες του πληθυσμού.

Επίσης υπάρχουν έρευνες που δείχνουν πως οι περιοχές με υψηλό δείκτη εγγραμμάτων κατά την έναρξη της περιόδου (1850), ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΙακόμα κι αν ήταν φτωχές, ήταν γενικά εκείνες που κατόρθωσαν να πετύχουν τα υψηλότερα επίπεδα κατά κεφαλήν εισοδήματος. Ωστόσο, υπάρχουν παραδείγματα που δείχνουν πως το υψηλό αρχικό εισόδημα σε συνδυασμό με τα υψηλά ποσοστά εγγραμμάτων, δεν εγγυώνται, κατ’ ανάγκη, ότι η αρχική σχετική κατάταξη με βάση το εισόδημα θα επαναληφθεί κάποια μελλοντική στιγμή. Γενικά, τα αποτελέσματα πράγματι υποδηλώνουν ότι τα πρώιμα εκπαιδευτικά επιτεύγματα μπορεί να ήταν σημαντική προϋπόθεση της σύγχρονης οικονομικής μεγέθυνσης.

Το προβάδισμα που απόκτησαν οι χώρες της Δύσης στην ανάπτυξη των ανθρώπινων πόρων τους ήταν σημαντικός παράγοντας στην άνοδό τους σε μια οικονομικά κυρίαρχη θέση. Το γεγονός μάλλον εξηγεί τις ανισότητες στην εφαρμογή της τεχνολογίας & τη διάχυση των τεχνολογιών μέσα στην Ευρώπη, που οι περισσότερες πήγαζαν από τη Δύση κι από εκεί εξαπλώνονταν σε άλλες περιοχές, καθώς αυτές εξαρτώνται από τη μεταφορά δεξιοτήτων & γνώσης.

ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΑ & ΠΟΡΟΙ

Σχετικά με τα εισοδήματα & τις δομές, υπάρχουν σημαντικές ενδείξεις που υποδηλώνουν πως η Δυτική Ευρώπη, ήταν περισσότερη αναπτυγμένη από κάθε άλλη πολιτισμένη περιοχή του κόσμου ήδη από τον 18ο αι.

Υπάρχουν εκτιμήσεις πως η Ευρώπη ήταν ήδη πλούσια συγκριτικά με τις περισσότερες περιοχές του κόσμου πριν από την Βιομηχανική Επανάσταση, κάτι που σημαίνει ότι ήταν έτοιμη να κάνει το πρώτο μεγάλο βήμα της σύγχρονης οικονομικής ανάπτυξης. Επίσης το αποφασιστικό χάσμα μεταξύ Ευρώπης & Ασίας είχε δημιουργηθεί πριν την εκβιομηχάνιση. Ομοίως, η υπεροχή της Δυτικής Ευρώπης από την Ανατολική βρίσκονταν ήδη σε εξέλιξη από το τέλος του 17ου αι., αν όχι νωρίτερα. Η συγκεκριμένη θέση δεν αποκτήθηκε με κάποια επαναστατική αλλαγή, αλλά ήταν προϊόν αργής αύξησης των εισοδημάτων για μακρά χρονική περίοδο. Η οικονομική μεγέθυνσή προχωρούσε επί αιώνες, συχνά ανεπαίσθητα, με περιοδικές οπισθοχωρήσεις, και δεν ήταν πάντα εύκολο να ανακαλυφθεί.

Οι ευρωπαϊκές προβιομηχανικές περιοχές, εμφανίζουν μια αργή ανοδική τάση του κατά κεφαλήν εισοδήματος, όχι εντυπωσιακή για τα σημερινά δεδομένα, αλλά σίγουρα σημαντική ώστε να επιτρέψει μια σταθερή συσσώρευση από το 16ο – 17ο αι.

Ενδεικτική των μακροχρόνιων αλλαγών είναι η επέκταση της εμπορικής δραστηριότητας, που συνοδεύονταν από τεράστια επέκταση των εμπορικών ευκαιριών τις οποίες δημιούργησαν Δυτικοί έμποροι που ανέπτυξαν δράση σε Ανατολικό & Δυτικό κόσμο από το 16 αι. και μετά.

Η Δυτική Ευρώπη και οι υπερπόντιες προσαρτήσεις της, ήταν σε πολύ καλύτερη θέση από την υπόλοιπη Ευρώπη & τους Ανατολικούς πολιτισμούς, για να συσσωρεύσουν κεφάλαιο, επειδή η επέκταση των εμπορικών δραστηριοτήτων, η αργή αλλά σταθερή άνοδος των εισοδημάτων & η ευνοϊκή βάση των παραγωγικών πόρων σήμαιναν ότι εκείνο που επέτρεψε αυτές τις εξελίξεις ήταν ότι υπήρχε κάποιο περιθώριο πάνω από το όριο επιβίωσης.

Αντίθετα, στην Ανατολική Ευρώπη, στην Ασία, στη Μέση Ανατολή ή την Κίνα δεν υπήρχε κοινωνική τάξη ανάλογη με την αστική, η οποία συσσώρευε τόσο πολύ κινητό πλούτο για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα.

Η διαδικασία συσσώρευσης ήταν ζωτικής σημασίας για την μετέπειτα εκμετάλλευση των νέων τεχνολογιών, την ανάπτυξη της μεγάλης χειροτεχνικής παραγωγής και τον εκσυγχρονισμό της γεωργίας. Το γεγονός αποτελεί σημαντικό δείκτη της μακροχρόνιας καταγωγής της εξελικτικής διαδικασίας, τονίζοντας την ουσιαστική συνέχεια σε αντίθεση με την έννοια της δραματικής διαρθρωτικής αλλαγής.

      ΣΠΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΟ ΦΡΑΓΜΑ

 ΒΙΟΜ. ΕΠ.-ΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΤΟΠΙΟ ΣΤΗΝ ΑΓΓΛΙΑ  Ο Δυτικός πολιτισμός δεν αισθάνθηκε ποτέ το είδος της πληθυσμιακής πίεσης που αντιμετωπίζουν σήμερα οι χώρες του Τρίτου Κόσμου ή εκείνη που αντιμετώπισαν στο παρελθόν ορισμένοι ασιατικοί πολιτισμοί.

Το κύριο δημογραφικό άλμα της Ευρώπης συνέβη μόνο όταν είχαν αρθεί οι περιορισμοί στους παραγωγικούς πόρους. Δηλαδή, η μεγάλη αύξηση του πληθυσμού της Ευρώπης άρχισε όταν υπήρχαν οι δυνατότητες να συντηρηθεί ο αυξημένος πληθυσμός.

Ο λόγος που δεν ξέσπασε τέτοια κρίση, ήταν επειδή οι Δυτικοευρωπαίοι κατάφεραν να απελευθερωθούν από τη Μαλθουσιανή απειλή, επειδή η ικανότητα των οικονομιών τους να προσφέρουν αγαθά είχε βελτιωθεί τόσο πολύ που μπόρεσε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την πληθυσμιακή πίεση.

Η ικανότητα εναρμόνισης των τροφίμων με τον πληθυσμό αποτέλεσε έναν από τους κυριότερους παράγοντες της ανάπτυξης. Το ίδιο σημαντικό, ήταν το γεγονός ότι παράλληλα επεκτείνονταν και η μη αγροτική απασχόληση, κάτι που επέτρεψε τη μεταφορά εργασίας από τομέα σε τομέα, και συνεπώς, δεν άφησε τον αγροτικό τομέα να κατακλυστεί από εργατικά χέρια μέχρι του σημείου που αρχίζουν οι φθίνουσες αποδόσεις ή όπου η παραγωγικότητα της εργασίας γίνεται μηδενική.

Με αυτήν την έννοια, η πραγματική σημασία της Βιομηχανικής Επανάστασης δεν έγκειται «στους ρυθμούς ανάπτυξης τους οποίους πέτυχε, αλλά στο γεγονός ότι, για πρώτη φορά, πολλές ευρωπαϊκές κοινωνίες ξέφυγαν από τη μαλθουσιανή παγίδα».

Η ουσιαστική απουσία των ίδιων μακροχρόνιων δυναμικών αλλαγών στην Ανατολική Ευρώπηεξηγεί την αναπτυσσόμενη σχετική καθυστέρησή της & την ανικανότητά της να αντιμετωπίσει τις πληθυσμιακές πιέσεις. Αυτή η αδυναμία προσαρμογής συνδέθηκε, με τη σειρά της, με θεσμικούς περιορισμούς.

ΚΡΑΤΗ ΘΕΣΜΟΙ & ΝΟΜΙΚΑ ΠΛΑΙΣΙΑ 

Η ανάπτυξη του Δυτικού πολιτισμού θα μπορούσε να είναι πολύ διαφορετική αν τα κράτη & οι θεσμοί δεν είχαν προσαρμοστεί στις ανάγκες της σύγχρονης κοινωνίας. Σήμερα, οι οικονομολόγοι ιστορικοί & οι οικονομολόγοι της ανάπτυξης αναγνωρίζουν πολύ περισσότερο ότι οι θεσμοί μπορεί να έχουν σημαντική σχέση με το ρυθμό με τον οποίο προοδεύει μια χώρα.

Οι Νορθ & Τόμας, εστιάζουν στη σπουδαιότητα της δημιουργίας ενός θεσμικού & νομικού πλαισίου που προάγει την οικονομική δραστηριότητα & τα εμπορικά τολμήματα.

Υπάρχουν πολλά ιστορικά παραδείγματα, κατά τα οποία κράτη & θεσμοί λειτούργησαν ως εμπόδιο στην πρόοδο & την αξιοποίηση νέων ευκαιριών, επειδή δεν κατάφεραν να προσαρμοστούν στις ανάγκες μιας απαιτητικής κοινωνίας. 1. Μπορεί να δρουν περιοριστικά & κατασταλτικά απέναντι στα οικονομικά τολμήματα, 2. Μπορεί να αδυνατούν να διασφαλίσουν πρόσφορο πλαίσιο που θα νομιμοποιεί τα δικαιώματα ιδιοκτησίας και τις οικονομικές συναλλαγές ή, ακόμα χειρότερα 3. μπορεί να αποσπούν πολλά από τον πληθυσμό μέσα από τη φορολογία, τη διαρπαγή ή τη δωροδοκία & τη διαφθορά.

Στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρασίας, οι κρατικές δομές & θεσμοί παρέμειναν ουσιαστικά φεουδαρχικές & καταπιεστικές. Οι ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ-ΑΓΓΛΙΑ-2 δυναστείες της Ινδίας, της Κίνας & της Οθωμανικής αυτοκρατορίας αποτελούσαν στρατιωτικά, δεσποτικά καθεστώτα που ενδιαφέρονταν να διατηρήσουν την ισχύ τους, αποσπώντας φόρους υποτελείας από τους εξαθλιωμένους υπηκόους τους. Παρόμοια κατάσταση με δεσποτικούς ηγεμόνες που επέβαλαν βαριά φορολογία επικρατούσε στα Βαλκάνια.

Η Ευρώπη όταν αναδύθηκε από αυτήν την κατάσταση κατάφερε να μην περάσει σε μονολιθικά δεσποτικά καθεστώτα & να διαμορφώσει ένα σύστημα εθνικών κρατών.

Τα νέα κράτη της Δύσης ήταν πιο ανταγωνιστικά και, όταν ήρθε η ώρα, πιο φιλελεύθερα από τα καθεστώτα της ανατολικής Ευρώπης. Κατάφεραν να δημιουργήσουν συνθήκες μεγαλύτερης οικονομικής ασφάλειας & να πετύχουν αντίστοιχη αύξηση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας. Κάποια στιγμή κατάφεραν να καταργήσουν ή να τροποποιήσουν μερικά από τα πιο ανασχετικά χαρακτηρηστικά της παραδοσιακής κοινωνίας (π.χ. φεουδαρχικοί περιορισμοί), κάτι που ακολούθως μείωσε το αγοραίο κόστος συναλλαγής & ενδυνάμωσε τους δεσμούς ανάμεσα στην προσπάθεια & την ανταμοιβή.

Η πιο διακριτή αντίθεση μεταξύ ανατολής & δύσης είναι τα διαφορετικά νομικά πλαίσια σχετικά με τις συναλλαγές & τα δικαιώματα ιδιοκτησίας. Η εμφάνιση του εθνικού κράτους στη Δύση συνοδεύτηκε με την επαναφορά σε ισχύ του Ρωμαϊκού δικαίου, που θεωρούνταν ότι παρείχε επαρκείς εγγυήσεις για την ατομική ιδιοκτησία, και θεωρούνταν από πολλούς παρατηρητές ως το πιο αποτελεσματικό εργαλείο ενθάρρυνσης των καπιταλιστικών συναλλαγών.

Αντίθετα, από εμπορική οπτική γωνία, το ισλαμικό, το κινέζικο & το ιαπωνικό δίκαιο έθεταν σοβαρά εμπόδια στην οικονομική επιχειρηματική δραστηριότητα.

Στη Δύση, οι συνθήκες χρειάστηκαν αιώνες για να ωριμάσουν, αλλά η αλλαγή ήταν προϊόν αργών εσωτερικών διεργασιών. Αντίθετα στην ανατολή, τα φεουδαρχικά κατάλοιπα επιβίωσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την τυπική κατάργηση της φεουδαρχίας. Επίσης, στην περίπτωση των νότιων Βαλκανίων, ήταν πολύ δύσκολο να μεταφυτευθεί ο καπιταλισμός σε ένα εχθρικό περιβάλλον, καθώς δεν ήταν σύστημα που ξεπήδησε από την εσωτερική δομή της οικονομίας, αλλά μάλλον προσάρτημα του καπιταλισμού της Κεντρική & Δυτικής Ευρώπης, και εισήχθη κυρίως από ξένους.

Ωστόσο, ο καπιταλισμός κατέστρεψε εν μέρει την παλιά οικονομική τάξη της αγροτικής κοινωνίας, αλλά δεν ήταν αρκετά ισχυρός για να την αντικαταστήσει πλήρως με ένα νέο σύστημα που θα βελτίωνε τη μοίρα των μαζών. Συνεπώς, μια κοινωνία χρειάζεται χρόνο για να προσαρμοστεί στις νέες ιδέες & πρακτικές και στους διαφορετικούς τρόπους σκέψης & συμπεριφοράς, ειδικά αν όλα αυτά δεν είναι γηγενή, και η μαθησιακή διαδικασία (δυτικοευρωπαϊκή πείρα) είναι μακρά & κοπιαστική.

Από τις αρχές του 19ου αι., μόνο η δυτική Ευρώπη, είχε προσαρμόσει, μέσα από μακροχρόνιες διαδικασίες εξέλιξης, τους θεσμούς & το νομικό πλαίσιο της σε βαθμό που να μην είναι πλέον εμπόδιο για τη σύγχρονη οικονομική μεγέθυνση.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η ανάλυση επικεντρώνεται όχι στο πως η Δύση απόκτησε υπεροχή, αλλά γιατί πρώτη ήταν σε θέση να το κατορθώσει. Μόνο οι χώρες που είχαν περάσει από μια μακρά περίοδο μαθητιάς μπόρεσαν να αναπτυχθούν.

Ωστόσο το πρότυπο ανάπτυξης δεν ήταν ταυτόσημο ή ομοιόμορφο. Ούτε οι χώρες που είχαν κάποιο προβάδισμα κατάφερναν πάντα να κεφαλαιοποιούν την τύχη τους.

Είναι αλήθεια ότι μεγάλες περιοχές του κόσμου μετατράπηκαν τελικά σε δορυφόρους ή εξαρτήματα του Δυτικού πολιτισμού, αλλά η βάση της Δυτικής οικονομικής υπεροχής είχε δημιουργηθεί πολύ προτού η εξάρτηση & τα αποικιοκρατικά συστήματα, στη σύγχρονη μορφή τους, γίνουν πραγματικότητα.

Η ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ & Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΤΟΝ 19ο αι.

Η Β.Ε έλαβε χώρα σε διαφορετικές οικονομίες, υπό ποικίλες κοινωνικές συνθήκες και κοινωνικά συστήματα, όχι ταυτόχρονα, ούτε σε αντίστοιχες χρονικές περιόδους.

Η Βρετανία αποτελεί χώρα πρότυπο, λόγω σύμπτωσης και αλληλεπίδρασης οικονομικών, τεχνικών, πολιτικών, κοινωνικών και άλλων παραγόντων.

 ΕΡΓΑΤΕΣ  Το τίμημα για την οικονομική & τεχνική ώθηση ήταν η εξαθλίωση των εργατών.

Μετάβαση από την τεχνολογία χειρωνακτικών εργαλείων σε εκείνη των μηχανικών, έλαβε χώρα στη Βρετανία στη διάρκεια 100 περίπου χρόνων και ονομάστηκε τεχνική επανάσταση.

Για τον Toynbee, η ουσία της Β.Ε έγκειται στην αντικατάσταση των μεσαιωνικών κανονισμών της παραγωγής και ελέγχου καταμερισμού του πλούτου, από τον ανταγωνισμό. Για τον ίδιο, η φεουδαλική οικονομία αντικαταστάθηκε οριστικά από τον καπιταλισμό.

ΠΗΓΕΣ

  1. AldcroftDVilleS. επιμ., Η Ευρωπαϊκή Οικονομία 1750-1914, εκδ. Αλεξάνδρεια, μτφρ. Ν. Σταματάκης, Αθήνα 2005

  2. Δρίτσα Μαργαρ. (επίμ)/ Θέματα οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας της Ευρώπης/ Εκδ. ΕΑΠ/ Πάτρα 2008

  3. Γαγανάκης Κ, Κοινωνική και Οικονομική Ιστορία της Ευρώπης, Εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999

  4. Hobsbaum E./ H εποχή των επαναστάσεων 1789-1848/ σ. 52/ Εκδ. ΜΙΕΤ/ Αθήνα 1992

  5. North D. C., Δομή και μεταβολές στην Οικονομική Ιστορία, Εκδ. Κριτική, Α. Αλεξιάδη, Αθήνα 2000

 

ΕΥΡΩΠΗ:Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΒΙΟΤΕΧΝΙΑΣ από ΚΑΡΛΟΜΑΓΝΟ- ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ Α’ ΠΑΓΚ. ΠΟΛΕΜΟΥ/Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΝΙΣΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΣΤΟΝ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟ ΧΩΡΟ.

ΚΑΡΛΟΜΑΓΝΟΣ
ΚΑΡΛΟΜΑΓΝΟΣ

   Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΚΑΡΛΟΜΑΓΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ:

ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΝΙΣΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΣΤΟΝ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟ ΧΩΡΟ.

ΒΙΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΠΡΩΤΕΣ ΥΛΕΣ:

Μικρή ανάπτυξη λόγω μη δυνατότητας επεξεργασίας πρώτων υλών όπως ο σίδηρος. Εξαίρεση οιβιοτεχνίες επεξεργασίας της πέτρας (κατασκευή εκκλησιών).

Επεξεργασία :

(παλάτια), οικοτεχνία, επεξεργασία μαλλιού για καλογερικά ενδύματα: παραγωγή μέσα στα μοναστήριαμε διοχέτευση των προϊόντων στις τοπικές αγορές.

Σίδηρος: κατασκευαστική βιομηχανία, εργαλεία και όπλα. Μόλυβδος (σπάνιος): κατασκευή σκεπών σε μεγάλα εκκλησιαστικά κτίρια.

Περιορισμένη χρήση χαλκού και κασσίτερου.

Ιδιαίτερα διαδεδομένη η παραγωγή και χρήση του αλατιού και η μεταφορά τους σε μεγάλες αποστάσεις για την εμπόρευση του.

Ανάπτυξη υαλουργίας λόγω εκκλησιαστικής χρήσης.

Η κατασκευαστική βιομηχανία είναι ιδιαίτερα σημαντική.:

Η πλειοψηφία των κατασκευών είναι από ξύλο εκτός από τα μοναστήρια και τα παλάτια που χτίζονταν από πέτρα.

Έλλειψη τεχνικών γνώσεων, περιορισμένος αριθμός κατασκευών.

Κωνσταντινούπολη και τα κύρια αστικά της κέντρα: διατήρηση αναπτυξιακής δυναμικής καιανάπτυξη σημαντικών οικονομικών και εμπορικών δραστηριοτήτων.

Δυναμικές βιοτεχνίες που εμπορεύονταν όχι μόνο στις τοπικές αγορές αλλά και έξω από αυτές. Ηαγοραστική δύναμη των κατοίκων ήταν αρκετή για να απορροφήσει σημαντικές ποσότητες των προϊόντων.

Τον 9ο αι. έγινε εισαγωγή συγκεκριμένων κανόνων με σκοπό τη διεξαγωγή του εμπορίου.Δημιουργήθηκαν συντεχνίες. Τα βιοτεχνικά προϊόντα του Βυζαντίου αφορούσαν κυρίως είδη πολυτελείας.

ΑΠΟ ΤΟΝ 9ο ΕΩΣ ΤΟΝ 14ο αι.

ΒΙΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΠΡΩΤΕΣ ΥΛΕΣ

Διαδεδομένη επεξεργασία σιδήρου για τα μοναστήρια και τις εκκλησίες, ζήτηση σιδήρου και ατσαλιού.

Ο μόλυβδος, το πιο διαδεδομένο μη σιδηρούχο μέταλλο λόγω της χρήσης του στις κατασκευές, στην υαλουργία και στη βαρελοποιία.                                                     ΒΑΡΕΛΟΠ.

Χαλκός δουλευόταν στην Ισπανία, μεγάλη ζήτηση πολύτιμων μετάλλων.

Ανάπτυξη κλωστοϋφαντουργίας. Το μαλλί αποτελεί το βασικό εξαγώγιμο προϊόντης Βρετανίας (μέχρι τον 13ο αι.).

Εμπόριο ενδυμάτων στην Ιταλία και στις Κάτω Χώρες.

Ανάπτυξη αγγειοπλαστικής.

Η κατασκευαστική η πιο δυναμικά αναπτυσσόμενη βιομηχανία της εποχής με την πέτρα ως βασικό υλικό κατασκευής κάστρων, παλατιών, τειχών και οικιών. Λατομεία άνοιξαν.

Η ΕΥΡΩΠΗ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 14ου αι

ΒΙΟΤΕΧΝΙΑ

Αυτάρκεις οι κοινότητες σε μεταποιημένα προϊόντα, εμπόριο μακρινών αποστάσεων μόνο στα πολυτελή αγαθά

ΒΙΟΤΕΧΝΙΑ ΕΝΔΥΜΑΤΩΝ

Η πιο σημαντική δραστηριότητα μετά τη γεωργία.

Μαλλί ή λινάρι. Φτιάχνονταν στα σπίτια ενώ των ανώτερων τάξεων φτιάχνονταν από εξειδικευμένους τεχνίτες: στη βόρεια Ιταλία και στις Κάτω ΧώρεςΜετάξι, παραγωγή μεταξοσκώληκα. Παράλληλα παρουσιάστηκε ανάγκη και για άλλα προιόντα όπως βαφέςστερεωτικά

Η ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΛΛΟΥ

Δεν σημείωσε ιδιαίτερη πρόοδο. Σημαντική ζήτηση πολύτιμων λίθων. Διαδεδομένα τα σιδηρούχα μεταλλεύματα, επεξεργάζονται σε όλη την ήπειρο. Τα χυτήρια σιδήρου εντοπίζονται σε περιοχές με σημαντικές ποσότητες άνθρακα αφού τα πρώτα διυλιστήρια απαιτούν σημαντικές ποσότητες για να λειτουργήσουν.

Χρήση σιδήρου για όπλα, εργαλεία, κατασκευαστική βιομηχανία. Παραδίδεται σε ράβδους σε τεχνίτες (μικρή πόλη στον σιδηρουργό, μεγάλη σε συνδικάτα ή επαγγελματικές ενώσεις) οι οποίοι κατασκευάζουν τα αγαθά που ζητά το εμπόριο.

Ο μόλυβδος έχει ζήτηση, εξορρύσεται στη βόρεια Αγγλία

Άνθηση της κατασκευαστικής βιομηχανίας (εκκλησίες, μοναστήρια, οικίες, παλάτια, τείχη).

Άλλα ορυκτά και μεταλλεύματα: μάρμαροαλάβαστροςπηλόςάμμοςαλάτι.

ΚΑΥΣΙΜΑ

Ξύλο ή ξυλάνθρακας για τις μεταλλουργικές εργασίες. Δυσμενείς συνέπειες για το δάσος.

ΞΥΛΑΝΘΡΑΚΑΣ
ΞΥΛΑΝΘΡΑΚΑΣ

Ο άνθρακας είναι γνωστός αλλά δεν χρησιμοποιείται ευρέως

λόγω: ακατάλληλος για τη μεταλλουργία, ακατάλληλος για εσωτερική κατανάλωση λόγω των αναθυμιάσεων,δυσκολίες στη μεταφορά του.

Ο ΥΣΤΕΡΟΣ ΜΕΣΑΙΩΝΑΣ (ΑΡΧΕΣ 14ου – ΑΡΧΕΣ 16ου αι.)

ΒΙΟΤΕΧΝΙΑ

Ο αγροτικός πληθυσμός και η εργατική τάξη αμείβονται καλύτερα, αποτέλεσμα της μείωσης της εργατικής δύναμης, ενώ το κόστος αγοράς τροφής έχει μειωθείΣυνέπειαεξοικονόμηση αγοραστικής δύναμης και στροφή της ζήτησης σε αγαθά καλύτερης ποιότητας (ένδυμα, δέρμα κλπ) που μέχρι τότε δεν ήταν προσιτά: αλλαγή της δομής του εμπορίου ενδυμάτωνανάπτυξη νέων αστικών κέντρων με βασική δραστηριότητα την επεξεργασία ενδυμάτων.

Ανάπτυξη της σιδηρουργίας και της μεταλλουργίας λόγω τεχνολογικής εξέλιξης (καμίνι – υψικάμινος), το οποίο λειτουργούσε με τη χρήση νερόμυλου.

Αποτέλεσμαεγκαθίδρυση πληθυσμών κοντά σε ρέματα και λοφώδεις εκτάσεις (με ισχυρή ορμή νερού). Αύξηση παραγωγήςδημιουργία νέων αστικών κέντρων, με βασική παραγωγική δραστηριότητα, τη σιδηρουργία και τη μεταλλουργία.

Αύξηση της εξόρυξης και της επεξεργασίας μη σιδηρουχων μεταλλευμάτων

Κρίση της εξόρυξης τον 15ο αι. λόγω έλλειψης μέσων και τεχνολογίας για εξόρυξη σε μεγάλο βάθος.

Η ΕΥΡΩΠΗ ΤΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ

Βιοτεχνία – Μεταλλουργία

Αύξηση της βιοτεχνικής παραγωγής στις αγροτικές περιοχές, οφείλεται: α) οι πρώτες ύλες βρίσκονται εκτός αστικών κέντρων, β) οι αστικές συντεχνίες δεν επέτρεπαν ευέλικτες εργασιακές μεθόδους, γ) μειωμένο εργατικό κόστος,            δ) εμφάνιση τάξης των εμπόρων που διέθεταν το κεφάλαιο και προσέφεραν στον τεχνίτη της αγροτικής περιοχής πρώτες ύλες και αγορά πώλησης.

Σημαντική στροφή στην ανάπτυξη της υφαντουργίας (Κάτω Χώρες, Αγγλία, Β. Γαλλία).

 

ΥΑΛΟΥΡΓΙΑ
ΥΑΛΟΥΡΓΙΑ

Σημαντική η βιοτεχνία των λινών, του οποίουη πρώτη ύλη καλλιεργείται τοπικά. Βιοτεχνία δέρματος, κεραμική, υαλουργία, χαρτί.

 Μεταλλουργίασίδηρος κυρίως, μόλυβδοςκασσίτεροςμπρούντζος.

Η επεξεργασία τους σιδήρου αντιμετωπίζει έλλειψη πρώτης ύλης (καυσόξυλων) για τη λειτουργία των καμινιών.

Σημαντικές εξελίξειςσφυρηλάτηση σιδήρου. Επίσης σημαντική είναι η χρήση μη σιδηρουχων μεταλλευμάτων όπως ο χαλκόςμόλυβδος και ο κασσίτερος.

Η ανάγκη για πρώτες ύλες οδηγεί στην συγκέντρωση πληθυσμών και στην ίδρυση οικισμών σε περιοχές που αυτές είναι σε αφθονία.

Η συνεχής προσπάθεια για ανεύρεση και εξόρυξη πολύτιμων μετάλλων, όπως ο άργυροςοδήγησε τους εργάτες των ορυχείων του 16ου αι. στα Βαλκάνια και στην Αν.Ευρώπη. Για τη μεταφοράτους δημιουργούνται διαμετακομιστικοί σταθμοί.

Από τον 16ο έως τον 19ο αι

ΒΙΟΤΕΧΝΙΑ – ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ- ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΙΑ

Παρακμή παραδοσιακών βιοτεχνιών, ιδιαίτερα της υφαντουργίας στη Β. Ιταλία και στις νότιες Κάτω Χωρες.

Βιοτεχνική μονάδα (πρώιμη μορφή του εργοστασίου) Η χρήση της ξεκίνησε από τη Μ. Βρετανία λόγω της ικανότητας και της θέλησης των Βρετανών να αποδεχτούν τέτοιου είδους καινοτομίες και αλλαγές, αλλά και λόγω της εσωτερικής καταναλωτικής δυνατότητας καιπροώθησης προς τις αποικίες.

Αυτή η μαζική αγορά δεν υπήρχε στην ενδοχώρα, λόγω της μειωμένης αγοραστικής δύναμης των αγροτών, παρά μόνο μετά το 1815, ενώ στην ανατολική και κεντρική Ευρώπη ακόμη αργότερα.

Αντικατέστησε με πολύ αργό ρυθμό το σύστημα της οικοτεχνίας. Η βιοτεχνική εξάπλωση της Αγγλίας επεκτάθηκε σε ένα μεγάλο μέρος της ηπειρωτικής Ευρώπης τον 18ο αι.

Η χρήση μηχανών στις βιοτεχνικές μονάδες – εργοστάσια είναι περιορισμένη και όταν γίνεται οκινητήριος μοχλός είναι το ΝΕΡΟ. Γι’ αυτό βρίσκονται σε μη αστικές περιοχές εκεί όπου υπάρχουναρκετοί υδάτινοι πόροι χωρίς περιορισμούς στη χρήση τους.

Τον 18ο αι. η χρήση των ατμομηχανών απελευθέρωσε την παραγωγή από το νερό αλλά την εξάρτησε από τον ΑΝΘΡΑΚΑ. Η αυξανομένη έλλειψη ξυλείας έστρεψε τους ανθρώπους στον γαιάνθρακα.

Οι νότιες Κάτω Χώρες ήταν η μεγαλύτερη πηγή γαιάνθρακα στην ηπειρωτική Ευρώπη.Συγκέντρωση πληθυσμού σε πλούσιες σε άνθρακα περιοχέςίδρυση νέων πόλεωνδυνατότητα ίδρυσης νέων βιοτεχνικών μονάδων άρα και θέσεων εργασίας.

Οι διαφορές του εργοστασίου από το εργαστήριο αφορούν το μέγεθος του εργατικού δυναμικού, την τυποποιημένη ποιότητα της παραγωγής και το βαθμό πειθαρχίας που επιβάλλεται 

Β΄μισό του 18ου αιραγδαία ανάπτυξη : ΒΙΟΜΙΧΑΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ. Αυτή η ανάπτυξηεδραιώθηκε σε περιοχές με γαιάνθρακα και λιμάνια, λόγω της εισαγωγής πρώτων υλών από το εξωτερικό.

Η εργοστασιακή παραγωγή μεγάλης κλίμακας & χρήση μηχανικής ενέργειας (ατμού) χαρακτήρισαν πρώτα την υφαντουργία, μετά την σιδηρουργία & τέλος τις καταναλωτικές βιοτεχνίες(ζυθοποιία, μύλοι). Η παραγωγή αυξανόταν καθ’ όλη τη διάρκεια των Ναπολεόντειων πολέμων και όταν τελείωσαν η Βρετανία κατείχε το μισό της παγκόσμιας παραγωγικής δυναμικότητας.

Ρωσία: α) Οι πόροι ήταν υπό το καθεστώς ιδιοκτησίας του τσάρου και η διάθεση τους συσχετίστηκε άμεσα με την βιομηχανία της άμυνας της εθνικής ασφάλειας. Β) δεν υπήρχε μεσαία τάξη για να χρηματοδοτήσει την όποια βιομηχανική ανάπτυξη. Γ) Δεν υπήρχε ελεύθερη εργατική τάξη, όπως στην Δυτ. Ευρώπη.

Οι πρώτες μεταποιητικές βιοτεχνίες που συστήθηκαν ανήκαν σε γαιοκτήμονες που υποχρεούνταν ναπαραδίδουν την παραγωγή τους στο κράτος και μόνο όταν αυτό δεν την απαιτούσε, στην ελεύθερη αγορά.

Τέλη 18ου αιβιοτεχνικές μονάδες υπήρχαν γύρω από τη Μόσχα και την Αγ. Πετρούπολη.

ΥΦΑΝΤΟΥΡΓΙΑ
ΥΦΑΝΤΟΥΡΓΙΑ

Κλωστοϋφαντουργία,  η σημαντικότερη βιομηχανία της περιόδου. Αναπτύχθηκε κυρίως στις Κάτω Χώρες, στη Γαλλίακεντρική ΕυρώπηΙταλία και Αγγλία. (μάλλινα, λινά, βαμβακερά, μεικτά και πολυτελείας.

Επέκταση της μεταξοποιίας (Ζυρίχη, Παρίσι, Λονδίνο), ταπητουργία. Στην ανθρακοφόρα περιοχή του Lancashire (ενδοχώρα Λίβερπουλ) ρίζωσε και αναπτύχθηκε η βαμβακουργία.

Μεταλλουργία: δεύτερη σε σημασία και μέγεθος βιοτεχνική – μεταποιητική δραστηριότητα. Η χρήση της υψικαμίνου επεκτάθηκεΣημαντικό πρόβλημα η πρώτη ύλη: νερό ή ξυλάνθρακας. Ο δασικός πλούτος της δ. Ευρώπης μειώνεται αισθητά με αποτέλεσμα την εκτεταμένη διασπορά της βιομηχανίας. Συχνά η επεξεργασία του μεταλλεύματος γίνεται σε μεγάλη απόσταση από αυτή στην οποία παράγεται.

Ξεκινάει μια προσπάθεια εξεύρεσης νέων μεθόδων επεξεργασίας του σιδήρου και τηναντικατάσταση του ξυλάνθρακα με ΑΝΘΡΑΚΑ. Αυτό επιτεύχθηκε το 1709 στην ΑγγλίαΥπήρχε χάσμα στηνβρετανική τεχνολογία και στην τεχνολογία της ηπειρωτικής Ευρώπης. 

 Η σημαντικότερη εξέλιξη στη σιδηρουργία είναι η χρήση ενός τύπου φούρνου, του «αντανακλαστικού κλιβάνου» (διύλιση σιδήρου με άνθρακα και όχι ξυλάνθρακα και λιώσιμο του αφαιρώντας το περιεχόμενο σε κάρβουνο)

Άνοδος της χρήσης του ατσαλιού. Οι καινοτομίες ζωτικής σημασίας στην παραγωγή μαλακού σιδήρου & χάλυβα έγιναν στην Μ. Βρετανία πριν από τους επαναστατικούς πολέμους (ηπειρ. Ευρώπη μετα το 1815). 17ος – 18ος αι. σημαντικότερες σιδηρουργικές περιοχέςκεντρική Σουηδία,

Ρωσία ( μέχρι το 1800 η Ρωσία ήταν η μεγαλύτερη πηγή σιδηρομεταλλεύματος και σιδηρών ράβδων παγκόσμια)

Σημαντικά και τα μη σιδηρούχα μεταλλεύματα (χαλκός, μόλυβδος). Περιοχές όπου για ένα χρονικό διάστημα η παραγωγή ενός ορυκτού αποτελεί σημαντικό παράγοντα της ανθρώπινης δραστηριότητας αργότερα διακόπτεται γιατί τα αποθέματα του ορυκτού εκλείπουν.

Ανάπτυξη βιοτεχνιών καταναλωτικών αγαθώνβυρσοδεψία ιπποσκευέςυπόδηση,τούβλα & πλάκες, κεραμικά, υαλουργία, κηροποιία, σαπωνοποιίαΠαραγωγή χαρτιού, τέχνη εκτύπωσης.

Η ΕΥΡΩΠΗ ΤΙΣ ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

(μετά τους ναπολεόντειους πολέμους)

ΒΙΟΤΕΧΝΙΑ

GYNAIKES Κυριαρχεί η Μεγ. Βρετανία με τεχνολογικές καινοτομίες όπως ο μηχανοκίνητος αργαλειόςκαινοτομίες θεμελιώδους σημασίας στην επεξεργασία του σιδήρου και στηνκατασκευή χάλυβα αλλά κυρίως  η ατμομηχανή και η χρήση του άνθρακα ως πρώτης ύλης.

Οι υπόλοιπες χώρες μετράνε της πληγές των Ναπολεόντειων Πολέμων. Η εκβιομηχάνιση της χώρας συνεχίζεται με εντατικούς ρυθμούς και οι βασικές βιομηχανίες έχουν ήδη συγκεντρωθεί σε συγκεκριμένες περιοχές.

Πάντως η διαδικασία της βιομηχανικής ανάπτυξης είχε σημειώσει μεγάλη πρόοδο προτού γίνουν σημαντικά τα ορυκτά καύσιμαΠαραγωγή κύριων αγαθών όπως ο άνθρακας, ο ακατέργαστος σίδηρος  και το ακατέργαστο μαλλί.

Οι Κάτω Χώρες στον τομέα της βιομηχανικής ανάπτυξης πλησιάζουν τη Βρετανία.

Στη Γαλλία έχουν δημιουργηθεί οι συνθήκες για την αλλαγή.

Πιο πίσω βρίσκεται η κεντρική Ευρώπη, εκτός από την Ελβετία.

Η σιδηρουργία αποτελεί τη βαριά και πιο σημαντική βιομηχανία για τη Σουηδία και τη Ρωσία.

Στην ανατολ. Ευρώπη ανθεί η οικοτεχνία ενώ στην Ιβηρική παρακμάζει η υφαντουργία και η μεταλλουργία.

Ανάμεσα στις αιτίες που καθορίζουν τους ρυθμούς και τη Γεωγραφία της βιομηχανικής ανάπτυξης στην Ευρώπη είναι:

  • η χρήση του άνθρακα ως πρώτης ύλης στην παραγωγή
  • η ύπαρξη ή η απουσία των πρώτων υλών
  • το κόστος παραγωγής και ειδικότερα το κόστος που αναφέρεται στο εργατικό δυναμικό
  • η χρήση των νέων τεχνολογιών της εποχής
  • η απόσταση από τις αγορές
  • ο κυβερνητικός έλεγχος στηνπαραγωγή και στη διακίνηση των εμπορευμάτων
  • τα αποτελέσματα των Ναπολεόντειων πολέμων.

         Η ΕΥΡΩΠΗ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ

        ΒΙΟΤΕΧΝΙΑ – ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ

    ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΑ        Μετά το 1870 η βιομηχανική επανάσταση επεκτάθηκε και στην υπόλοιπη Ευρώπη.

            Το εργοστάσιο ως βασική μονάδα οργάνωσης της παραγωγής.

Οι ατμομηχανές χρησιμοποιούνταν όλο και πιο πολύ στα εργοστάσια και τα ανθρακωρυχεία.

Η ουσία της βιομηχανικής επανάστασης ήταν η εφαρμογή και χρησιμοποίηση μηχανικής ενέργειας στις κατασκευαστικές διαδικασίες.

Η ραγδαία ανάπτυξη της εργοστασιακής βιομηχανίας φέρνει σε δοκιμασία την παραδοσιακή οικοτεχνία, την πρωτοβιομηχανία.

Μέχρι το δεύτερο μισό του 19ου αι. η βιομηχανική ανάπτυξη αφορά την υφαντουργία και τηνεπεξεργασία του σιδήρου και χάλυβα.

Επέκταση και σε τομείς όπως η παραγωγή ενδυμάτων, χημικά, χαρτί και άλλα καταναλωτικά αγαθά.

Αλλαγή στη χωροθέτηση της παραγωγής και της οικονομικής δραστηριότητας.

Η δυνατότητα μεταφοράς της πρώτης ύλης αποδέσμευσε την κατασκευή των εργοστασίων από την παράμετρο της απόστασης και πλέον άλλοι παράγοντες επηρεάζουν την εγκατάσταση των βιομηχανικών μονάδων, όπως η ύπαρξη αγορών και η δυνατότητα μεταφοράς εμπορευμάτων και πρώτων υλών, γι’ αυτό και η ανάδειξη πολλών λιμένων σε βιομηχανικά κέντρα.

Η σύγχρονη βιομηχανία άργησε να εμφανιστεί στη νότια Ευρώπη λόγω έλλειψης ενεργειακών πηγών ενώ ακόμη και τα αποθέματα υδάτινης ενέργειας ήταν πολύ περιορισμένα εξαιτίας του κλίματος.

Κλωστοϋφαντουργία:

Η βιοτεχνία του μαλλιού χαρακτηρίζεται από αργούς ρυθμούς ανάπτυξης παραμένοντας μέρος της οικιακής οικονομίας.

Στην Αγγλία η μαζική παραγωγή είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ύπαρξη πρώτων υλών, δηλ. άνθρακα. Γι’ αυτό και παρατηρείται μεγάλη συγκέντρωση στην εριοχή του Yorkshire.

Στην ηπειρωτική Ευρώπη η στροφή προς την ενέργεια από ατμό συντελέστηκε με πιο αργούς ρυθμούς και όταν χρειάστηκε να εφοδιαστούν τα εργοστάσια με άνθρακα υπήρχαν ήδη οι σιδηρόδρομοι για να τον μεταφέρουν. H χρήση και η παραγωγή του λινού περιορίζεται (η χρήση) στις αγροτικές περιοχές. Αλλά και οι νέες μηχανές δεν ευνοούν την αξιοποίηση του.

Κύρια αιτία των πιο πάνω είναι η χρήση του βαμβακερού υφάσματος, η παραγωγή προϊόντων τουμέχρι το δεύτερο μισό του 19ου αι είναι πλήρως μηχανοποιημένη.

Στην Αγγλία εξακολουθεί το φαινόμενο της συγκέντρωσης της βιομηχανίας σε περιοχές με άφθονη πρώτη ύλη, ενώ αντίθετα στην υπόλοιπη Ευρώπη η χρήση του σιδηροδρόμου επιτρέπει τη διασπορά της βιομηχανίας. Έτσι αξιοποιείται και το προϋπάρχον εργατικό δυναμικό της πρωτοβιομηχανικής  ΥΦΑΝΤ.περιόδου.

Η αγγλική διαφοροποίηση στη βιομηχανία μαλλιού – βαμβακιού δεν υφίσταται στην υπόλοιπη Ευρώπηόπου ίσχυε κυρίως η μεικτή βιομηχανία.

Γύρω στα μέσα του 19ου αι. οι υφαντουργίες είχαν μια γεωγραφική διάρθρωση την οποία επρόκειτο να διατηρήσουν μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο.

Για την ηπειρωτική Ευρώπη  η υδάτινη ενέργεια ήταν σημαντικότερη.

Μεταλλουργία:

Οι βιομηχανίες που υφίστανται τις πλέον σημαντικές αλλαγές, χωρικά, είναι του σιδήρου και του χάλυβα.

Ο άνθρακας χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη για την επεξεργασία του σιδήρουΜέχρι τα μέσα του 19ου αι. η βιομηχανία της ηπειρωτικής Ευρώπης συνεχίζει να στηρίζεται στο κάρβουνο και όχι στον άνθρακα (Βρετανία).

Χρήση νέων τεχνολογιών στην επεξεργασία του μεταλλεύματος, συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση (ανάπτυξη σιδηροδρόμων και παραγωγή πλοίων, μηχανολογικού εξοπλισμού), βελτίωση των συνθηκών μεταφοράς:

αποτέλεσμαμείωση κόστους επεξεργασίας του μεταλλεύματος.  Είναι πλέον πιο συμφέρουσα η χωροθέτηση της βιομηχανίας στον τόπο εξόρυξης του μεταλλεύματος και όχι στον τόπο εξόρυξης της πρώτης ύλης, δηλ. του άνθρακα. Η επεξεργασία αρχίζει στα λιμάνια όπου μεταφέρεται ο σίδηρος λόγω της μεγάλης ποσότητας που μεταφέρεται στην Ευρώπη από τις αποικίες. Επίσης όλο και περισσότεροι παραγωγικοί κλάδοι προσελκύονταν απ’ την αγορά των μεγάλων καταναλωτικών κέντρων ή άλλων κατασκευαστικών κλάδων με αποτέλεσμα κατά το δεύτερο μισό του αιώνα λίγοι ήταν οι κλάδοι που δεν εκπροσωπούνταν στις ευρύτερες μητροπολιτικές περιοχές του ΛονδίνουΠαρισιούΒερολίνου ή στις βιομηχανικές περιοχές της βόρειας Γαλλίας, της Κάτω Ρηνανίας ή της Σαξονίας

Η ΕΥΡΩΠΗ ΤΙΣ ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΤΟΥ Α’  ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

ΒΙΟΤΕΧΝΙΑ – ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ

Ευρώπηη πλέον βιομηχανικά αναπτυγμένη περιοχή στον κόσμο λόγω πρώτων υλώνσιδήρουκαι άνθρακα (κυριαρχία Αγγλία, Γερμανίας). Επίσης, κατείχε το μεγαλύτερο τμήμα της παγκόσμιας ναυτιλίαςστα εδάφη της υπήρχε το 30% περίπου του σιδηροδρομικού δικτύου παγκοσμίως καιπαρήγε τα περισσότερα υφαντά & πολλά από τα χημικά προϊόντα του κόσμου. Ήταν, κατά μέσο όρο, περισσότερο από αυτάρκης σε άνθρακα και έκανε εξαγωγές (από Αγγλία) με σκοπό τον ανεφοδιασμό των πλοίων σε άλλα μέρη του κόσμου. Επίσης διεξαγόταν και ένα μεγάλο ενδοευρωπαικό εμπόριο. Η συντριπτική παραγωγή σιδήρου γίνεται στη ΓερμανίαΑγγλία,  Γαλλία & Ρωσία.

Η βιομηχανία χάλυβα εύρισκε τεράστιες αγορές σε τομείς όπως η βιομηχανία αυτοκινήτων, ηναυπήγηση πλοίων, βαριές μηχανολογικές κατασκευές που αντικατέστησαν τη ζήτηση του σιδηροδρομικού δικτύου πριν από μισό αιώνα.

Η ανάπτυξη της μεταλλουργίας οδηγεί στις πρώτες μορφές οικονομικής ενοποίησης (ολοκλήρωσης) στην Ευρώπη.

Η πρώτη, η πιο σημαντική για τη μελλοντική εξέλιξη της ηπείρου είναι η κάθετη ολοκλήρωση: Ηεξόρυξηπαραγωγήεπεξεργασία και πώληση του σιδήρου και του χάλυβα, δεν περιορίζεται γεωγραφικά. Άρα τα  συμφέροντα των εταιρειών ξεπερνούν τα εθνικά σύνορα. Ο παραγωγός του χάλυβα επιζητεί πλέον τον έλεγχο όχι μόνο της πηγής του σιδήρου αλλά και του μεταλλεύματος και του καυσίμου αλλά και τον έλεγχο της κατασκευής και εμπορίας του μετάλλου.

Οριζόντια ολοκλήρωση: Συνένωση εταιρειών με σκοπό την καλύτερη αξιοποίηση των πόρων και των αγορών. Αμέτρητα μικρά εργοστάσια πέρασαν στην ιδιοκτησία μεγαλύτερων και απορροφήθηκαν από αυτά. Ο σχηματισμός καρτέλ αποτέλεσε το επιστέγασμα αυτής της διαδικασίαςΟι παραγωγικές μονάδες συμφωνούσαν για τα επίπεδα της παραγωγής και για τις τιμές  και σε πολλές περιπτώσεις αποκτούσαν μονοπωλιακή θέση στη χώρα τους.

ΚλωστοϋφαντουργίαΜόνο η βαμβακουργία διατηρεί την ανοδική τάση του 19ου αι.

Χημική βιομηχανίαταχεία ανάπτυξη (Γερμανία, Αγγλία)

Γεωγραφικά η βιομηχανική παραγωγή παραμένει στη ζώνη που εκτείνεται από την Αγγλία ως και τη βορειοδυτική Γερμανία, το ζωτικό κέντρο» της Ευρώπης.

 Πιο πέρα υπάρχει η περιφέρεια με τον αγροτικό πληθυσμό και βιομηχανικά κέντρα της πρωτοβιομηχανικής περιόδου που μαραζώνουν είτε δημιουργούνται νέα που ανταποκρίνονται στις εξελίξεις.

ΠΗΓΕΣ

  1. Aldcroft D – Ville S. επιμ., Η Ευρωπαϊκή Οικονομία 1750-1914, εκδ. Αλεξάνδρεια, μτφρ. Ν. Σταματάκης, Αθήνα 2005
  2. Δρίτσα Μαργαρ. (επίμ)/ Θέματα οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας της Ευρώπης/ Εκδ. ΕΑΠ/ Πάτρα 2008
  3. Γαγανάκης Κ, Κοινωνική και Οικονομική Ιστορία της Ευρώπης, Εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999
  4. Hobsbaum E./ H εποχή των επαναστάσεων 1789-1848/ σ. 52/ Εκδ. ΜΙΕΤ/ Αθήνα 1992
  5. North D. C., Δομή και μεταβολές στην Οικονομική Ιστορία, Εκδ. Κριτική, Α. Αλεξιάδη, Αθήνα 2000

Ο ΝΕΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ κ’ ΟΙ ΡΙΖΙΚΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ 18ος-19ος αι. από Δ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Ο ΝΕΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ κ’ ΟΙ ΡΙΖΙΚΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ από Δ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Β. ΕΠ ΕΡΓ      Εάν προσπαθήσουμε να περιγράψουμε τη διαδικασία κατά την οποία η Ευρώπη πέρασε από τον φεουδαρχικό στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, θα διαπιστώσουμε γρήγορα πως καταπιανόμαστε με ένα πολυσύνθετο, πολυεπίπεδο και πολύπαραγοντικό φαινόμενο. Από την εποχή του ύστερου Μεσαίωνα έως τον 19ο αιώνα, διεργασίες σε τομείς κοινωνικούς, οικονομικούς, τεχνολογικούς, γεωγραφικούς και άλλους, έλαβαν χώρα μεταμορφώνοντας κυριολεκτικά το ευρωπαϊκό τοπίο. Η πληθώρα και η αλληλοδιαπλοκή όλων αυτών των παραγόντων, εύλογα γεννά και μια ποικιλία προσεγγίσεων από την πλευρά των μελετητών, όσον αφορά τη χρονική στιγμή της μετάβασης από τη μια εποχή στην άλλη, αλλά και τον εντοπισμό των βασικών αιτίων της μετάβασης αυτής[1].

Σ’ ένα άλλο επίπεδο, η διαφοροποίηση των προσεγγίσεων εστιάζεται γύρω από τη σημασία του όρου «βιομηχανική επανάσταση». Δηλαδή, αν όντως στα πλαίσια της ευρωπαϊκής εκβιομηχάνισης, επέδρασε καταλυτικά ένα φαινόμενο τεράστιας έντασης και σημασίας στο μετασχηματισμό των ευρωπαϊκών οικονομιών από αγροτικές σε βιομηχανικές[2] ή αν πέρα των όποιων ιδιαιτεροτήτων, ο βιομηχανικός μετασχηματισμός της Ευρώπης υπήρξε προϊόν μακροχρόνιων και σταδιακών διεργασιών. Στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε τα επιχειρήματα που συνηγορούν υπέρ της καθεμιάς από τις δύο προηγούμενες προσεγγίσεις. Ωστόσο, εδώ κρίνεται σκόπιμο να κάνουμε μια διασαφήνιση με την οποία χρησιμοποιούμε τους όρους εκβιομηχάνιση και βιομηχανική επανάσταση. Η πρώτη αναφέρεται ως μια συνεχής διαδικασία, με διαφωνίες ως προς την αφετηρία της, αλλά που φτάνει ως τις μέρες μας, ενώ η δεύτερη ως πεπερασμένο φαινόμενο, κατά τη διάρκεια του οποίου η αξία της βιομηχανικής παραγωγής προσπέρασε την αντίστοιχη της αγροτικής[3].

Σίγουρα ακόμα και η πιο ρηξικέλευθη ανατροπή, σε πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό ή όποιο άλλο επίπεδο, δεν έρχεται από την μια στιγμή στην άλλη δίχως πρώτα να έχει προετοιμαστεί το έδαφος για αυτήν. Έτσι, όσοι υποστηρίζουν πως ο όρος βιομηχανική επανάσταση είναι δόκιμος, για να περιγράψει το φαινόμενο μετατροπής των ευρωπαϊκών οικονομιών, από αγροτικές σε βιομηχανικές, με πρώτη εκείνη της Βρετανίας των τελών του 18ου αιώνα, εντοπίζουν τις αιτίες που οδήγησαν ή προετοίμασαν το έδαφος σε προγενέστερα γεγονότα. Για παράδειγμα, οι περιφράξεις των δημόσιων γαιών της Βρετανίας και το πέρασμά τους στην ιδιοκτησία μιας ολιγαρχίας, που θα στρέψει την αγροτική παραγωγή προς την αγορά, θεωρείται αποφασιστικής σημασίας για τις εξελίξεις που ακολούθησαν, περίπου έναν αιώνα αργότερα.[4] Ως κύριες συνέπειες του προηγούμενου γεγονότος αξιολογούνται: α) η αύξηση της παραγωγής και της παραγωγικότητας, κάτι που επέτρεψε να θραφεί το πλεονάζον ανθρώπινο δυναμικό που στράφηκε προς τις πόλεις, β) προσφορά εργατικών χεριών για την αναπτυσσομένη βιομηχανία και γ) δημιουργία μηχανισμού συσσώρευσης κεφαλαίου που θα στραφεί σε νέους κλάδους.[5] Συνάμα, ο συνδυασμός μιας ισχυρής οικονομίας, κυρίως χάρη στην ανάπτυξη της βρετανικής βαμβακουργίας, με τις ευνοϊκές κρατικές πολιτικές προς την κατεύθυνση της αποικιοκρατικής εξάπλωσης, υπήρξε ένας ακόμα αποφασιστικής σημασίας παράγοντας.[6] Σ’ ένα άλλο επίπεδο, διαφαίνεται η ανάπτυξη του κατασκευαστικού τομέα, χάρη σε μια σειρά από λόγους όπως: ο κρατικός παρεμβατισμός υπέρ των εγχώριων προϊόντων, η αγοραστική δύναμη που απόκτησαν οι αγροτικές μάζες και η σταδιακή εξάρτησή τους από τα κατασκευασμένα προϊόντα,, οι διάφορες καινοτομίες που εφαρμόστηκαν ως απόρροια των πιέσεων της αγοράς, ένα πρώτο πλεόνασμα κεφαλαίου που έστω διστακτικά επενδύεται στη  Β. ΕΠ ΕΡΓ 2βιομηχανία.[7]

Ωστόσο, η παραπάνω εικόνα απλά προσπαθεί να σκιαγραφήσει τις αιτίες που οδήγησαν στη βιομηχανική επανάσταση. Ακολούθως, θα προσπαθήσουμε να καταδείξουμε την κατάσταση που επικράτησε από τέλη του 18ου αιώνα, ώστε η συγκεκριμένη διαδικασία να δικαιολογεί το όνομα επανάσταση. Μια γλαφυρή περιγραφή δίνει ο ιστορικός  E. Hobsbaum, τονίζοντας την αποδόμηση όλων των κοινωνικών δεσμών (πλην εκείνου του χρήματος) σε συνδυασμό με την κατακόρυφη άνοδο όλων των δεικτών που είχαν σχέση με την οικονομία.[8] Μέσα σε λίγα χρόνια θα δημιουργηθεί μια αλλαγή ισορροπιών στο εσωτερικό της Βρετανίας, μεταξύ αστικού χώρου και υπαίθρου με τον πρώτο να διογκώνεται εις βάρος της δεύτερης, γεγονός που επέφερε έναν καινοφανή καταμερισμό εργασίας.[9] Ένα ογκώδες κύμα νέου προλεταριάτου, προερχόμενο από τις αγροτικές μάζες θα κατακλείσει τις πόλεις και στο εξής οφείλει να συμμορφωθεί σε πρωτοφανείς εργασιακές συνθήκες, όσον αφορά ωράρια και μισθολογικά συστήματα. Το πλέον ευάλωτο τμήμα του, το όποιο χρησιμοποιείται σαν φθηνό εργατικό δυναμικό, αντλείται από τις τάξεις των παιδιών και των γυναικών. Παράλληλα, ξεπηδά μια νέα βιομηχανική αστικά τάξη, δίπλα σ’ εκείνη των εμπόρων και των κτηματιών, της οποίας η ακόρεστη διάθεση για πλουτισμό, δημιουργεί τις συνθήκες «άγριου καπιταλισμού» που καταδίκασε χιλιάδες εργαζόμενους σε δυστυχία. Με την συνακόλουθη αρωγή τόσο των τραπεζιτών, όσο και των κυβερνητικών πολιτικών, από το β’ μισό του 19ου αιώνα οι αριθμοί σε παραγωγή και εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων, θα εκτιναχθούν καθιστώντας τη Βρετανία χώρα πρότυπο της βιομηχανικής επανάστασης.[10]  Μετά τα συγκεκριμένα γεγονότα, ο κόσμος θα μετασχηματίζονταν βαθιά, εφόσον λόγω της βιομηχανικής επανάστασης επήλθε μια ανατρεπτική αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων, στερώντας από την πλειοψηφία του πληθυσμού τα μέσα παραγωγής και δημιουργώντας ένα νέο τοπίο.

Εξάλλου, ο δυναμισμός της νεοανερχόμενης αστικής τάξης, θα εκφραστεί και μέσα από την ονομαζόμενη νομική επανάσταση, όπου σε μια σειρά από χώρες εξυπηρέτησε τον μετασχηματισμό της παλιάς αγροτικής κοινωνίας. Εκεί που ο συγκεκριμένος δυναμισμός εκπέμπει όμως τον ισχυρότερο συμβολισμό είναι στο πεδίο της πολιτικής, με την Γαλλική Επανάσταση του 1789. Στην τελευταία περίπτωση, φαίνεται ξεκάθαρα η αποφασιστικότητα της αστικής τάξης ώστε να διεκδικήσει το μερίδιο εξουσίας που της αναλογεί και ταυτόχρονα διακρίνεται η αδυναμία του παλαιού καθεστώτος να την αναχαιτίσει, με τα θεμέλια του να τρίζουν επικίνδυνα[11].

Επιστρέφοντας στο πεδίο της οικονομίας, στο β’ μισό του 19ου αιώνα ακολούθησε το φαινόμενο που ονομάστηκε δεύτερη βιομηχανική επανάσταση. Η ειδοποιός διαφορά από την πρώτη φάση είναι πως στηρίχθηκε κυρίως στην βαριά βιομηχανία και στην ανάπτυξη του σιδηρόδρομου.[12] Η περίοδος, σημαδεύτηκε από νέα μεγάλη προλεταριοποίηση και από εξίσου μεγάλη επένδυση κεφαλαίου.[13] Ως αποτέλεσμα της συνεχούς βιομηχανικής ανάπτυξης, εμφανίζεται ένας τριτογενής οικονομικός τομέας, αυτός των υπηρεσιών, της διοίκησης, της εκπαίδευσης και του λιανεμπορίου.[14] Πιθανά όμως η μεγαλύτερη συνέπεια σε σχέση με τον οικονομικό τομέα, είναι πως στο εξής η βιομηχανία θα αυτονομηθεί και οι ευρωπαϊκές αγορές θα επηρεάζονται πλέον από την κατάσταση των επιχειρήσεων και όχι από την γεωργία.[15]

Β. ΕΠ 3      Στον αντίποδα όσων αποδέχονται τη σημασία της βιομηχανικής επανάστασης, υπάρχουν απόψεις όπως αυτή του M. Fores που θεωρούν αδόκιμη τη μεταφορά του όρου επανάσταση από την πολιτική στο πεδίο της κοινωνικής και οικονομικής ιστορίας. Κατά τον ίδιο άλλωστε, δεν υπάρχει διάκριση από το φαινόμενο που συντελέστηκε πριν 5.000 χρόνια στην Μεσοποταμία, όπου έλαβε χώρα η διάκριση πληθυσμών μεταξύ πόλης και υπαίθρου. Το νήμα της ιστορίας μοιάζει αναλλοίωτο, μόνο που τη θέση των φτωχών της Μεσοποταμίας θα πάρουν οι μισθωτοί εργαζόμενοι.[16] Διαφορετικές αιτιάσεις διατυπώνουν άλλοι μελετητές, αμφισβητώντας την επαναστατικότητα των οικονομικών αλλαγών του 18ου και 19ου αιώνα, στο μέτρο που αυτές βασίστηκαν σε διαδικασίες που επικεντρώνονται σ’ ένα πιο μακρινό παρελθόν, όπως η οικοτεχνία ή η εμπορική ανάπτυξη.[17]

Παρόμοια μοιάζει η προσέγγιση του D. North, ο οποίος επανεξετάζει τη βιομηχανική επανάσταση δίχως να αρνείται την εντυπωσιακή μεταμόρφωση της ευρωπαϊκής πραγματικότητας, που πραγματοποιήθηκε στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Εστιάζοντας όμως στην ουσία της μεταμόρφωσης αυτής, την αποδίδει στην επιτάχυνση και στο μέγεθος συγκεκριμένων μεταβολών και όχι στον επαναστατικό χαρακτήρα τους.[18] Σύμφωνα με τον ίδιο δεν μπορούμε να μιλάμε για επανάσταση, εφόσον δεν έχουμε πραγματική ρήξη με το παρελθόν, αλλά κορύφωση μιας διαδικασίας που είχε αρχίσει αρκετά νωρίτερα.[19] Εν τέλει ότι ονομάζουμε βιομηχανική επανάσταση δεν είναι παρά αποτέλεσμα μεταβολών οργανωσιακού τύπου, που είχαν στόχο τον καλύτερο έλεγχο των εργατών.[20]

Ο μοναδικός ίσως κοινός παρονομαστής όλων των αναλύσεων, είναι πως τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στα τέλη του 18ου και στη διάρκεια του 19ου αιώνα, όποια κι αν ήταν η φύση ή οι αιτίες τους μεταμόρφωσαν την κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα. Αναμφισβήτητα, η οριστική μετάβαση στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής συντελέστηκε τη συγκεκριμένη περίοδο, χάρη σ’ ένα συνδυασμό οικονομικών, κοινωνικών και ΣΙΔΗΡ πολιτικών εξελίξεων.[21]

Ο φιλελευθερισμός της αστικής τάξης θα μεταμόρφωνε ριζικά το κοινωνικό και οικονομικό τοπίο. Ωστόσο, η αστική προοδευτικότητα στη συγκεκριμένη περίοδο, έμοιαζε να εξαντλείται στο μέτρο που δε θίγονταν τα οικονομικά της συμφέροντα και αυτός μοιάζει ο κυριότερος λόγος υιοθέτησης πατερναλιστικών πολιτικών με στόχο την αναμόρφωση της εργατικής τάξης. Η τελευταία βέβαια, παρά την αρχική έλλειψη οργάνωσης, βαθμιαία θα ξεφύγει από τον εργοδοτικό έλεγχο και να αποκτά τη δική της ταξική συνείδηση, με συνέπειες τόσο με την υιοθέτηση ριζοσπαστικών αντιλήψεων, όσο και με το συνδικαλισμό.[22] Έτσι στην αυγή του 2οου αιώνα καινούριες αναταράξεις θα σημάδευαν την Ευρωπαϊκή ήπειρο σε οικονομικό αλλά και κοινωνικό επίπεδο

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Aldcroft D – Ville S. επιμ., Η Ευρωπαϊκή Οικονομία 1750-1914, εκδ. Αλεξάνδρεια, μτφρ. Ν. Σταματάκης, Αθήνα 2005
  2. Δρίτσα Μαργαρ. (επίμ)/ Θέματα οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας της Ευρώπης/ Εκδ. ΕΑΠ/ Πάτρα 2008
  3. Γαγανάκης Κ, Κοινωνική και Οικονομική Ιστορία της Ευρώπης, Εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999
  4. Hobsbaum E./ H εποχή των επαναστάσεων 1789-1848/ σ. 52/ Εκδ. ΜΙΕΤ/ Αθήνα 1992
  5. North D. C., Δομή και μεταβολές στην Οικονομική Ιστορία, Εκδ. Κριτική, Α. Αλεξιάδη, Αθήνα 2000

Δ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ


[1]               Δρίτσα Μαργαρ. (επίμ)/ Θέματα οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας της Ευρώπης/ σ. 21/   Εκδ. ΕΑΠ/ Πάτρα 2008 Εφεξής θα χρησιμοποιούμε συντομογραφία αντί τίτλου.

[2] Ο.π/ σ. 75

[3] Ο.π/ σ. 76

[4] Κ. Γαγανάκης, Κοινωνική και Οικονομική Ιστορία της Ευρώπης, Εκδ. ΕΑΠ, σελ 241, Πάτρα 1999. Εφεξής θα χρησιμοποιούμε συντομογραφία αντί τίτλου.

[5] Hobsbaum E./ H εποχή των επαναστάσεων 1789-1848/ σ. 52/ Εκδ. ΜΙΕΤ/ Αθήνα 1992 Εφεξής θα χρησιμοποιούμε συντομογραφία αντί τίτλου.

[6] Ο.π/ σ. 53

[7] Κ. Γαγανάκης/ σ. 241,242,243

[8] Hobsbaum E./ σ. 47,48

[9] Κ. Γαγανάκης/ σ. 245

[10] Ο.π/ σ. 246, 247

[11] Ο.π./ σ. 248, 249

[12]  Ο.π/ σ. 265

[13] Ο.π/ σ. 265

[14] Ο.π/ σ. 260

[15] Ο.π/ σ. 259

[16] Δρίτσα Μαργαρ. (επίμ)/ σ. 77

[17] Aldcroft D – Ville S. (Επιμ)./ Η Ευρωπαϊκή Οικονομία 1750-1914,   εκδ. Αλεξάνδρεια/ σ.14/ μτφρ. Ν. Σταματάκης, Αθήνα 2005

[18] D. C. North, Δομή και μεταβολές στην Οικονομική Ιστορία, Εκδ. Κριτική, σελ. 249,252/ μτφ, Α. Αλεξιάδη, Αθήνα 2000

[19]         Ο.π/ σ. 263

[20] Ο.π/ σ. 263

[21] Κ. Γαγανάκης/ σ. 272

[22] Ο.π/ σ. 272